Το σκοτάδι υποχθόνια δημιουργεί ένα ρίγος στη ράχη, το άγνωστο πίσω απ’ την πλάτη με φοβίζει. Ο καπνός των τσιγάρων, η μυρωδιά από το αλκοόλ, οι ανακατεμένες φωνές μού είναι αδιάφορες. Το ουίσκι μού καίει το λαιμό και το παιχνίδισμα του ήχου από τον πάγο στο ποτήρι μοιάζει κάτι μονότονο. Η μουσική, όσο και αν προσπαθεί, δεν καταφέρνει να με συνεφέρει. Μπροστά μου στέκει το είδωλό μου, μια φιγούρα μάλλον αδιάφορη, ακόμη και για τον απέναντι καθρέφτη, απ’ αυτές που περνάνε δίπλα σου και δεν προσέχεις. Ίσως να με πήραν και τα χρόνια, δεν ξέρω, ίσως έχω βολευτεί σ’ αυτήν τη μονότονη ασημαντότητα. Σ’ αυτό το περιβάλλον ακόμη και η ζαλάδα που πληθωρικά δηλώνει την παρουσία της στο αίμα μου είναι αδύναμη να με κάνει να ξεχάσω. Δεν κοιτάω γύρω μου, φοράω παρωπίδες. Τι κι αν διάβασα, τι και αν έγραψα. Όλα στο καλάθι πήγαν. Καμία σοφία, καμία εμπειρία, κανένα μάθημα απ’ τα λάθη. Τα χρόνια πέρασαν, χαρίστηκα, μου χαρίστηκαν και η παρτίδα τελείωσε. Ο απολογισμός ήρθε με καθυστέρηση και πάντα έρχεται νύχτες σαν και αυτή. Εκεί που όλα είναι τριγύρω μου και στέκω υπνωτισμένος και με τα μάτια καρφωμένα στο απλανές. Ας είναι ετούτη εδώ η ιστορία βαρετή, υπήρξε μια παρουσία που δυο βράδια φώτισε τα σκοτάδια μου. Και που αυτή τη νύχτα δεν είναι εδώ. Όλα τα μυστήρια του σύμπαντος και αν δώσεις να σου εξηγήσουν, ένα μονάχα δεν θα μπορέσουν. Δεν ξέρω αν λέγεται έρωτας, αγάπη ή όποια άλλη ταμπέλα θέλουμε να του δώσουμε, δεν ξέρω αν είναι αποτέλεσμα χημικών αντιδράσεων του εγκεφάλου, αν είναι θέμα μαγνητικών πεδίων, μαγγανείας, μαγείας, γητειάς, αν είναι θέμα βιωμάτων, καταστάσεων, συμπτώσεων, τύχης, μοίρας, αν είναι γραφτό, αν είναι προκαθορισμένο, αν είναι ονείρωξη, επιδίωξη, ευχή ή κατάρα, αν είναι όλα αυτά μαζί ή τίποτε απ’ όλα… Είναι Εκείνη που στην παρουσία της γύρω μου κάνει τις κινήσεις μου ασταθείς, που κάνουν να την κοιτάζω πότε επίμονα και να χάνομαι στο χαμόγελό της, πότε να χάνομαι μήπως και καταλάβει ότι τα πνευμόνια μου γεμίζουν με ένα μούδιασμα που δεν μπορείς να αντέξεις, που κάνει τον εαυτό μου να αντιμάχεται όλης μου της αυτοπεποίθησης και πάνω που ανακτώ όλες μου τις δυνάμεις να φαίνομαι γελοίος και να κάθομαι πίσω στην ασφάλεια της σιωπής. Θέλω τόσο να φωνάξω, αλλά πνίγω κάθε λέξη με μια γουλιά, θέλω τόσο να χαμογελάσω, αλλά το αποτελειώνω βιαστικά τιμωρώντας για άλλη μια φορά τον εαυτό μου. Δειλιάζω στο άρωμά της και ανάβω γρήγορα τσιγάρο για να χαθεί με τον καπνό. Όσο το ποτήρι ξαναγεμίζει τόσο απομακρύνομαι από την πραγματικότητα και βυθίζομαι σε έναν μέλλοντα υποθετικό. Από αυτούς τους μέλλοντες που κάθε σκέψη θα με έπαιρνε από το χέρι και θα δημιουργούσαμε μαζί ένα αύριο απ’ αυτά που διαβάζεις σε ένα αίσιο τέλος. Από αυτούς τους μέλλοντες που σταματούν το χρόνο, που κόβουν την ανάσα όταν θα βρισκόταν ξαπλωμένη δίπλα μου, που καμία λέξη δεν είναι άξια να μετουσιώσει αυτό που συμβαίνει στο χώρο, ακόμη και μία φράση ή ένα κείμενο σαν κι αυτό θα μοιάζει τόσο μικρό μπροστά στην απεραντοσύνη. Ζητώ συγχώρεση απ’ αυτή τη βροχερή νύχτα μήπως και με λυτρώσω απ’ τις ατίθασες σκέψεις μου. Όμως το μετείκασμά της, όσο βαραίνουν τα βλέφαρά μου είναι δυνατό, και ‘γω αδυνατώ να παλέψω τούτο τον δαίμονα.
_
γράφει ο Νίκος Φάκος
0 Σχόλια