-Όχι ρε πούστη χάρε, δε θα το πάρεις το παιδί!
Φώναζε και έβριζε με πάθος καθώς έκανε ανάνηψη στο 12χρονο αγόρι, που είχε φύγει στη μέση του χειρουργείου. Ο ιδρώτας είχε ποτίσει το πρόσωπό του, μα το βλέμμα του, γεμάτο πείσμα κοιτούσε κατάματα τον χάροντα, που έστεκε αγέρωχος μπροστά του.
-Ήρθα για να το πάρω και θα το πάρω, είπε ατάραχος εκείνος, απλώνοντας το χέρι.
-Όχι όσο είμαι εγώ εδώ, του φώναξε με θράσος περισσό και στάθηκε ανάμεσά τους.
Το παιδί επανήλθε. Μια μικρή ανάσα ανακούφισης για τον μαέστρο της καρδιοχειρουργικής και ρίχτηκε πάλι στην μάχη. Η επέμβαση ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Όμως εκείνος είχε αποφασίσει να νικήσει. Ο χάρος εκνευρίστηκε με τον θνητό που τόλμησε να του αντιμιλήσει. Σήκωσε το δρεπάνι του κι έβγαλε μια ιαχή, τους πάντες να τρομάξει. Όλοι φοβήθηκαν σαν είδαν το παιδί να σβήνει πάλι. Όχι όμως εκείνος. Σήκωσε το ανάστημά του και βροντοφώναξε «Δε σε φοβάμαι, χάρε. Το παιδί αυτό δεν θα μου το πάρεις, που να χτυπιέσαι». Με όλες τις δυνάμεις του και πολλή επιμονή, επανέφερε και πάλι τον μικρό του ασθενή στη ζωή. Τα μάτια του έβγαζαν φλόγες από το πάθος και με δόντια σφιγμένα συνέχισε την επέμβαση.
-Πως τολμάς να αντιστέκεσαι στη θέλησή μου; Ύψωσε τη φωνή ο χάρος.
-Δε σε λογαριάζω ό,τι κι αν λες. Εδώ μέσα κουμάντο κάνω εγώ. Ο γιατρός τον κοίταξε αγέρωχα.
Ο χάρος έκανε ένα βήμα πίσω. Σπάνια συναντούσε τέτοια αντίσταση. Θύμωσε, μα αποφάσισε να αφήσει το παιδί. Την αναίδεια του γιατρού όμως δεν θα την άφηνε ατιμώρητη.
Μετά από είκοσι ώρες χειρουργείο, ο γιατρός έβγαλε, κατάκοπος, τη στολή του. Βγήκε απ’ την αίθουσα του χειρουργείου και ρούφηξε με λαχτάρα ένα τσιγάρο.
-Συγχαρητήρια κύριε καθηγητά. Είστε συγκλονιστικός, του είπε εκστασιασμένη, μια ειδικευόμενη, μαθήτριά του.
Εκείνος χαμογέλασε. Νίκησε γι άλλη μια φορά κι η ευφορία αυτής της νίκης ήταν τόσο έντονη, που ξέχασε όλη την κούραση κι άρχισε να πανηγυρίζει σαν μικρό παιδί, όταν ο μικρός συνήλθε! Η μητέρα του παιδιού, του φίλησε γονατιστή τα πόδια, λέγοντας «ευχαριστώ» χιλιάδες φορές. «Έκανα τη δουλειά μου, δε χρειάζεται να με ευχαριστείς» της είπε και την σήκωσε από χάμω. Εκείνη, με δάκρυα στα μάτια, τον κοίταξε με δέος, σα να αντίκριζε τον ίδιο τον Θεό.
Γύρισε στο σπίτι τρισευτυχισμένος. Κάθε φορά που νικούσε, στα μαρμαρένια αλώνια του χειρουργείου του, τον χάροντα, το γλεντούσε προκλητικά. Με ένα πούρο πολυτελείας, λίγο ουίσκι και πολύ χορό, αντρίκιο. Όλοι τον θαύμαζαν! Έμοιαζε αήττητος και τόσο σίγουρος για τον εαυτό του. Ο χάρος τον κοιτούσε κι έβραζε από θυμό. Όσο περισσότερους ασθενείς γλίτωνε από τα δόντια του, τόσο πιο έξαλλος γινόταν.
Με μάτια θολωμένα από οργή, μπήκε στο γραφείο του μια μέρα. Εκείνος κάπνιζε ασταμάτητα, σα να τον προκαλούσε.
-Έλα, τι περιμένεις; Δεν σε φοβάμαι, του είπε γελώντας σαρκαστικά.
Ο χάρος σήκωσε το δρεπάνι του να τον αποκεφαλίσει με μανία.
-Εμπρός πάρε με, νομίζεις πως με νοιάζει; του είπε, περιπαιχτικά και ρούφηξε με πάθος το τσιγάρο του.
Ο χάρος πάγωσε για μια στιγμή. Δεν τον ικανοποιούσε να τον πάρει, εφόσον δε φοβόταν. Ήθελε να δει τον τρόμο στα μάτια του. Ποθούσε να τον πονέσει. Να τον δει να υποφέρει και να σέρνεται. Έπρεπε να τον ταπεινώσει.
-Όχι, δεν θα σε πάρω τώρα. Θα κάνω κάτι καλύτερο. Κάτι που θα σε κάνει να μετανιώσεις πικρά που τόλμησες να αμφισβητήσεις την εξουσία μου, είπε κι έφυγε αποφασιστικά.
Ο γιατρός δεν έδωσε σημασία στις απειλές του. Ένιωθε απόλυτη ικανοποίηση που τον νίκησε τόσες φορές. Ήταν μεγάλο το πλήγμα για τον ατρόμητο χάροντα, όμως του άξιζε!
Οι μέρες περνούσαν κι ο άριστος καθηγητής καρδιολογίας συνέχιζε να σώζει ζωές. Όταν κάποιος του έφευγε μέσα από τα χέρια, έκανε άνω κάτω το γραφείο του, από τα νεύρα του. Δεν άντεχε την ήττα. Ο χάρος όμως, χαμογελούσε σε κάθε αναμέτρηση. Είτε κέρδιζε, είτε έχανε, γιατί ήξερε πως η τελική νίκη θα ήταν όλη δική του.
Χιλιάδες ασθενείς συνέρρεαν στο ιατρείο του. Είχε εξαπλωθεί η φήμη του παντού. Φάνταζε ο απόλυτος σωτήρας στα μάτια τους. Κι εκείνος, ακούραστος, εγχείριζε όσους περισσότερους μπορούσε κάθε μέρα. Δεν λογάριαζε Κυριακές κι αργίες. Δεν ήξερε τι πάει να πει, προσωπική ζωή. Εξέταζε τους ασθενείς του μετά τα μεσάνυχτα, όταν τελείωνε τα χειρουργεία, μα δεν είπε όχι σε κανέναν. Ήταν εκεί για όσους τον είχαν ανάγκη, παραμελώντας την οικογένειά του. Τα παιδιά του. Απόλυτα αφοσιωμένος στον όρκο που έδωσε, έσωζε με μαεστρία και οξυδέρκεια, ασθενείς με λιγοστές ελπίδες και η ικανοποίησή του, μετά από μια επιτυχημένη εγχείρηση, ήταν πάντα η ίδια. Δεν το έκανε για τα χρήματα, πολλές φορές χειρουργούσε δωρεάν, τους οικονομικά ασθενείς, μα το έκανε γι αυτήν την στιγμή ευδαιμονίας, όταν άλλαζε τα σχέδια του χάροντα.
Ήταν πολύ βαρύ όμως αυτό, για να το αφήσει να περάσει έτσι ο χάρος. Αυτός ο άνθρωπος τον είχε εξευτελίσει. Ένα πρωί λοιπόν, μπήκε κρυφά κι αθόρυβα στο δωμάτιο της πολυαγαπημένης και μονάκριβης κόρης του θρασύτατου γιατρού. Την πήρε ήσυχα από το χέρι και την έπεισε να τον ακολουθήσει, βουτώντας στο κενό. Δίχως κάποιο σημείωμα, χωρίς να πει μια λέξη, την πήρε μαζί του, τόσο πρόωρα, σκορπώντας την θλίψη.
Σκληρό το χτύπημα για τον ηρωικό γιατρό, του ξέσκισε την ψυχή. Κάλλιο να είχε πάρει εκείνον, παρά την λατρεμένη του κόρη. Δεν άντεξε το θέαμα, παραπάτησε ζαλισμένος. Έπεσε στα γόνατα, το άλλοτε παλικάρι. «Όχι την κόρη μου, όχι το φως μου, όχι τη νεράιδά μου» σπάραζε γοερά. Λύγισε και τσακίστηκε, του κόπηκε η ανάσα κι ο χάρος γελούσε δυνατά, βλέποντάς τον να σφαδάζει.
-Με νίκησες, με συνέτριψες, πάρε και μένα τώρα, τον εκλιπαρούσε δακρυσμένος.
-Όχι, εδώ θα σε αφήσω να θρηνείς και να πονάς. Αυτή θα είναι η τιμωρία σου, που τόλμησες με μένα να τα βάλεις, είπε ο χάρος αυστηρά κι εξαφανίστηκε, με το σαδιστικό του χαμόγελο στα χείλη.
Ο άμοιρος γιατρός, ο μέγας χειρουργός, δεν μπόρεσε ποτέ του να συνέλθει. Σταμάτησε πια να χειρουργεί και στο κατώφλι της κατάθλιψης έμεινε για το υπόλοιπο της ζωής του. Εκείνος που έσωσε χιλιάδες ζωές, δεν μπόρεσε να σώσει το δικό του παιδί. Αυτή η σκέψη τον στοίχειωσε για πάντα. Ώσπου έχασε τα λογικά του. Κι αφού είδε ο χάρος πως τυραννήθηκε και ταπεινώθηκε αρκετά, τον λύτρωσε μια μέρα, με θάνατο αιφνίδιο κι ανώδυνο, σε ένδειξη αναγνώρισης του μόνου άξιου αντιπάλου που αντιμετώπισε τα τελευταία χρόνια. Κι εκεί στου Άδη τα μονοπάτια, σαν κατέβηκε ο θρυλικός γιατρός, αντίκρισε, με δάκρυα χαράς, την μονάκριβη κορούλα του, να τον περιμένει, χαμογελαστή, με μια αγκαλιά και αγαλλίασε η ψυχή του.
_
γράφει η Ράνια Σιαμορέλη
_____
Βασισμένο σε αληθινές μαρτυρίες. Στη μνήμη του κορυφαίου καρδιοχειρουργού Παναγιώτη Σπύρου.
0 Σχόλια