Φωτεινή η ηλιόσφαιρα κόβει βόλτες ολημερίς
στις στράτες τ’ ουρανού,
άνθρωποι και ζωντανά ερωτεύονται
πέρα κει στα χρυσά λιβάδια του
όπως δυο γατιά το Γενάρη μήνα
στην κεραμοσκεπή του χαμόσπιτου
ή οι πρωτόπλαστοι στον κήπο της Εδέμ
πριν τους εξορίσει ο θεός τους,
ζεσταίνουν τα δάχτυλά τους
με τις φλογοβόλες ακτίνες του
τα βήματά τους φωτίζονται στις διαδρομές
της άχρονης ύπαρξής του.
Στη σκοτεινή πλευρά του ήλιου
ο έρωτας λουφάζει τρομαγμένος μεσ’ στη σπηλιά του
τ’ αηδόνι δε σμίγει με το ταίρι του
στη θλιμμένη ρεματιά,
οι σιτοβολώνες μαραίνονται στο σκοτάδι
τα στάχυα δε μεστώνουν χρυσά
για να δώσουν το βλοημένο καρπό,
οι χρυσαλλίδες δε βγαίνουν απ’ το κουκούλι τους
για να υφάνουν τον ιστό του μεταξιού,
το πλέριο σκοτάδι διώχνει το φως μ’ απελπισία
οι άνθρωποι ερπετά σέρνονται στο χώμα,
χύμα η κακία που τους κυβερνάει
κι η καλοσύνη άφαντη, ξεπνοισμένη
στη μαύρη νύχτα που ακολουθεί.
Δεν το ξέρω γω το άλλο χωράφι,
δεν το ξέρω το γκρίζο άρμα του ήλιου
δεν τον είδα τον αμαξηλάτη του
μπαρουτοκαπνισμένο απ’ τη φωτιά του πολέμου.
Αθέατη μου φαίνεται τούτ’ η γωνιά της γης,
έναν ήλιο μπροστάρη γνώρισα γω
γελαστό θεό μαντατοφόρο του καλού
που οι χρυσές ακτίνες του γίνονται
χαμόγελα πρωινά για όλο τον κόσμο.
_
γράφει η Πολυξένη Βακιρλή
0 Σχόλια