Ανάμεσα απ’ τα μισάνοιχτα βλέφαρα κοιτούσε τη θάλασσα. Έμοιαζε ήρεμη αλλά ήταν ακόμη ανακατεμένη. Στην προσπάθειά της να κατευνάσει τον θυμό της, ξέβραζε σκουπίδια και θαλασσόξυλα στην ακτή, σα να ήθελε να ξεφορτωθεί ό,τι τη βάραινε. Την καταλάβαινε. Κάπως έτσι ένιωθε κι εκείνος. Προσπάθησε να κλείσει τα μάτια, να χαλαρώσει αλλά δεν τα κατάφερε. Σειρήνες ακούστηκαν από στεριά και θάλασσα και τάραξαν την ηρεμία του τοπίου που πάσχιζε να ισορροπήσει. Με όση δύναμη τού είχε απομείνει, σηκώθηκε και κοίταξε τριγύρω. Στο απέναντι ακροβράχι, είδε περιπολικά και ανθρώπους της αστυνομίας και του λιμενικού που βρίσκονταν σε αναβρασμό. Κατάλαβε πως η άτεγκτη νύχτα δε θα δήλωνε εύκολα παραίτηση, χωρίς να αφήσει πίσω της τα ίχνη του θυμού της και κατευθύνθηκε ασθμαίνοντας προς το σημείο. Οι χτύποι της καρδιάς του αντάριασαν από το τρεχαλητό αλλά και από τη θέα πέντε γεροδεμένων παλικαριών, που ανέβαιναν με δυσκολία τους βράχους, μεταφέροντας ένα άψυχο σώμα τυλιγμένο σε καρό μάλλινη κουβέρτα.
Έκανε κάποια βήματα μπροστά, όσα του επέτρεψαν και, μέχρι να το ακουμπήσουν στο χώμα και να το κλείσουν στην ειδική θήκη, κατάφερε να δει. Ήταν ένας άντρας νεαρός σε ηλικία. Τα μακριά μαλλιά του είχαν κολλήσει στους κροτάφους, αφήνοντας το ωχρό του πρόσωπο ακάλυπτο. Μπερδεμένα με αρμύρα και φύκια, είχαν αποτυπωμένη πάνω τους τη σφραγίδα της μάχης με τη θάλασσα.
Ανατρίχιασε σύγκορμος και όσο τον κοιτούσε, ένιωθε σαν θεατής σε ένα παρόμοιο έργο, πολλά χρόνια πριν.
Ανοιξιάτικο κι εκείνο το δειλινό πάλευε με τα στοιχεία της φύσης, που αναποφάσιστα παρέπαιαν ανάμεσα σε ανέμους αντίθετους. Θα ‘ταν τότε, τριάντα χρόνων πάνω κάτω και δεν είχε πολύ καιρό στην υπηρεσία τού φάρου. Καθόταν στον εξώστη του και μόλις είδε τη μελανιασμένη γραμμή τού ορίζοντα να τον προειδοποιεί για τους κινδύνους που ελλόχευε η νύχτα, δεν έχασε καιρό. Ανέβηκε στον κλωβό τού πύργου και αφού εφοδίασε τη λάμπα με καύσιμο, κατέβηκε την πέτρινη, φιδογυριστή σκάλα για να σφαλίσει και την είσοδο. Με τη θάλασσα δεν έπαιζε. Ήξερε πως, όταν θύμωνε, γινόταν αμείλικτη και δε λογάριαζε τίποτα. Την ώρα που τοποθετούσε τη σιδερένια βέργα στους πύρους αριστερά και δεξιά της πόρτας, ο μεντεσές έτριξε κι ένας αντάρτης άνεμος τον έσπρωξε με δύναμη προς τα μέσα. Το ανεμοβρόχι χτύπησε βίαια τα βλέφαρά του που πετάρισαν ξαφνιασμένα. Απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα ίσα που πρόλαβε να διακρίνει μια βάρκα που πάλευε με τα κύματα και μια ανθρώπινη φιγούρα που προσπαθούσε να την κουμαντάρει. Ο αγώνας έμοιαζε άνισος και οδηγούσε κατευθείαν στα βράχια.
Άρπαξε τη νιτσεράδα του, που ήταν πεταμένη όπως όπως πάνω στο ντιβάνι και πετάχτηκε έξω. Σαν το θεριό χίμηξε μέσα στο νερό, τράβηξε τη βάρκα από το σχοινί και με δυσκολία απέσπασε την κοπέλα που βρισκόταν επάνω. Το βρεγμένο λουλουδάτο της φόρεμα είχε κολλήσει στο σώμα της που έτρεμε σαν το ψάρι και τα μακριά, μαύρα της μαλλιά έγλειφαν τους κροτάφους, αφήνοντας δυο μάτια αμυγδαλωτά να τον κοιτάζουν τρομαγμένα. Ήταν αμίλητη. Μες στην ταραχή της, δυο κουβέντες κατάφερε μόνο να ψελλίσει, πως η θάλασσα την παρέσυρε. Ο φαροφύλακας έβγαλε τη νιτσεράδα, την τύλιξε με αυτή και την συνόδευσε στο εσωτερικό του φάρου.
Όσο η νύχτα προχωρούσε, ένας αγώνας διεξαγόταν ανάμεσα σε ουρανό και θάλασσα. Τα κύματα σηκώνονταν θεριά και με τις αφρισμένες γλώσσες τους χτυπούσαν πάνω στα τζάμια, που έτριζαν από οργή. Εκείνος κοιτούσε με αγωνία κατά το πέλαγο, μην τυχόν και φανεί καράβι. Που και που έριχνε κλεφτές ματιές στην κοπέλα, που καθόταν κουκουβισμένη σε μια γωνιά, ασάλευτη και σιωπηλή.
Πονούσε η ψυχή του έτσι όπως την έβλεπε να κάθεται ακίνητη, με τις παλάμες κολλημένες στα αυτιά για να κρατάει μακριά τούς απειλητικούς ήχους αλλά και τον φόβο που της προκαλούσε η παρουσία του κοντά της.
«Μη φοβάσαι κοπέλα μου, εδώ είσαι ασφαλής» της είπε για να την καθησυχάσει και κατέβηκε στην κουζίνα, για να γυρίσει μετά από λίγο με δυο φλιτζάνια αχνιστό τσάι. Το ένα το άφησε μπροστά της. Εκείνη σα να μην είδε, σα να μην άκουσε, παρέμεινε κουλουριασμένη στη γωνιά της, αμίλητη και βουβή, αφήνοντας που και που να της ξεφεύγει ένα σιγανό κλαψούρισμα.
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες πάλευε ο φάρος με τα κύματα κι οι δυο άνθρωποι με τους φόβους τους.
Η τέταρτη μέρα ξημέρωσε χαρά θεού. Από τα τζάμια έμπαινε το ειρηνοποιό φως τού ήλιου και φώτιζε το πέλαγο και τις μικρές βραχονησίδες του.
«Ο καιρός ξάνοιξε. Μπορείς να…» έκανε να της πει, μα πριν ολοκληρώσει την κουβέντα του, εκείνη έφυγε και ούτε γύρισε να τον κοιτάξει. Σαν το φυλακισμένο πουλί φτερούγισε προς την εξώπορτα κι όταν είδε τη θάλασσα κάλμα, αναθάρρεψε. Η βάρκα της όμως ήταν άφαντη. Πουθενά δεν άφηνε σημάδι, σημείο ζωής. Ούτε κουπί, ούτε σανίδι μαρτυρούσαν την παρουσία της. Την έπιασε πανικός όταν κατάλαβε πως η λιμασμένη θάλασσα τη ρούφηξε μες στο θυμό της. Ο μοναδικός τρόπος που υπήρχε πια να φύγει από κείνο το μέρος, ήταν να τη συνοδέψει ο φαροφύλακας στο σπίτι της κι αυτό θα γινόταν το απόγευμα, που θα ερχόταν ο συνάδελφός του για να τον αντικαταστήσει. Έτσι κι έγινε.
Πέρασε μια βδομάδα από τότε. Για μέρες επικρατούσε νηνεμία κι η θάλασσα είχε ξεθυμάνει. Εκείνος, από το πρωί, καθόταν στον εξώστη και κοιτούσε τα γραμμένα του καιρού. Το μεσημέρι έφυγε για λίγο, ίσα να κατεβεί στην κουζίνα για να ετοιμάσει το φαγητό του, όταν ένα σιγανό χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα. Την άνοιξε και την είδε αναπάντεχα μπροστά του. Τα καλοχτενισμένα μαλλιά της χάιδευαν γλυκά το πρόσωπο και τα καστανά της μάτια έμοιαζαν με ήλιο μετά από συννεφιά. Έτεινε το χέρι της να τον χαιρετίσει και τα βλέμματά τους έσμιξαν. Ένα «ευχαριστώ» βγήκε από τα χείλη της κι ο χτύπος στην καρδιά του πετάρισε σαν θαλασσοπούλι, πάνω από τον αφρό της θάλασσας. Φίλιωσαν τα θεριά μέσα τους, όπως φίλιωσε η θάλασσα με τους ανέμους και μόνο ένα ατίθασο αεράκι παρέμεινε, για να φουντώνει εκείνη τη σπίθα που θα τους κρατούσε κοντά. Από τότε μαζί πορεύτηκαν στη ζωή, σαν δυο φάροι που αναβόσβηναν ρυθμικά ο ένας για τον άλλον. Ο ένας άναβε το βράδυ κι ο άλλος το πρωί, κρατώντας ζωντανό το φως του σπιτικού τους, που ήταν χτισμένο απέναντι από τον φάρο. Μοναχικό, απομονωμένο από τον υπόλοιπο κόσμο, ακουμπισμένο στην αγκαλιά του απάνεμου όρμου, είχε για συντροφιά τα θαλασσοπούλια που του έφερναν νέα από στεριά και θάλασσα.
Οι σειρήνες άρχισαν ξανά να ουρλιάζουν, την ώρα που απομάκρυναν το άψυχο σώμα.
«Την τελευταία λέξη θα την πει ο ιατροδικαστής» απάντησε ο αστυνομικός, στην ερώτηση που του έκανε ο φαροφύλακας εάν ήταν αυτοχειρία ή κακός υπολογισμός των καιρικών φαινομένων.
«Τι σημασία έχει πια. Ένας άνθρωπος χάθηκε. Ίσως… ίσως αν υπήρχε φαροφύλακας, να ζούσε ο κακορίζικος» μονολόγησε κουνώντας με λύπη το κεφάλι.
Αέρας και θάλασσα είχαν πια σωπάσει εντελώς, σα να κρατούσαν σιγή σεβασμού για τον άτυχο άντρα.
Ο ήλιος που δυνάμωνε και η σιωπή της μέρας, του θύμισαν πως ήταν ώρα να γυρίσει σπίτι του. Ο άλλος ο φάρος, εκείνος της ζωής του, θα είχε ξυπνήσει και θα ήταν έτοιμος να πιάσει βάρδια.
_
γράφει η Χριστίνα Σουλελέ
0 Σχόλια