Το να κλείνομαι στο σπίτι, σκέφτομαι καμιά φορά πως είναι κι αυτό μια λύση, μια εύκολη λύση. Το λέω αυτό εξαιτίας του φόβου που νοιώθω, όταν βρίσκομαι έξω, στους ανθρώπους, σε αντίθεση με την ασφάλεια που με κυριεύει, όταν βρίσκομαι μέσα. Ασφάλεια όμως ανατρεπόμενη σε απροσδιόριστη στιγμή, χωρίς να καταλαβαίνω το πότε και το γιατί. Κυκλοθυμική ασφάλεια που παρέχεται αφ’ ενός από το γεγονός του εγκλεισμού (από τον ίδιο το χώρο του δωματίου μου), αφ’ ετέρου από τη φωτεινή και τη μυστική ψυχή αυτού (το φως και το σκοτάδι).
Πριν συνεχίσω, πρέπει να σημειώσω εδώ ότι αίτιο ανατροπής της προαναφερθείσας ασφάλειας που νοιώθω, όταν βρίσκομαι μέσα στο σπίτι δεν είναι αυτός ο συγκεκριμένος χώρος του δωματίου (αυτός μου παρέχει μόνιμη ασφάλεια), αλλά οι δυο ψυχές του: το φως και το σκοτάδι εναλλασσόμενα. Συνήθως κατά τη διάρκεια της μέρας έχω την ανάγκη του φωτός που μου παρέχει ηρεμία, ενώ τη νύχτα αντίθετα βρίσκω ασφάλεια μέσα στο σκοτάδι. Την μέρα, όταν επιχείρησα να μείνω μέσα στο σκοτάδι του δωματίου μου, ένοιωσα φόβο (ίσως γιατί τότε νοιώθω πιο μόνη), ενώ όταν προσπάθησα να περάσω την νύχτα μέσα στο φως ένοιωσα πάλι φόβο. Τη νύχτα, όταν έχω φως, δεν μπορώ να διαβάσω (πράγμα που κάνω την μέρα), τη μέρα, όταν έχω σκοτάδι, δεν μπορώ να ονειροπολήσω, να αφεθώ σε φαντασιώσεις (πράγμα που κάνω τη νύχτα μέσα στο σκοτάδι).
Πρέπει να διευκρινίσω πως, όταν μιλώ για το φως της μέρας και της νύχτας, αναφέρομαι στο τεχνητό φως, το ηλεκτρικό (μιας και το φως του ήλιου δεν μπαίνει μέσα στο δωμάτιό μου παρά μέσα από τις γρίλιες), καθώς και, όταν λέω σκοτάδι της μέρας, εννοώ το τεχνητό που μου το εξασφαλίζουν τα κλειστά παραθυρόφυλλα.
–
γράφει η Βασιλική Κουτσανδριά
Το σχόλιό σας είναι επιθυμητό!
0 Σχόλια