‘’Αν έχετε εις την κατοχήν σας, δύον οπώρας, και πλησίον σας ευρίσκεται εις, εκ των συμμαθητών σας, που είναι άπορος, τι θα κάμνετε;’’
Πετάχτηκε τότε ως συνήθως και απάντησε: ‘’Τίποτα πάτερ μου, θα έτρωγα τα φρούτα μου. Στο κάτω-κάτω δικά μου δεν ήταν; Πρέπει να τα φάω και τα δύο για να έχω ωραίο δέρμα’’.
‘’Ευφροσύνη… Ευφροσύνη, τοιαύτη φιλαυτία που δεικνύεις τέκνον μου, θα σε μετατρέψει εις όργανον του σατανά!’’
Στην προστασία ενός μπαλκονιού, περίμενε να κοπάσει η βροχή, σκεπτόμενη το χθες. Δεν ήταν η Ευφροσύνη πλέον, που πέταγε σχόλια, την ώρα των θρησκευτικών, βγάζοντας από τα ράσα του, τον πατέρα Αθανάσιο, και προκαλώντας ‘’τους γέλωτας’’ των συμμαθητών της.
Τώρα ήταν μία πανέμορφη νέα γυναίκα, που δεν την έλεγε κανείς Ευφροσύνη, ούτε Φρόσω όπως οι δικοί της, ούτε Έφη όπως οι παιδικοί της φίλοι. Τώρα την έλεγαν Φέη, από ένα ανακάτεμα των γραμμάτων του Έφη, και ήταν ανερχόμενη ηθοποιός.
Τελείωσε τη δραματική σχολή, έχοντας ήδη αποκτήσει θαυμαστές, έτοιμους να της κάνουν όλα τα χατίρια.
Ο πρώτος της ρόλος, ήταν στην τηλεόραση. Και παρότι μικρός, την ανέδειξε σε ανερχόμενο αστέρι. Όχι επειδή το ταλέντο της ήταν τόσο μεγάλο, ώστε ήταν αδύνατο να μείνει άγνωστο και κρυμμένο στη σκιά, μα ένας από τους καθηγητές της στη σχολή, έγινε ο παρθενικός της δεσμός. Έτσι, φρόντισε να την προωθήσει, ως όφειλε.
Γιατί αυτή ήταν η Φέη. Μία κοπέλα, που από μικρή, λάτρεψε το είδωλό της στον καθρέφτη, και αγάπησε με πάθος τον εαυτό της, ώστε πάντα να απαιτεί για εκείνον το καλύτερο. Είχε αναγάγει την εγωπάθεια και τον ατομισμό της σε εσωτερική ανάγκη, και τις μεθόδους που ακολουθούσε, σε επιστήμη.
Σαν παιδί, απαιτούσε την καλύτερη μερίδα φαγητού, το καλύτερο παιχνίδι, το ωραιότερο ρούχο, χωρίς ποτέ να σκεφτεί, αν έφταναν τα χρήματα στους γονείς της, ή ότι και τα αδέλφια της είχαν ανάγκες επίσης. Και ήταν πρόθυμη να κάνει τα πάντα και κάθε είδους πονηριά για να το πετύχει. Έτσι, κάθε σκανταλιά της τη φόρτωνε στα μικρότερα αδέλφια της, κάθε έφηβο του τόπου τους, τον μετέτρεπε γρήγορα σε πιστό σκυλάκι της, και γενικά, ό,τι άψυχο ή έμψυχο, που θα έφερνε χαρά και σε κάποιον άλλον, θα έπρεπε να περιμένουν να το βαρεθεί, εκείνη πρώτα.
Αυτή η συμπεριφορά δεν αποτελούσε και την τελειότερη βάση για τις σχέσεις της με τα μέλη της οικογένειας της. Κι αν καμιά φορά οι γονείς της αντιδρούσαν με τα φερσίματα της, εισέπρατταν κλάματα και παράπονα, ανάμεικτα με γαλιφιές, σε τέτοιο βαθμό, που στο τέλος αισθάνονταν ότι ίσως να ήταν υπερβολικοί οι ίδιοι και πως υπήρξαν άδικοι μαζί της, προκαλώντας τα ξεσπάσματα της.
Αυτό το εγωκεντρικό κορίτσι, μεγάλωσε και έγινε νεαρή κοπέλα, με εξωτερική ομορφιά που δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από κανέναν. Μια μέρα δήλωσε στους δικούς της, πως αποφάσισε να γίνει ηθοποιός. Χρειαζόταν κι άλλο θαυμασμό, κι άλλη τροφή στη ματαιοδοξία της. Δεν της έφεραν πολλές αντιρρήσεις. Ίσως να σκέφτηκαν πως θα ήταν μάταιο σε ένα κορίτσι με το χαρακτήρα της κόρης τους να αρνηθούν. Ίσως πάλι να το είδαν σαν ευκαιρία, να ασχοληθούν με τα υπόλοιπα τρία παιδιά τους. Υπήρχε πάντα και η πιθανότητα, υποδυόμενη κάποιαν άλλη, να ανακάλυπτε τον εαυτό της και να διδασκόταν.
Και να τη τώρα, που θα έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στο θέατρο. Η κεντρική φιγούρα, σε έργο που σκηνοθετούσε ένας μεσήλικας σκηνοθέτης, και που φυσικά ήταν ο νέος της δεσμός.
Ακούραστα και με μεγάλη δίψα, πήγαινε στο θέατρο, για την πρώτη πρόβα. Το ότι ο σκηνοθέτης, ήταν ο νέος της δεσμός, ήταν ένα στοιχείο προσθετικό στον αέρα που είχαν πάρει τα μυαλά της, και η Φέη ένοιωθε βασίλισσα ανίκητη, κατακτητής και κυρίαρχος του μικρούλη και ασήμαντου κόσμου, που γρήγορα θα αντιλαμβανόταν την αξία της, θα την φθονούσε και θα τη θαύμαζε.
Το ότι πίστευε στη τόσο μεγάλη της αξία, και στην ασημαντότητα των άλλων, δεν σήμαινε πως δεν παρατηρούσε τον κόσμο γύρω της. Τον παρατηρούσε και μάλιστα με μεγάλη προσοχή, άλλοτε για να δει αν υπάρχει κάτι που μπορεί να καρπωθεί, κι άλλοτε για να απολαύσει τα αποτελέσματα της γοητείας της στους άλλους.
Τότε ήταν, που στο διάλειμμα της πρώτης πρόβας, πρόσεξε τα γοητευτικά μάτια του βοηθού σκηνοθέτη. Ένας νεαρός, ψηλός, με υπέροχο σώμα, και όμορφο πρόσωπο. Μα ένας άνδρας, που παρότι η Φέη είχε μπει στην αίθουσα μισή ώρα τώρα, εκείνος δεν την είχε κοιτάξει ούτε μια φορά.
Αλλά ο Στέφανος κοίταζε τη δουλειά του χωρίς να φανερώνει διάθεση για φλερτ και θαυμασμούς. Ωστόσο, και την είχε προσέξει, και γνώριζε πολύ καλά με ποιον είχε δεσμό. Ήταν αδύνατο σε χώρο τέτοιο να μην ακούσει τα κουτσομπολιά για τη πρωταγωνίστρια.
Κρυφά από τον εραστή της, η Φέη προβάριζε τον ρόλο της, ενώ συγχρόνως, έριχνε κλεφτές ματιές στον νεαρό Άδωνη, που δεν ήταν φτιαγμένος από πέτρα. Γρήγορα, κατόρθωσε να του τραβήξει τη προσοχή. Η συνέχεια ήταν αναμενόμενη. Η Φέη μοίραζε πλέον το χρόνο της, ανάμεσα σε πρόβες, γλέντια, και σε ερωτικές στιγμές με τον μεσήλικα σκηνοθέτη. Και ενίοτε, ξέκλεβε χρόνο, για να τον χαρίσει στον αγαπημένο της, που τον βεβαίωνε καθημερινά πως ήταν η μεγάλη αγάπη της ζωής της.
Πολλά βράδια, έπειτα από τον κορεσμό του πάθους τους, αφιέρωναν τη λίγη κλεμμένη ώρα που τους έμενε, στο να ανταλλάσσουν σκόρπιες ερωτικές υποσχέσεις ανάμεσα στα φιλιά τους. Κι όμως μετά, ντυνόταν, βαφόταν και έφευγε σαν την κλέφτρα, για να κυνηγήσει την εφήμερη δόξα και να ταΐσει το ναρκισσισμό της. Κλείνοντας την πόρτα της φωλιάς τους, κλείδωνε μέσα και τη σκέψη και την αγάπη του Στέφανου, για να κυνηγήσει πάλι το όνειρο της και να κάνει ότι έπρεπε. Δηλαδή να κολακεύσει το χορηγό της, εξασφαλίζοντας το εισιτήριο της στην επιτυχία.
Αυτή ακριβώς η συμπεριφορά, ήταν το αγκάθι στη ψυχή του Στέφανου. Εκείνος δεν ήθελε να τη μοιράζεται. Την αγαπούσε και επιθυμούσε βαθιά στην καρδιά του να ζήσουν μαζί και να κάνουν οικογένεια. Κάποιες φορές ένοιωθε πως η Φέη δεν οδηγούσε στην ίδια κατεύθυνση τις σκέψεις και τις επιθυμίες της, μα το απόδιωχνε γρήγορα, αμέσως μόλις έβλεπε τα πανέμορφα μάτια της να τον κοιτούν.
Απόψε όμως οι σκέψεις του αυτές είχαν την ευκαιρία να γίνουν πεποίθηση.Το γεγονός που βοήθησε σε αυτή την αλλαγή, ήταν ο πρώτος καβγάς τους.
Όταν συναντήθηκαν στην ερωτική τους κρυψώνα, του ομολόγησε πως περιμένει παιδί. Το παιδί τους. Εκείνος χάρηκε και θεώρησε πως πλέον ήρθε η ώρα, η δική τους ώρα, που θα σταματούσαν να κρύβονται και θα χαίρονταν στο φως την ημέρας τον έρωτα τους, μπροστά σε όλο τον κόσμο. Μα η αντίδραση της ήταν αποκαρδιωτική, και του προκάλεσε το σοκ που νοιώθει κάποιος που κάνει κρύο μπάνιο μια μέρα στην καρδιά του χειμώνα.
-Τι εννοείς να κάνουμε οικογένεια; Εγώ έχω μια καριέρα μπροστά μου. Τώρα είναι η ώρα να γίνω το ίνδαλμα όλων. Μήπως νομίζεις πως θα αφήσω όλα αυτά που ανοίγονται μπροστά μου, για να γίνω μια απλή νοικοκυρούλα; Μία γυναίκα που γρήγορα δεν θα τη ξέρει κανείς; Κι εσύ θα χάσεις τη δουλειά σου, πώς σκέφτεσαι να ζήσουμε. Εγώ είμαι φτιαγμένη για να χαρώ την ομορφιά μου και τη δόξα. Όχι για να κάνω παιδιά και να κλειστώ σε ένα σπιτάκι.
Άνοιξε την πόρτα κι έφυγε. Πριν βγει η τελευταία της φράση, ήταν:
-Θα μιλήσουμε μετά. Και θα δεις κι εσύ αγάπη μου, πως αυτό το παιδί καλύτερα να μη το κρατήσουμε.
Την πολυπόθητη βραδιά της πρεμιέρας, του αγαπημένου της το όνομα ίσα που το θυμόταν. Η προσοχή της είχε επικεντρωθεί να κατακτήσει ένα καινούργιο έρωτα. Το κοινό που θα την έβλεπε. Τους κριτικούς σε δεύτερη μοίρα, μια και ο δεσμός της θα φρόντιζε γι’ αυτό.
Τα μόνα καθίσματα που ήταν άδεια, ήταν αυτά που θα κάθονταν οι δικοί της. Δεν αποδέχθηκαν την πρόσκληση που τους έστειλε, έτσι τυπικά, μόνο και μόνο για να τη θαυμάσουν στη δόξα της. Εξάλλου εκείνη τους είχε ξεχάσει πρώτη, εδώ και καιρό. Ο δρόμος ήταν διαφορετικός από τον δρόμο της οικογένειας που έτυχε να γεννηθεί.
Η παράσταση στέφθηκε με επιτυχία, θαυμαστές την περιτριγύρισαν για ένα αυτόγραφο και για ένα χαμόγελο. Αυτό ποθούσε η ψυχή και η ματαιοδοξία της. Να είναι στο επίκεντρο. Όλο νάζια και σκέρτσα, θέριζε τους καρπούς των μόχθων της, και δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο. Ο Στέφανος την κοιτούσε όλο παράπονο και πόνο.
Κι όταν ο σκηνοθέτης της έδωσε ένα παθιασμένο φιλί μπροστά σε όλους, μαρκάροντας την ιδιοκτησία του, και βλέποντας τη Φέη να τα δέχεται άνετη, χωρίς να του ρίξει ένα βλέμμα, ο δυστυχής νεαρός βοηθός, κατάλαβε την αλήθεια. Δεν ήταν η Φέη του πια. Και ποτέ δεν τον αγάπησε πραγματικά. Η Φέη αγαπούσε πάνω από όλους τη Φέη. Και ποτέ ένα τέτοιο άτομο, δεν θα γινόταν η γυναίκα κάποιου με επίγεια όνειρα, και η μάνα ενός παιδιού, που ήταν ο καρπός ενός μεγάλου έρωτα, και γι’ αυτό τον λόγο θα μεγάλωνε με διπλάσια αγάπη και φροντίδα.
Ο ήχος από τη φασαρία, και οι λάμψεις από τα φλας, έσβηναν σιγά-σιγά, καθώς τα βήματα του τον απομάκρυναν από το θέατρο και από την ψευδαίσθηση της μεγάλης αγάπης. Έσβηναν, αποφασιστικά όπως ένας προβολέας, ρίχνοντας στο σκοτάδι της λήθης τη μορφή μιας γυναίκας που πάντα έπαιρνε, αλλά δεν ήξερε να δίνει. Μιας γυναίκας που όταν θα καταλάβαινε πως ότι λάμπει, δεν είναι φτιαγμένο πάντα από χρυσό, ευτυχώς εκείνος δεν θα ήταν εκεί.
_
γράφει η Μαίρη Μοσχονά
0 Σχόλια