Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε ένας κούκος σπίτι μας, που τον λέγαμε Κουκοθόδωρο. Εγώ τον βάφτισα έτσι κι αυτός μια κουβέντα δεν με είπε, να διαμαρτυρηθεί, να με πει: «βρε, μπουνταλά! Κουκοθόδωρο βρήκες να με πεις; Χάθηκαν τα καλά ονόματα; Ας μ’ έλεγες Πάρη, που είμαι όμορφος και παλικαράς και του μοιάζω όσο να ‘ναι ή να με φώναζες Πολυχρόνη, που ταιριάζει και με την δουλειά μου».
Τον άφησα με το «Κουκοθόδωρος» γιατί στο σχολείο είχα έναν συμμαθητή, τον Θόδωρο, που ήταν και γειτονάκι μου στην οδό Φαλήρου, καλέ κι εσείς! Και που πεταγόταν πάνω, όταν ήταν να δώσει απάντηση στα ερωτήματα της φιλολογίνας μας κι έκανε τον έξυπνο και τον καμπόσο και ήθελε να τον προσκυνάμε, σαν τον καλύτερο μαθητή, τάχατες, σ’ όλη την Αλεξανδρούπολη.
Δεν λέω, ωραίος ένας κούκος, ήταν ο κούκος μου, με ωραία μούρη και χρωματιστά φτερά και μια φωνούλα τσιριχτή, κάθε που πεταγόταν από την τρύπα του και έλεγε «κου κου» για τις μισές ώρες και «κου κου, κου κου , κου κου», για τις ολόκληρες, αν πέστε, η ώρα ήταν τρεις. Τη δουλειά του την έκανε πάντα στην ώρα του και δεν καθυστερούσε ούτε και βιάζονταν, με ξύπναγε τα πρωινά για το σχολείο με κάτι «κου κου» δυνατά και ανυπόφορα, όμως εγώ κακία δεν του κράταγα, καλό μου έκανε και μόνο τις Κυριακές και τις σχόλες τον έστελνα στον αγύριστο, που δεν καταλάβαινε, πως τις Κυριακές και τις σχόλες δεν έχω σχολείο κι έπρεπε, να μ’ αφήσει να κοιμηθώ λιγάκι παραπάνω.
Είχα δεθεί όμως μαζί του, για να λέω την αλήθεια κι ήμασταν φιλαράκια κολλητά, γιατί το μεσημέρι έκανε «κου κου» μια φορά, ώρα μία δηλαδή και μου ‘ρχότανε μια πείνα! Μια λύσσα για φαί! Και το βράδυ, περίμενα τα εννιά «κου κου» του πώς και πώς, να τρέξω στο κρεβάτι μου, ώρα εννιά, να κοιμίσω τα μυαλά μου από το πολύ, το διάβασμα. Καμιά φορά, πώς το νόμιζα αυτό; Τον άκουγα να μου μιλά τα απογεύματα που διάβαζα. «Κοίτα!», με έλεγε, «εγώ από πουλί ελεύθερο στους ουρανούς, κατάντησα σ’ ένα κουτί μέσα, φορτωμένος λάδια και ελατήρια και με μια φωνή ξερή κι απαίσια, να λέω χρόνια τώρα, τα ίδια και τα ίδια, μονότονα κι ανιαρά, ζωή είν’ αυτή; Αν όμως σπούδαζα και έπαιρνα πτυχίο, δεν θα ’μουν κούκος σε κουτί, αλλά παπαγαλάκι σε χρηματιστήριο, μπορεί και στην Γουόλ Στρίιτ, πού ξέρεις;».
Κι άλλοτε πάλι, μετά τα «κου κου» του, δεν χωνότανε μέσα στο κουτί του, κατά πως έπρεπε, παρά καθόταν και με κοίταζε να γράφω και να σβήνω και μού ’λεγε, τον άκουγα σας λέω!, πως ο χρόνος είναι άλογο καμαρωτό, που τρέχει για το μέλλον κι αν δεν το καβαλήσω, κουμπούρας θα μείνω στην ζωή, αμόρφωτος να βγάζω το ψωμί μου με τα χεράκια μου, μούσκεμα στον ιδρώτα του κορμιού μου. «Διάβαζε, βρε! Διάβαζε, σε λέω! Δευτερόλεπτο μη χάνεις!»
Τον είχα πάνω απ’ το κεφάλι μου, να με πιλατεύει με τα διαβάσματα και τους καλούς βαθμούς και μα την Άγια Υπομονή, αν ήταν να τον ξεπουπουλίσω, θα το έκανα, να βγαίνει στο μπαλκονάκι του, τσίτσιδος, ο κιαρατάς, να τον γελάει η Υπερείδαινα και η Διαμαντίδαινα, η θεία μου η Πελαγία και όλο το καφενεδάκι της μανούλας μου.
Μια μέρα της άνοιξης, ο ξάδελφος μου, ο Μαράκος, με έφερε μια όμορφη καρδερίνα με χρωματιστά φτερά και κόκκινη μουσούδα, γύρω από το ράμφος της κι έτρεξα και της αγόρασα ένα ευρύχωρο κλουβί τριώροφο, με κούνιες και ταϊστρες, νεράκι μπόλικο και σποράκια να χορταίνει την πείνα της. Καίτη την βάφτισα, να μου θυμίζει έναν έρωτα που είχα στο σχολείο και ήξερε να παίζει και πιάνο! Τι χαρά που έκανα, όταν την είδα να χαίρεται το σπιτάκι της και να χαλάει τον κόσμο, με τα κελαηδήματά της. Συντροφιά ολοζώντανη! Κι όταν τύχαινε, κρεμασμένο καθώς είχα το κλουβί της στη βεράντα μας και την άκουγαν οι άλλες καρδερίνες της αυλής κι ερχότανε να της κάνουνε παρέα, όλες μαζί, σκάρωναν συναυλία, ας πούμε και χόρταιναν τ’ αφτιά μου μελωδίες σπάνιες για μένα, τον θλιβερό μελετητή άνοστων κειμένων, στα δεκάξη μου.
Τα πρωινά, η καρδερίνα μου ξυπνούσε απ’ όλους πιο μπροστά. Τι κελάηδημα έκανε το πουλί μου; «Ξύπνα, βρε υπναρά», με φώναζε και μου ’λεγε κελαηδιστά και τι καιρό θα κάνει και τι σόι ημέρα θα είναι και η σημερινή, σαν την καφετζού. Την καταλάβαινα! Ήταν ο φτερωτός προφήτης μου. Μέχρι κι αν πάω στα μαθήματα καλά, μου έλεγε η καρδιοκλέφτρα.
Ένα πρωί που σηκώθηκα μαχμουρλής, τους βρήκα να καυγαδίζουν οι δυο τους και τους μάλωσα.
«Χώνεται στη δουλειά μου», μου ‘λεγε ο κούκος με ύφος αυστηρό. «Μια χαζοχαρούμενη είναι, που από ρολόι ιδέα μια δεν έχει και τσιτσιρίζει τα πρωινά, όποια ώρα της κατέβη και χοροπηδά σαν τσαρλατάνος στο κλουβί και τρώει τζάμπα και πίνει τζάμπα και το χειρότερο, χέζεται μέσα στο σπίτι της κι εσύ τρέχεις να καθαρίσεις τα κακά της, η βρωμιάρα! Εγώ, τι σου ζήτησα μέχρι τα τώρα, με λες; Τίποτε δεν σου ζήτησα! Ούτε φαί θέλω ούτε νερό. Δεν κάνω τα κακά μου στο σπιτάκι μου, δεν κουβαλάω φίλους μου απ’ έξω, να σκαρώνω πάρτι με κανναβούρι, δεν αγαπώ δεν μ’ αγαπάνε, λίγο λαδάκι, μη και σκουριάσω, σου ζητώ και τίποτε, μα τίποτε άλλο».
Δίκιο είχε.
Η άλλη πάλι, η γλωσσού, δεν καταδεχότανε συγκρίσεις με μηχανόβιους, όπως με είπε. «Εγώ είμαι πράμα φυσικό, πουλί της ομορφιάς, φωνή μελωδίας, αγαπώ και μ’ αγαπάνε, χαίρομαι και λυπάμαι, ερωτεύομαι κι ας μ’ έχεις φυλακισμένη, θα έκανα παιδιά, αν το μπορούσα να ζω μαζί με τον αγαπημένο μου, έστω και μέσα στο κλουβί και τώρα μένω στείρα στη ζωή μου, στείρα! Να με συντηρεί μόνο η ελπίδα, πως κάποτε ο έρωτας θα τρυπώσει στη μοναξιά μου κι η πίκρα της στέρησης θα φύγει πια, από το στόμα μου. Να πετάξω θέλω, μ’ ακούς; Να μην ακούω αυτόν τον κουρδισμένο παλιόκουκο που τον πετάνε τα ελατήρια του, να μου μετρά τη ζωή, με τις μισές σαχλές του, ώρες.
Δίκιο είχε κι αυτή.
«Όμως χωρίς τα μηχανήματα, πώς ζει κανείς;», έκανα μια σκέψη. «Χωρίς τη φύση πάλι, τι νοστιμιά μπορεί να έχει η ζωή του;», γύρισα στα μυαλά μου άλλη μια ερώτηση. «Αϊ στο καλό», είπα μια μέσα μου, που δεν κούταγα, να πάρω αποφάσεις. Τον Κουκοθόδωρο τον ήθελα, να με σκουντάει με το σκουπόξυλο του χρόνου, χωρίς τον χρόνο τι θαρρείτε; Ένα χαζό βραχάκι στάσιμο θα ήμουν, στη λύσσα των κυμάτων. Χωρίς την Καιτούλα μου πάλι, δεν είχα έρωτα ζωής, στεγνός και άγευστος θα ήμουν από αγάπη.
Μα, τι να κάνω;
«Κι οι δυο στον ρόλο σας, ρε σεις!», έβαλα μια φωνή κι αυτά ήλθαν και σωπάσανε, λουφάξανε, μια ακόμη φορά δεν άκουσα καυγάδες αναμεταξύ τους. Συμβιβαστήκανε όπως κι εγώ. Άτομο του συμβιβασμού δεν ήμουν και θα ήμουν; Θα ήμουν.
Ας μονιάσουνε κι αυτά!
_
γράφει ο Γιώργος Ψύλλας
Πόσο όμορφη και τρυφερή η ιστορία σας Γιώργο κι αυτό το χρώμα το βορειοελλαδίτικο στις λέξεις σας, με ξετρέλανε!!! Μπράβο σας!!! Καλή σας μέρα. Με πόσα “κου κου” δεν ξέρω… μα καλή σας μέρα!!!
Δίκιο έχουν και οι δυο τους!! Η ιστορία σας με χιούμορ, με ωραίες περιγραφές με το λεξιλόγιο που και εμένα με ευχαριστεί ιδιαιτέρως και με ένα ωραιότατο μήνυμα! Μπράβο!