Σ’ ετούτο τον τόπο, γη νησιωτική, με την ακτογραμμή της
να χωρίζει τους ανθρώπους από τα όνειρα.
Παιδιά δεν μεγαλώνουν στη γη αυτή.
Αυτόχειρα όλα τράβηξαν για τις βουνοκορφές του θανάτου,
αυτές τις ξασπρισμένες από τον πάγο των ψυχών κορφές
με τις νάρκες της συνείδησης να κρύβονται σαπισμένες στο υγρό χιόνι.
Σ’ αυτόν τον τόπο, στις πέτρες του φυτρώνουν γιασεμιά
και η θάλασσα μια απέραντη δακρύων έκταση
με τα βράχια κυρτωμένες των ανθρώπων να είναι ράχες.
Αγκάθια για σκουλαρίκια στολίζουν τους ανθρώπους.
Αρχαιολόγοι ανακάλυψαν στις ανασκαφές το ανάκλιντρο του χάροντα.
Σκελετωμένος κι αυτός κουράστηκε το δικό του να προσμένει τέλος.
– Γρήγορα, φυτέψτε το ξανά στη γη.
– Αυτά δεν αρέσουν στους τουρίστες.
– Αυτοί συνήθισαν να μεθοκοπούν στις πλατείες των εκκλησιών
των άλλοτε ψαροχωριών μας.
– Μην τους μιλάτε για το θανατικό που ξέσπασε εδώ και χρόνια τώρα.
– Θα φύγουν κι εμείς τι θα απογίνουμε μετά;
– Θα μείνουμε και πάλι με το θανατικό;
Η ξέρα αυτή μια της Αφροδίτης ερωτική κλίνη
που τώρα οι κάτοικοι της- άλλοτε πιστοί στα όργια- μετοίκησαν εν τόπω χλοερό.
Ένας παπάς απέμεινε στο μοναστήρι του Μαχαιρά
να σπέρνει τα δόντια του ταύρου που διαμέλισε ο Άδωνης
προτού ο Παύλος με το χιτώνιο του καλόγερου να του ντύσει τους ώμους.
Και πίσω του στρατιές νεκρών με ξεχαρβαλωμένα τα κόκκαλα
μα έχοντας στα χέρια ακόμη το αντίδωρο της πρωινής λειτουργίας.
Κι ας μην είχαν δόντια για να το φάνε.
– Σταμάτα. Έχουμε γίνει πια νεκρόφιλοι. Πιστοί σε εικονίσματα και σε αγιογραφίες.
Σκέλεθρα αγίων πια προσκυνούμε και φοβόμαστε, φοβόμαστε.
– Όλο και πιο πολύ φοβόμαστε
– Δεν είδα Άγιο σε τούτον τον τόπο, μήτε σωμάτων και ψυχών ανάσταση.
Παρά μόνο ένα κουφάρι φαγωμένο από τους κύνες λιαζόταν στο θερινό λιοστάσι.
Κι απέναντι του η θάλασσα πνιγμένη στα αμπέλια και στα λιόδεντρα.
– Όμορφη που είναι η θάλασσα, Αύγουστο μήνα. Πεθύμησα τη θάλασσα.
Τη δική μου θάλασσα. Οι άλλες είναι αλλιώτικες.
Δεν έχουν το ξεθωριασμένο αυτό χρώμα της,
το πυκνό της αλάτι και τις φωνές από τα απέναντι δωμάτια των εραστών
ή των ετοιμοθάνατων.
Σ’ αυτήν που κολύμπησα τα όνειρα μου,
που λούστηκα ένα βράδυ τ’ Αυγούστου,
τότε πριν ξεσπάσει το θανατικό.
Σ’ αυτήν που κρυβόμουν στα βράχια,
που έστηνα καρτέρι στα καβούρια και με γυμνά χέρια
στρίμωχνα τα μάτια μου στις δαγκάνες τους.
– Βρωμάει ο τόπος σας πτωμαΐνη. Σας σιχάθηκα.
– Καταραμένε πλάστη των λέξεων, επάνω μας της ψυχής σου το έρεβος
σαν σύννεφο ρίχνεις.
– Βρωμάει ο τόπος μας πτωμαΐνη. Μας σιχάθηκα.
_
γράφει ο Αντρέας Πολυκάρπου
τον ένιωσα τον τόπο αυτόν που περιγράψατε…τον είδα..ή μάλλον τον εχω δει…όπως επίσης πεθύμησα και εκείνη τη θάλασσα που κολουμπούσαν τα όνειρά μας…
πολύ ιδιαίτερο αυτό σας το ποίημα….ο διάλογος που έχετε βάλει δίνει μια θεατρικότητα που αυξάνει την έντασή του.
την καλησπέρα μου
Σας ευχαριστω πολυ