Πρώτη μου φορά γράφω γράμμα και δεν ξέρω πως να το αρχίσω. Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να σε χαιρετήσω.
Είναι και όλα αυτά που πρέπει να σου γράψω και δυσκολεύομαι πολύ. Μετά από δεκαεφτά χρόνια έρευνας, αγωνίας και απογοήτευσης, σήμερα έμαθα εντελώς τυχαία, για το που βρίσκεσαι. Σ’ έχασα, μετά από απόφαση της μητέρας σου, από την ηλικία των πέντε μηνών σου. Θυμάμαι ένα μωρό, με μάτια καταπράσινα, γεμάτα ζωηράδα και εξυπνάδα. Ήσουν ένα όμορφο μωρό, που όταν μ’ αντίκριζε, πάντα χαμογελούσε κι άπλωνε τα χέρια του, για να το πάρω αγκαλιά. Ήταν σα να καταλάβαινες το τι επρόκειτο να συμβεί και απλώνοντας τα χέρια, μου ζητούσες να σε σώσω. Εγώ όμως, αν και μεγάλος, ποτέ δεν κατάλαβα τί εννοούσες με το άπλωμα των χεριών σου. Ήταν και που δε μιλούσες ακόμη. Έπρεπε να το είχα καταλάβει. Όταν η μητέρα σου, σ’ έδωσε σ’ άλλη οικογένεια, τότε ένοιωσα, τόσο βλάκας και ηλίθιος που όμοιός του δεν υπάρχει στον κόσμο. Ποτέ δεν κατάλαβα πως το άπλωμα των χεριών σου ήταν «σώσε με».
Απ’ την ώρα που ήρθες στη ζωή μου, ήμουνα τόσο χαρούμενος και γεμάτος, όσο ποτέ άλλοτε. Ήσουν ο γιός μου. Ο διάδοχός μου. Καταλαβαίνεις τί σημαίνει όλο αυτό για μένα, τον Έλληνα πατέρα. Με τη γέννησή σου, κερνούσα όποιον έβρισκα μπροστά μου. Ακόμη και σήμερα κερνάω για να πιούν στην υγειά σου. Τι κι αν δεν σε έζησα. Τι κι αν δεν έπαιξα με τα στρατιωτάκια σου. Εγώ συνεχίζω να πίνω και να κερνάω, για την υγειά σου.
Κάποιος άλλος πήρε τη θέση μου. Κάποιος που σ’ αγκάλιασε, σ’ αγάπησε, σου έμαθε πολλά κι έπαιξε με τα στρατιωτάκια σου. Σήμερα λοιπόν, που έμαθα για το που βρίσκεσαι, σε καλώ να έρθεις να παίξουμε με τα στρατιωτάκια σου. Έχω όλη τη συλλογή που διαφήμιζε η τηλεόραση. Τα έχω στο πάνω ράφι της βιβλιοθήκης του δωματίου σου. Πάντα μέσα στο σπίτι μου, είχα το δωμάτιό σου. Πάντα περίμενα το θαύμα της εμφάνισής σου. Αν και σήμερα κοντεύεις την ενηλικίωσή σου, εγώ θα σε περιμένω να παίξουμε με τα στρατιωτάκια στο δωμάτιό σου.
Δυστυχώς δεν πρόλαβα να σου δώσω τ’ όνομα του παππού σου. Έμαθα πως λέγεσαι Απόλλωνας, όπως ο αρχαίος θεός. Ο παππού σου ο Αλέξανδρος, έφυγε μ’ αυτό το παράπονο. Δεν είχε διάδοχο. Μαζί με την ψυχή του, πήρε και τ’ όνομά του μια για πάντα.
Την μητέρα σου δεν την έχω ξαναδεί από τότε. Όπως απέρριψε εσένα, έτσι κι εμένα. Δεν είναι η ώρα για απόδοση ευθυνών. Είναι η ώρα για αλήθειες. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχουν γιατί. Όσες απαντήσεις κι αν σου δοθούν, καμιά δε θα γεμίσει το κενό των δεκαοκτώ χρόνων. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε παρέα είναι να είμαστε σύμμαχοι στο παιχνίδι με τα στρατιωτάκια.
Πάμε παρέα στο δωμάτιό σου, να ξεκινήσουμε από εκεί που τ’ αφήσαμε; Πάμε να διαλέξουμε το χρώμα που θα βάψουμε το δωμάτιό σου; Διάλεξε όποια στρατιωτάκια θέλεις, αρκεί να ορκιστούμε αιώνιοι σύμμαχοι. Κρατάω στα χέρια μου, όλη την παλέτα των χρωμάτων. Μένω ακίνητος, καταμεσής του δωματίου σου, σαν στρατιωτάκι.
Θα πάρω ζωή και θα δώσω κίνηση, μόνο όταν έρθεις στο δωμάτιό σου και μου πεις: «είμαι έτοιμος σύμμαχε. Πάμε να κατατροπώσουμε τον εχθρό;»
Γιώργος Μήλιος.
Ο πατέρας σου.
_
γράφει ο Χρήστος Βαλκάνης
Mου άρεσε πάρα πολύ!!
σας ευχαριστώ θερμά για το σχόλιό σας.