Τραβάω τα μαλλιά μου δυνατά. Θέλω να τα ξεριζώσω. Να τα πετάξω όλα στο πάτωμα. Ή πάνω της. Καλύτερα πάνω της. Είναι η έντασή της τέτοια που ταράζει όλο το ψυχικό μου σύμπαν. Την τρέμω και τη μισώ μαζί. Μα πάνω από όλα και όλους, παντού θα πω ότι τη θαυμάζω.
Μόλις είχα γυρίσει από το κομμωτήριο. Οι πελάτες μέσα θαύμαζαν τα κατάμαυρα μαλλιά μου και τους κυματισμούς τους. «Κοπέλα μου έτσι να τα κάνεις. Είσαι μια κούκλα!» μου είπε μια κυρία με το κουβά από πάνω της, που την έβραζε για να πετύχει η βαφή της. Τα λόγια της με κάνανε να νιώσω μουδιασμένη. Άκου κούκλα! Ήθελα να της πω ότι έχει ξεχάσει να φορέσει τα γυαλιά της ή ότι η βαφή της πείραξε την όραση, μα αρκέστηκα σε ένα κατέβασμα του κεφαλιού. Χωρίς ευχαριστώ. Να ευχαριστήσω για ποιο λόγο εξάλλου; Ευχαριστείς όταν πιστεύεις ότι αυτό που σου λένε όντως ισχύει. Αλλιώς τι να πεις. Ευχαριστώ για το ψέμα σας είστε τόσο καλή σε αυτά! Χα…
Η αλήθεια είναι ότι δεν πήγαινα ποτέ συχνά σε τέτοια μέρη. Δεν ήταν για μένα. Όλα τούτα τα «μποτέ». Η ομορφιά δε μου ταίριαζε. Μάλλον εγώ δεν της ταίριαζα. Στην οικογένειά μας ήταν μοιρασμένα όλα αυτά. Κι εγώ δεν είχα λάβει από δαύτο. Όλα κι όλα. Ήξερα μόνο ότι είχα χρέος να γελάνε όλοι τους. Και να τους γελάω. Έτσι το έφτιαξα. Το χαμόγελό μου. Σπάνιο λέμε. Γυμνασμένο. Με ατελείωτες εσωτερικές πρόβες. Για να είναι οκ. Το πιο όμορφο που είχε δει κανείς, μου λέγανε συχνά. Το πιο γλυκό. Το πιο καλοσυνάτο. Γέμιζα με τούτους τους χαρακτηρισμούς. Και αρκούσαν σε κάτι που δεν αρκούσε.
Καμιά φορά, μην γελάσεις, δεν ένιωθα ότι είχα σώμα, χέρια, πόδια, μάτια, μαλλιά όλα αυτά που είχαν οι υπόλοιποι. Πολλές φορές ένιωθα απλά ότι είχα ένα χαμόγελο που περπάταγε. Ήταν πάντα σχηματισμένο παντός καιρού που λένε. Για να δίνει. Να μοιράζει. Να επηρεάζει. Να καλύπτει. Κι ύστερα να φτιάχνει αμνησίες, κουκουλώνοντας όλες τις δύσκολες εκείνες στιγμές που το μόνο που επιθυμούσε ήταν να γεμίσει από δάκρυα.
Μα τα χαμόγελα δεν κλαίνε ρε.
Με κοίταζε που λες με το περιποιημένο μου μαλλί με ζήλεια. Στεκόταν παγωμένη. Έβραζε. Την έβλεπα να αλλάζει χρώματα. Να αγκυλώνει το πρόσωπό της. Να τεντώνουν οι φλέβες της. Δε γίνεται να ανατρέπονται έτσι τα δεδομένα της. Τα δεδομένα μιας οικογένειας. Πώς γινόταν να διεκδικώ μια τέτοια ομορφιά. Θράσος το λιγότερο. Για εκείνη ήμουν κλέφτρα. Της έκλεβα κάτι που έπρεπε να έχει μόνο αυτή. Και μαζί με αυτό, της έκλεβα την αποκλειστικότητα των σχολίων που θα άκουγε σήμερα. Δεν χωράγαμε και οι δυο μας στο ίδιο μέρος. Κλέφτρα. Και σαν κλέφτρα που πιάστηκε στα πράσα ένιωθα και εγώ. Και σαν κλέφτρα δεχόμουν τις φωνές της.
«Πήγες και έκανες τα ίδια μαλλιά με εμένα! Σήμερα. Που είναι η μέρα μου! Τι αδερφή είσαι εσύ! Να μου χαλάσεις τη μέρα! Μόνο αυτό θες!» Την άκουγα με έναν θυμό μέσα μου που δεν μπορούσα να τον διαχειριστώ. Βασικά δεν ήξερα καν ότι ήταν θυμός. Για να ονομάσεις το συναίσθημά σου θα πρέπει κάποιος να σου το έχει ονομάσει. Να… Τώρα είσαι λυπημένη. Τώρα είσαι θυμωμένη. Τώρα είσαι χαρούμενη. Εγώ τι ήμουν; Εγώ δεν έμαθα ποτέ τι ήμουν. Εγώ ήμουν απλά χαμογελαστή. Αυτή τη στιγμή όμως έτρεμα. Κοκκίνιζε το πρόσωπό μου αλλά όχι από ντροπή. Ένιωθα ότι πέρναγα ξανά την εφηβεία μου. Τι ξανά; Πότε την πέρασα; Πότε χτύπησα μια πόρτα; Πότε τους διαολόστειλα όλους; Πότε τους αμφισβήτησα; Ξεράδια λοιπόν. Ούτε που ήξερα η χαζή τι είναι η εφηβεία. Το διάβαζα μόνο σε ένα από τα βιβλία της Βαμβουνάκη και μου ταίριαζε. Ότι περνάς λέει από πολλές εφηβείες. Μου ταίριαξε να έχεις πολλές. Τις ένιωθα σαν ευκαιρίες. Και τις επιθυμούσα να είναι πολλές μπας και κερδίσω και εγώ καμιά. Να νιώθω ότι κάποια στιγμή, κάποια από όλες αυτές θα τη νιώσω και θα πράξω σαν τρελαμένη έφηβη.
Άκου ίδια! Δε μοιάζουμε σε τίποτα. Ούτε στα χρώματα, ούτε στα μαλλιά, ούτε στο πρόσωπο, ούτε στο μήκος των μαλλιών ούτε σε τίποτα. Και όμως εκείνη τη στιγμή ήμουν ίδια με εκείνη. Γιατί εκείνη τη στιγμή το μόνο που έβλεπε πάνω μου ήταν ότι ήμουν όμορφη τελικά και αυτό την έκανε να εξαγριωθεί. Για εκείνη υπήρχε μία ομορφιά. Αυτή που έβλεπε στον καθρέφτη της. Και αυτή έπρεπε να ήταν αποκλειστική. Όπως το διδάχτηκε. Τέλος.
Δεν την άντεχα άλλο. Πνιγόμουν. Τελικά την προσπέρασα. Πήρα φόρα και χτύπησα την πόρτα, αφήνοντάς την να φωνάζει. Κάθισα με τις ώρες στο πάρκο της γειτονιάς και έκλαιγα. Θέαμα κανονικό. Και τζάμπα. Δεν ήξερα γιατί έκλαιγα. Πού να ήξερα η δειλή. Ένιωθα μια αδικία που ούτε που ήξερα να την ονομάσω. Κι ύστερα ένιωθα μια ενοχή σαν αμαρτία. Εγώ, ένα χαμόγελο που ήταν μόνο χαμόγελο, είχα αποφασίσει να γίνω και κάτι άλλο. Γυναίκα. Μια όμορφη γυναίκα. Τελικά, να δεις ήταν εφηβεία. Στα γεράματά της. Και όμως ήταν. Για πρώτη φορά έκανα μια επανάσταση. Σε εμένα. Στην οικογένειά μου. Και όπως κάθε έκβαση μιας ανάλογης εφηβικής επανάστασης, έφαγα κι εγώ τα μούτρα μου. Ή μάλλον τα μάζεψα. Τα πακέταρα όλα πάλι με ένα χαμόγελο περιτύλιγμα και πήρα το δρόμο της υποταγής.
Με ένα άδειο βλέμμα πήγα σε ένα διαφορετικό κομμωτήριο. Με είδαν θλιμμένα οι κοπέλες εκεί. Θα πρέπει να ήμουν μοναδική περίπτωση. Λογικά θα τους φάνηκα το λιγότερο μανιοκαταθλιπτική αλλά αυτό μου προκαλούσε μια απροσδιόριστη ζεστασιά σαν αγκαλιά. Για λίγο τις ένιωσα φίλες μου. Οικογένειά μου. Για φαντάσου…
«Θέλω να τα αλλάξω. Οτιδήποτε διαφορετικό από αυτό που είναι τώρα. Να μη μου μοιάζω καθόλου!» τους είπα. Να μην της μοιάζω καθόλου, σκέφτηκα…
_
γράφει η Alma Libre
Που το βρήκες όλο αυτό το συναίσθημα και πως κατάφερες να το κλείσεις σε ένα σχετικά μικρό γι αυτό κείμενο;;;!!!!
Πολύ όμορφο και όμορφα δοσμένο… Μπορούσε να είναι ένα κεφάλαιο κάποιου πολύ αξιόλογου βιβλίου… Μπράβο!
Ξεχωριστή Alma!!!!Απ΄τον τίτλο του κειμένου ξεχωρίζεις. Αληθινά και χωρίς “μποτέ”!!
Κλαίνε Alma μου κλαίνε!!!!!! Συγκλονιστικό το κείμενό σου και θα συμφωνήσω και με την αγαπημένη μου Άννα ξεχωριστά τα κείμενα από μια ξεχωριστή ψυχή!!!!!!!
Δεν το βρήκα. Το έγραψα. Αξιόλογο βιβλίο. Με κάνατε να κοκκινήσω… Ευχαριστώ…
Σας ευχαριστώ. Χωρίς μποτέ…
Κλαίνε ναι…κι ας χαμογελούν…όταν χαμογελούν κλαίνε περισσότερο καμιά φορά… Σας ευχαριστώ..