Έλυσες τις μακριές χρυσές πλεξούδες,
1922 και πέσαν στον ώμο τα μαλλιά κι οι μνήμες.
Νόημα δεν είχε πια μαζί σου να τις κουβαλάς.
Ξενιτεμένος μαχαλάς, τα όνειρα και η ζωή σου.
Στριμωγμένα τα χρόνια και τ’ αγγίγματα
στην πέτσινη βαλίτσα.
Στην ανάσα ενός τρένου που βροντά και τρέμει στα διαζώματα,
τρέμει η ψυχή στα άγρια ξημερώματα.
Λιθόστρωτα καντούνια γεμίζουν με βήματα και μια ηχώ σπαρακτική.
Μάτια κρεμασμένα στο κενό, στα μαύρα σύννεφα.
Χέρια διψασμένα για ουρανό και έρωτα,
και δυο χορδές ξεριζωμένες στην καρδιά σου.
Τη Λησμονιά, μα πιο πολύ τη Νοσταλγία, δεν αγάπησε κανείς.
Είναι θαρρείς το πρόσωπο μου ξένο,
σαν θέλεις να με θυμηθείς και δεν μπορείς.
Χρόνια μετά σωπαίνεις στις Εθνικές εορτές.
Καλά τυλιγμένη στο καφέ παλτό σου ξεμακραίνεις,
( έχοντας αφήσει πίσω ένα λουλούδι ).
Τις πλεξούδες δεν τις έκανες ξανά ποτές∙
γιατί όσα περάσανε στο χθες, για εσένα δεν εμοιάσανε τραγούδι
είναι καιρός λοιπόν ρωμιέ την σμύρνη να ξεχάσεις
να την αφήσεις να καεί για να την ξεπεράσεις
κι όταν στον αποκαίδιων της την θέα πια δεν κλάψεις
τότε θα είσαι έτοιμος για να την ξαναφτιάξεις.