Αν ήσουνα από νησί
παινεμένο, ξακουσμένο
ιδέα έχασα με μιας
και σ’ έχω ξεγραμμένο.
Για φίλο σε λογάριαζα
κομμάτι δικό μου
συνεργάτη σ’ έκαμα
μα συλλογιζόσουν το κακό μου.
Γι’ αυτό και διέγραψα
εντελώς απ’ τη μνήμη
σπιθαμή προς σπιθαμή
πράμα να μη μείνει.
Αλήθεια εφάνταζαν
τα λόγια που εσύ είπες
μα φθόνο και κακοτοπιές
πίκρες και λύπες
Τα μόνα που κατάφερες
εσύ να χαρίσεις
σ’ άνθρωπο που θέλησε
εσέ να στηρίξει
μα λεβεντιά δεν είχες.
Πισώπλατα μαχαιρώματα
κι αν μου ’μαθε να παίρνω
η ζωή από παθήματα
εγώ στο διάολο τα στέλνω.
Μένω μονάχα
με το πέταγμά μου
που αίσια ακόλουθοι
στέκονται σιμά μου.
Αυτοί που είδαν σε εμέ
αετίσια τη ματιά μου
με περηφάνια και στοργή
σεβασμό αντικατοπτρίζω στα γραφτά μου.
Αυτά που μαρτυρούν
του καθενός τη λήθεια
και δεν γίνονται
όπως κάποιοι τυχάρπαστοι
δράκοι για παραμύθια.
Όσο κι αν σκέφτονται
στ’ αρρωστημένο του Εγώ μυαλό τους
τελευταία είναι η φορά
που ασχολούμαι με το μισεμό τους.
Απ’ τη δική μου τη γραφή,
νου, ψυχή, καρδιά μου
αφού αδειάσαν παντελώς μνήμες κι αισθήματά μου
Θα προσέχω μοναχά
ανθρώπους τους δικούς μου
φάροι άσβεστοι
στην ύπαρξη του σκεπτικισμού και του ψυχισμού μου.
Τσακαλάκι;
–
γράφει η Άννα Ζανιδάκη
Κατάθεση ψυχής!Μπράβο , Άννα…
Ένας χείμαρος το ποιήμα σου!!!
Όμορφοι στίχοι!Μπράβο Άννα!
Σας ευχαριστω θερμα!!