Κάθιδρος και αφαλατωμένος, ο Θεόδωρος Υφ. άνοιξε, νωρίς το μεσημέρι της επομένης που συμπλήρωσε τα 74 του χρόνια, την πόρτα του τριανταπεντάχρονου παλιού ψυγείου του. Έβγαλε τη μια από τις δυο γυάλινες μπουκάλες με νερό που κρατούσε μόνιμα μέσα, και ήπιε με λαχτάρα από το στόμιό της. Παρόλο τον καύσωνα του Αυγούστου ωστόσο, το νεράκι είχε μια σκληράδα καθώς κατέβαινε κρύο στον φάρυγγά του. Σαν να τον έγδερνε, και ο Θεόδωρος μόρφασε, πονεμένος. Δυο λεπτά μετά, άκουσε τα τρία κλασικά, κοφτά, συνθηματικά χτυπήματα στην εξώπορτα και κατάλαβε ότι ήταν η διαχειρίστρια, η κυρία Π., γιατί πάντα αυτή χτυπούσε με αυτόν τον τρόπο. Αυτοματοποιημένα πήγε και σήκωσε το χαρτί με τα κοινόχρηστα από χάμω που είχε ριχθεί από τη σχισμή. Στεναχωρήθηκε όταν είδε τα ξεραμένα ζουμιά από τις φέτες καρπούζι που έβαζε στις σακούλες σκουπιδιών στο χωλ. Να τα καθαρίσω πάλι μετά, σκέφτηκε, ευτυχώς πήρα χθες καινούργια χλωρίνη. Και τα κοινόχρηστα δεν ήταν πολλά, τον χειμώνα όμως πάλι θα είναι.
Άκουσε την Π. που έπαιρνε το ασανσέρ και έφευγε. Τουλάχιστον είναι μια ψυχή επιπλέον μες στο κτίριο, σκέφτηκε ο Υφ. Δυο τρία διαμερίσματα με συνταξιούχους ένοικους, έχουμε μείνει Αθήνα στο Δεκαπενταύγουστο, ας είναι και η Π. εδώ, να κάνει μπούγιο.
Γύρισε στην κουζίνα, και κοίταξε έξω από το μεγάλο παράθυρο, που έβλεπε σε όλη τη γειτονιά, από τη δυτική της πλευρά. Ησυχία μεγάλη, και η κυρία Ζ. για πολλοστή μέρα δεν εμφανίζεται στη βεράντα της μονοκατοικίας της, στο βάθος της θέας. Την είχαν πάρει άραγε στις διακοπές τους τα παιδιά και τα εγγόνια της μαζί, ή άλλος την είχε πάρει, και μόνιμα;
Του έλειπε. Θα του ήταν πλήγμα να τη χάσει, από το οπτικό του πεδίο, ύστερα από πολλά χρόνια οπτικής γειτονίας
Λίγο είχε ακούσει τη φωνή της, σε κάτι καλημερίσματά της με άλλες κυρίες στις παραδίπλα δρόμους, στο μινι μάρκετ, ή στη στάση, που περίμεναν καμιά φορά μαζί.
Ο Θεόδωρος απασφάλισε την πόρτα του διαμερίσματός του, και κατέβηκε. Είναι ανοιχτό ένα φαρμακείο σήμερα, πέντε δρόμους πιο κάτω.
‘Τι να πάρω όμως;...Ίσως ζητήσω από το παιδί εκεί κάτι σαν χανζαπλάστ, ή ιώδιο. …Σχεδόν άδειοι όντως οι δρόμοι, κυρίως ξένοι, και γέροι, μείναμε πίσω’.
Λίγο μετά, μέσα στο φαρμακείο, βλέπει εκεί που δεν το περίμενε την κυρία Ζ. Τη βλέπει από πίσω. Την αναγνωρίζει αμέσως. Όλο το νερό και όλο το αλάτι που του είχε σωθεί, σαν να γύρισαν ξανά. Ώστε είναι μια χαρά, η κυρία.
Πλησιάζει τον πάγκο, και ο νεαρός στέκεται και εξυπηρετεί. Η κυρία Ζ. γυρίζει και κοιτά τον κύριο Υφ. Τον ξέρει οπτικά και αυτή, αλλά τυπικά δεν χαιρετιούνται και πολύ.
Ο Θεόδωρος κάνει μια κίνηση, σαν για να ακουμπήσει το χέρι του πάνω στον πάγκο στα δεξιά, αλλά, σκόπιμα ή αθέλητα, της πιάνει το δικό της χέρι που ήταν εκεί.
«Με συγχωρείτε», της λέει, και το τραβά πάλι.
Η κυρία Ζ. ένα λεπτό ύστερα έχει φύγει, και ο κύριος Υφ. προμηθεύεται τους λευκοπλάστες του και αναχωρεί επίσης
Στο δρόμο της επιστροφής, αισθάνεται το εσωτερικό του καρπού του, σαν να έχει ακόμα το άγγιγμα της κυρίας Ζ. μέσα, σαν ένα χνούδι στο δέρμα του, σαν το πέρασμα ενός ‘κλέφτη’ πάνω από το πετσί του.
_
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Χαίρομαι πολύ Ειρήνη μου, που διαβάζω ένα ακόμα από τα εξαιρετικά σου κείμενα και αυτό ειδικά εδώ σ’ αυτό τον φιλόξενο διαδικτυακό χώρο και εύχομαι σύντομα να διαβάσουμε και να δούμε και την υπόλοιπη δουλειά σου, όπως τα επιγράμματα, με τις εκπληκτικές εικόνες που τα συνοδεύουν!
Σε ευχαριστώ πολύ Στεφανία μου για τα καλά σου λόγια και τις ευχές σου πάντα.