Kοιτάζει τη θάλασσα να αλλάζει σχήματα, χρώματα και μορφές. Nα λικνίζεται και να παραδέρνει σ’ έναν ερωτικό χορό αγκαλιά με το μελτέμι, να τινάζεται και να σπάει σε χίλια κομμάτια.
Με το πινέλο ανακατεύει το μπλε χρώμα με το λευκό και στον καμβά αποτυπώνεται το πάθος της θάλασσας και του μελτεμιού. Μια λευκή δαντέλα γίνεται όμηρος και μάρτυρας της πολιορκίας και του έρωτα. Είναι το Ασπρονήσι. Το νησί του, που σαν ρουφήχτρα τον τραβάει και τον γυρίζει πίσω στο χρόνο, τότε που θα ’ταν οκτώ χρονών περίπου. Πού να θυμάται. Μισός αιώνας πέρασε από τότε…
Πρώτη μέρα στο σχολείο και η δασκάλα ζήτησε από τους μαθητές να ζωγραφίσουν τον τόπο τους. Ο Κωνσταντής πήρε έναν μπλε μαρκαδόρο και γέμισε με χρώμα το χαρτί, αφήνοντας μονάχα ένα λευκό κενό, όμοιο με δαντέλα
-Είναι το νησί μου, είπε, δείχνοντας τη ζωγραφιά σε όλη την τάξη.
Πώς το λένε το νησί σου ; τον ρώτησε η δασκάλα.
Δεν ήξερε να απαντήσει. Ντράπηκε.
– Άσπρο νησί, ψέλλισε.
-Ασπρονήσι;
-Ναι, Ασπρονήσι, είπε θαρρετά και το νησί του απέκτησε όνομα.
Η ζωγραφιά του στόλισε τον τοίχο της τάξης ανάμεσα σε άλλες. Και κάθε φορά που βαριόταν το μάθημα, κοιτούσε προς το μέρος της και ταξίδευε σε μέρη ανεμελιάς…
7.30 το πρωί και το πλοίο αποχαιρέτησε το λιμάνι. Ο Κωνσταντής ανέβηκε νωρίς πάνω στο κατάστρωμα. Πάντα εκεί του άρεσε να ταξιδεύει. Ήθελε να νιώθει την αρμύρα της θάλασσας, το δροσερό αεράκι και την ελευθερία που του έδινε ο ουρανός. Πιάστηκε από την κουπαστή και ακολουθούσε με τα μάτια το μονοπάτι της θάλασσας. Τα κύματα όμοια με δάφνες πανηγύριζαν το νόστο του ξενιτεμένου.
Η λαχτάρα της προσμονής, για ένα ταξίδι σε έναν τόπο που ήταν συνυφασμένος με τις παιδικές του αναμνήσεις, μόνο με χαρά τον γέμιζε.
Αγόρασε ένα καφέ και δυο κουλούρια. Ο καφές ήταν γι’ αυτόν και τα κουλούρια για τους γλάρους. Πάντα αγόραζε κουλούρια για τους γλάρους. Δεν ήταν απλά μια συνήθεια, αλλά ένα φίλεμα στους συνταξιδιώτες του και προπομπούς της απλότητας και της αρμονίας. Του άρεσε να βλέπει το άνοιγμα και το ζύγιασμα των φτερών τους και τη ζεστασιά με την οποία αγκάλιαζαν τον ουρανό.
Σαν την μέλισσα που μαζεύει το νέκταρ, έτσι κι εκείνος μάζευε εικόνες… Από μικρός ήθελε να γίνει ζωγράφος. Πού να το ακούσει ο πατέρας του. Οικονομικά σπούδασε και δούλευε σε μια μεγάλη εταιρία.
Ήταν η δουλειά που ικανοποιούσε τις ανάγκες της καθημερινότητας. Τον ελεύθερο χρόνο όμως κλεινόταν στο εργαστήρι του και ανάμεσα στις μπογιές, τα πινέλα και τους καμβάδες γέμιζε με χρώματα τα «θέλω» της ψυχής του.
Κάθισε στο παγκάκι του πλοίου και άρχισε να κάνει σχέδια για όσο θα έμενε στο νησί.
Όταν θα έφτανε, την ώρα του δειλινού, θα περνούσε πρώτα από το καφενείο για να βρει τον Γιώργη και τον Αναστάση, φιλαράκια από τα παλιά. Θα έλεγαν παλιά και νέα και θα έπιναν το ουζάκι τους με μεζέδες, από κείνους που κερνά η θάλασσα. Αυτό το καφενεδάκι, με τους άσπρους τοίχους και τις γαλάζιες καρέκλες, ήταν το αραξοβόλι της σκέψης του, κάθε φορά που η καθημερινότητα έπεφτε σε τρικυμία.
Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, θα ανέβαινε στο λόφο έχοντας για συντροφιά το θυμάρι, τη ρίγανη και τον ασφόδελο και θα κοιτούσε το νησί από ψηλά. Δεν ήταν δα και μεγάλο. Έμοιαζε σαν κάποιο αόρατο χέρι να το είχε ακουμπήσει τρυφερά εκεί, για να το προσέχουν τα κύματα και οι αγέρηδες του Αιγαίου.
Μετά θα κατηφόριζε στα σοκάκια ανάμεσα σε κατάλευκα σπιτάκια, με αυλές γεμάτες βουκαμβίλιες και θα μοιραζόταν καλημέρες και χαμόγελα με μυρωδιά δυόσμου και βασιλικού…
Τα μεσημέρια, την ώρα που η φύση λιώνει στο καυτό φιλί του ήλιου, εκείνος θα καθόταν στη βεράντα και θα ζωγράφιζε τη θάλασσα να χουζουρεύει πάνω στην αιώρα της και να νανουρίζεται από το τραγούδι του τζίτζικα και το μουρμούρισμα του φλοίσβου. Του άρεσε αυτή η ώρα. Είναι η ώρα που τα πάντα σωπαίνουν για ν’ ακουστεί το γέλιο από τη χαρά της πεταλούδας, ο ενθουσιασμός από τη δημιουργία της μέλισσας και το παραμιλητό από το μοναχικό σούρσιμο της σαύρας…
Τα βράδια, με τη βάρκα των φίλων του, θα ανοίγονταν στο πέλαγο και κάτω από τα μισόκλειστα βλέφαρα του φεγγαριού, θα έριχναν τα δίχτυα τους…
Το πλοίο άρχισε να κουνάει. Οι σκέψεις έγιναν πουλιά και σκόρπησαν. Το πάθος της θάλασσας και του μελτεμιού φούντωσε κι ο ουρανός σκούρο σεντόνι πάνω στα γυμνά κορμιά τους. Ζαλισμένο το πλοίο έπιασε λιμάνι στο μεγάλο νησί κι ο Κωνσταντής φουρτουνιασμένος έτρεξε να βγάλει εισιτήριο για το πλοιάριο που θα τον πήγαινε στο νησί του.
-Το πλοίο θα μείνει δεμένο για σήμερα και βλέπουμε, του είπε ο καπετάνιος.
Απογοητεύτηκε, αλλά δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο. Ο θεός Αίολος όταν έπινε κανα ποτηράκι παραπάνω, ερχόταν σε μεγάλα κέφια και παράσερνε και το Ασπρονήσι στο μεθύσι του. Κι εκείνο άλλο που δεν ήθελε! Πώς να περάσει ο καιρός στη μέση του πελάγους, χωρίς παιχνίδια και λίγο πείραγμα…
Το Ασπρονήσι είχε μάθει να ζει μόνο και να παλεύει με τα κύματα, αλλά ήταν μαθημένος κι αυτός από σχέδια που δεν έριξαν άγκυρα σε κάποιο λιμάνι.
Έψαξε και βρήκε ξενοδοχείο, με δωμάτιο που έβλεπε στη θάλασσα, μέχρι να κοπάσει ο άνεμος. Έστησε το καβαλέτο δίπλα στο παράθυρο κι άρχισε να κάνει αυτό που έκανε πάντα σε τέτοιες στιγμές. Να ζωγραφίζει με τα μάτια της ψυχής, εικόνες που ήταν χαραγμένες μέσα του.
Κάθεται τώρα μπροστά από τον πίνακά του, τον κοιτάζει και βάζει τα γέλια. Τόσα χρόνια ζωγραφίζει, με πάμπολλες τεχνοτροπίες έχει πειραματιστεί κι αυτός ο πίνακας είναι ίδιος κι απαράλλαχτος με την παιδική του ζωγραφιά.
Κοιτάζει μια τη θάλασσα και μια την λευκή δαντέλα. Η τελευταία, του φαίνεται πως του κλείνει το μάτι και του χαμογελά. Να κάνει λάθος… Μπα… Την έχει μάθει τόσα χρόνια.
Είναι αυτή που πάντα τον παίρνει από το χέρι και τον οδηγεί σε απάνεμα λιμάνια, κάθε φορά που ο άνεμος τού βγάζει απαγορευτικό…
_
γράφει η Χριστίνα Σουλελέ
Η θάλασσα στην αιώρα της, το καυτό φιλί του ήλιου, το παραμιλητό της σαύρας της μοναχικής…
Πανέμορφο το κείμενό σας! Εικόνες, ζεστασιά, τα θέλω της ψυχής τόσο δυνατά σκιαγραφημένα. Ζωγραφίζουν τα ασπρονήσια όλων μας τα λόγια σας…
συγχαρητήρια..
Αυτά τα Ασπρονήσια μάς κρατούν δυνατούς , κάθε φορά που η καθημερινότητα πέφτει σε τρικυμία. Σας ευχαριστώ πολύ!