Καλώς ήρθες ξένε.
-Όχι, δεν είσαι ο πρώτος.
Πολλοί, πριν ακόμα από σένα
απολάμβαναν το απαλό άγγιγμά μου.
Επάνω μου, ξένε
έχουν ξαποστάσει τόσοι άνθρωποι.
Και τόσα όνειρα.
Ένιωθα το κορμί τους να συσπάται,
ενώ η σκέψη τους οργίαζε
σε ιδέες μεγάλες και μακρινές.
Τόσο μεγάλες που,
ακόμα κι όταν είχαν πια φύγει,
αυτές ξέμεναν να αιωρούνται στο αποπνικτικό δωμάτιο.
Σαν μικρά συννεφάκια λύτρωσης.
Οι τοίχοι όμως,
σαν να ‘χουν πια στενέψει.
Τα τόσα όνειρα χαράζουν ρωγμές
στο γερασμένο τσιμέντο.
Πασχίζουν τα σύννεφα να ξεχυθούν στον ουρανό,
Ελεύθερα πια.
Εδώ μέσα ασφυκτιούν.
Μα χωρίς τα όνειρα
και χωρίς άλλους ανθρώπους πια να το επισκέπτονται
τι θ’ απογίνει τούτο το σπίτι;
τι θ’ απογίνω εγώ;
Και αυτή η γυναίκα,
που στέκει πάντοτε απέναντί μου
τι θ’ απογίνει;
Όλη μέρα κρέμεται θαρρείς απ’ το περβάζι
Και κάνει τάχα πως χαίρεται
με το αλαζονικό γέλιο ενός τυχαίου διαβάτη.
Όμως, κρυφά, φθονεί,
που έχει πια χάσει την ελευθερία της.
Μα ετούτοι οι διαβάτες είν’ αδιάφοροι.
Δεν βλέπουν το σπίτι που καταρρέει
Δεν αισθάνονται την μοναξιά,
στο απελπισμένο της βλέμμα.
Μονάχα περνούν και προσπερνούν.
Δεν θέλουν να μας βοηθήσουν.
Δεν είναι πια άνθρωποι
Γιατί άνθρωποι δεν υπάρχουν πια.
Είναι κορμιά χαμένα
που αναζητούν πηγή,
να ξεδιψάσουν τις εφήμερες λύσσες τους.
Κάποιες φορές τη λυπάμαι.
Έτσι όπως αφήνει στο περβάζι
το δεύτερο καφέ.
Πάλι ξεχάστηκε και έφτιαξε δυο.
Μα για ποιον ο δεύτερος;
Δεν θυμάται πως είναι μόνη.
Δεν θυμάται πόσο μόνη.
Εγώ ξένε,
Σ’ αυτό το σπίτι θα τριγυρίζω.
Όχι, δεν πρόκειται να τ’ αφήσω !
Έχουμε δώσει όρκο βαρύ
να μη χωρίσουμε.
Έρχονται όμως φορές που φοβάμαι.
Είναι που και κείνη έχει μεγαλώσει πολύ.
Κι αν φύγει;
Τι θ’ απογίνω;
Δεν θέλω να καταντήσω
άλλη μια σκονισμένη αντίκα.
Τρέμω μήπως περιπέσω
σε χέρια ζεστά και μέρη ψυχρά.
Το πόσα «θέλω» κουβαλώ στα μπράτσα μου,
Πόσα «γιατί» και ακόμα περισσότερα «για πάντα».
Δεν μπορεί να ήταν για το τίποτε
Όλα ετούτα τα όνειρα.
Και φτάνει τώρα εμπρός μου
ο τελευταίος μου προορισμός.
Οι μνήμες να με πνίγουν,
μα να μην μπορώ
Σε κανέναν
να πω την ιστορία μου.
Κι αυτό θα είναι πάντα
το παράπονό μου.
_
γράφει η Ελένη Βαρδαξόγλου
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Δυνατή και αυθεντική γραφή!!Μπράβο!!
Σας ευχαριστώ πολύ !
“Δεν μπορεί να ήταν για το τίποτε
Όλα ετούτα τα όνειρα.”
Ήταν για τα πάντα ενόσω ανάσαιναν – κι ίσως για το τίποτε τώρα που χαθήκαν εκείνοι που ονειρεύονταν…
Πολύ πυκνό και στοχαστικό, φίλη μου Ελένη Βαρδαξόγλου!
Σας ευχαριστώ ιδιαιτέρως !
ένας εξαιρετικά εμπνευσμένος μονόλογος από τη θαυμάσια πένα σου Ελένη… Μπράβο!
Αγαπενη μου μάχη !
Μπράβο…
Ένας μονόλογος που λέει πολλά για τη μοναξιά και τ’ αδιέξοδά μας…
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ !
Ένας μονόλογος που καταγράφει τη σύγχρονη απόγνωση και τη μοναξιά που ακόμα και τα άψυχα ενός σπιτιού τη νιώθουν!!!! Μπράβο!!!!!
Γιατί η ψυχή δεν είναι πάντα χαρακτηριστικό των ανθρώπων. Σας ευχαριστώ !
Ένας πάρα πολύ ωραίος μονόλογος μέσα από τα “μάτια” μιας πολυθρόνας! Μπράβο σας! 🙂