Το δάσος που αντικρίζω στα μάτια σου
είναι εκείνο που ήθελα να μπω και να χαθώ από παιδί.
Το σκοτάδι που καλύπτει την καρδιά σου
το έχω νιώσει
είναι το ίδιο βαρύ πανωφόρι, που βιαστικά έριχνα πάνω μου για να αποφύγω τα ηλίθια βλέμματα των πεινασμένων κορμιών και ήταν φορές που η κούραση με έκανε να ξεχνώ να το βγάλω και έμενε Και έκλειναν οι πόροι και πέθαιναν από την δίψα και την έλλειψη. Ξεχνούσαν και συνήθιζαν.
Τα χρόνια πέρναγαν με ανελέητο ρυθμό, άκαρδα και αδηφάγα και το πετσί έγινε ένα με την ψυχή μου και ξέχασα ποια είμαι αλήθεια… τι ποθώ και τι περιμένω σε τούτο τον δρόμο;
«ζωή λέγεται!» μου φώναζε η μάνα μου και χανόταν με μια τσάντα στον ώμο…
«πού πας;»,
«θα αργήσεις;»,
«μ’ αγαπάς;»… μα είχε ήδη φύγει μακριά.
Δεν ακούγεσαι, σώπασε τώρα… πέρασε και αυτό.
Σιωπή… μα τόσο θόρυβο που κάνουν τα όνειρά σου, τόσο πολύ που σε ξυπνάνε από την λήθη, από τον ύπνο του κορμιού και της ψυχής.
Τόση αναμονή… θα πάρω βαθιά ανάσα και θα κάνω τα βήματα, σταθερά, γρήγορα, φοβισμένα, αλλά θα τα κάνω.
Θα μπω μέσα σου, μέσα από τα μάτια σου και θα σε κατοικίσω.
Σε εκείνο το δάσος, θα προχωρήσουμε μαζί όταν οι φόβοι μας θα’ ναι όλοι εδώ.
[…Σε εκείνο το δάσος, θα πρoχωρήσουμε μαζί, όταν οι φόβοι μας θα ‘ναι όλοι εδω ….] … μα θα είναι ανήμποροι πια να δράσουν και να σκιάσουν το όνειρο … Δυνατή η ιστορία σας Erina!!!!
αληθινή,,,
Σ΄ευχαριστώ Άννα!
Υπέροχο Ερίνα… Δυνατά λόγια…
Σ’ ευχαριστώ Μάχη!