Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα παραθυράκι. Όμορφο, καλοσχηματισμένο, καθαρό. Στεκόταν πάντα ήσυχο. Δεν ενοχλούσε κανέναν. Οι πεταλούδες, το φως, τα μυρμήγκια, όλα τα πλάσματα το πλησίαζαν. Ήθελαν να το δουν. Να θαυμάσουν την ομορφιά του. Να κλέψουν ένα χαμόγελο του. Όμως… τίποτα. Το παραθυράκι στεκόταν ευγενικό, μα κλειστό και λυπημένο…
-Γιατί δεν ανοίγεις παραθυράκι να μπούμε μέσα;
-Να με συμπαθάτε, έλεγε το παραθυράκι, μα δεν θέλω… καλά είμαι και έτσι…
Οι φίλοι του λοιπόν, έφευγαν στεναχωρημένοι. Έβλεπαν το παραθυράκι από μακριά, το θαύμαζαν, αλλά δεν το πλησίαζαν ξανά.
Μόνο ένα αεράκι πήγαινε τακτικά κοντά. Του έκανε παρέα, το χάιδευε απαλά και του σφύριζε γλυκά. Το αεράκι αγαπούσε το παραθυράκι. Ένιωθε πως παρόλο που ήταν κλειστό, είχε αγάπη μέσα του και μια μέρα, ίσως, άνοιγε. Έφευγε, γυρνούσε, ξαναέφευγε, μα πάλι γυρνούσε.
Μια μέρα της άνοιξης, ξαφνικά και απρόσμενα, το παραθυράκι άνοιξε δειλά. Κανείς δεν το κατάλαβε από μακριά. Μόνο το αεράκι που στεκόταν λίγο πιο κοντά. Το αεράκι χαρούμενο πλησίασε περισσότερο και τότε το παραθυράκι κάνει κάτι για πρώτη φορά… Τολμά και αφήνεται. Επιτρέπει στο αεράκι να το σπρώξει απαλά μέχρι ν’ ανοίξει ολότελα. Οι υπόλοιποι φίλοι που είδαν από μακριά τι έγινε, έτρεξαν. Βρίσκει η δροσιά την ευκαιρία και τρυπώνει κάνοντας τσουλήθρα πάνω σε μια ηλιαχτίδα. Μπαίνουν μαζί και απλώνονται στον χώρο. Και όλα…αλλάζουν. Γίνονται φωτεινά και φρέσκα. Μετά, μπαίνει και μια πεταλούδα και ύστερα και μια άλλη. Χορεύουν γύρω από ένα βάζο με λουλούδια. Το πέταγμα τους γεννάει μουσική και έτσι τώρα στο δωμάτιο μπορεί κανείς ν ακούσει μαγικές μελωδίες… Τα λουλούδια στο βάζο χαίρονται και αυτά και μοσχοβολούν πιο έντονα. Έτσι μιλούν στις πεταλούδες. Κάθε ευωδιά και ένας στίχος που τρέχει να ενωθεί με την μελωδία και να γίνει τραγούδι…
Το παραθυράκι είναι χαρούμενο που αφέθηκε στο αεράκι και είδε όλο αυτό το θαύμα να ξεδιπλώνεται μπρος του.
-Σε ευχαριστώ, είπε το παραθυράκι στο αεράκι, καθώς περνούσε απαλά από δίπλα του.
-Και εγώ σε ευχαριστώ, απάντησε το αεράκι. Μέρες σου σφύριζα και περίμενα ν’ ανοίξεις. Νόμιζα ότι θα έμενες για πάντα κλειστό.
-Φοβόμουν να σου ανοίξω. Άκουγα τα σφυρίγματά σου και τρόμαζα. Δεν ήξερα τι θα φέρεις μαζί σου. Νόμιζα ότι θα έρθει η παγωνιά και το κρύο. Και μαζί και η βροχή και το χαλάζι. Και εγώ δεν ήθελα να βραχώ και να κρυώνω… ξέρεις; Αυτό το δωμάτιο το λένε καρδιά και εγώ έμενα κλειστό για να το προστατέψω. Είχα ξεχάσει πως κάποτε φτάνει και η άνοιξη, που το κρύο μαλακώνει και η βροχή έρχεται να ξεδιψάσει το στεγνό το τοπίο…
-Αχ παραθυράκι μου… ψιθύρισε το αεράκι. Πόσο χαίρομαι που άνοιξες πάλι… υπομονετικά περίμενα όλο τον καιρό. Σ’ έβλεπα εκεί να στέκεις όμορφο, μα αμπαρωμένο. Ερχόμουν δειλά δειλά κοντά σου και τότε ένιωθα την θλίψη σου. Και σ’ αγαπούσα πιο πολύ… Κάποιοι φίλοι μου με πείραζαν. Μου έλεγαν να φύγω γιατί δεν θ’ άνοιγες ποτέ. Τους άκουγα, μα δεν τους πίστευα. Η δική μου καρδιά ήξερε πως με υπομονή και αγάπη, μια μέρα ίσως και να μην φοβόσουν να ανοίξεις. Και είχα δίκιο τελικά που εμπιστεύθηκα την καρδιά μου και εσένα παραθυράκι μου.
-Αεράκι μου γλυκό…
Τι όμορφα τα λόγια σου…
Τι τρυφερή η καρδιά σου…
Και απ’ όλα ακόμα πι’ όμορφα
Είν’ τα σφυρίγματά σου.
Ναι, τώρα πια δεν θα σφαλώ,
Θ’ ανοίγω για να μπαίνεις
Το φως να φέρνεις, την δροσιά,
Ολάκερη την άνοιξη.
Και αν κάπου κάπου ξεχαστώ
Τα φύλλα μου και κλείσω
Εσένα αεράκι μου
Έξω δεν θα σ’ αφήσω
Τώρα που μου δωσες πνοή
Θα σ’ έχω στην καρδιά μου
Και τους γλυκούς τους ήχους σου
Να αντηχούν στ’ αυτιά μου.
Από τότε το παραθυράκι άλλαξε. Του άρεσε να εμπιστεύεται το αεράκι και να το αφήνει να μπαίνει στο δωμάτιο που φύλαγε. Πολλές φορές μάλιστα, χόρευαν παρέα. Το αεράκι φυσούσε και παραθυράκι κουνιόταν απαλά στο ρυθμό…
_
γράφει η Χρυσούλα Ζερβού
0 Σχόλια