Το κάστρο και ο λύκος

Δημοσίευση: 24.05.2018

Ετικέτες

Κατηγορία

Πάνω από την πεδιάδα της Λοραίνης, χτισμένο στη κορυφή του λόφου, δέσποζε για χρόνια  το μικρό κάστρο. Ήταν το πιο σημαντικό κάστρο της περιοχής, μοιάζοντας με άγρυπνο φρουρό, έναν λαμπερό φάρο με άσβηστο φως που επόπτευε ακούραστα όλη τη γύρω περιοχή.

Στα πόδια του κάστρου απλωνόταν η μεγάλη καταπράσινη πεδιάδα της Νερμόντ με τις πεντακάθαρες λίμνες και τα μικρά γραφικά χωριουδάκια της, που έσφυζαν από ζωή και χαρά. Από τα ψηλά βουνά στα δυτικά, τα οποία τυλίγονταν πάντα από το γκρίζο πέπλο της ομίχλης, που τους πρόσδιδε μια αίσθηση μυστηρίου. Ο ποταμός Ντόριλ διασχίζοντας την πεδιάδα της Λωραίνης, χυνόταν στη θάλασσα της Καρίνας στα ανατολικά.

Άρχοντας του κάστρου ήταν ο Αλβαζάρ, κυρίαρχος και μοναδικός αφέντης της περιοχής. Ένας ιππότης από μια ξεχασμένη ηρωική εποχή. Παντρεμένος με την όμορφη Ελεάνα, κόρη του τότε οικοδεσπότη του κάστρου, χτυπήθηκε από την μοίρα με την μοναξιά, μιας κι έχασε την αγαπημένη του χρόνια πριν από μια επιδρομή βάρβαρων Ορκς, που έκαψαν,  ερήμωσαν και λεηλάτησαν τα περισσότερα χωριά της Λοραίνης. Ο χαμός της γυναίκας του δεν ήταν το μόνο του πλήγμα. Τα Ορκς πήραν μαζί τους τον τρίχρονο τότε, μονάκριβο γιο του, τον Πηρς. Είχε πιστέψει πως δεν θα τον έβλεπε ποτέ ξανά, δεν μπορούσε όμως τότε να ξέρει πως η επόμενη συνάντησή τους θα ήταν μοιραία, όσο και η τελευταία. Και αυτό στον τέλος της ζωής του.

Οι μέρες, οι μήνες και τα χρόνια κυλούσαν γρήγορα με αποτέλεσμα η ζωή να επανέλθει και πάλι σύντομα στην όμορφη πεδιάδα της Λοραίνης, με το μικρό της πέτρινο κάστρο να δεσπόζει αγέρωχα εκεί ψηλά στο λόφο. Και ο ιππότης πάντα εκεί, στη θέση του, ακοίμητος φρουρός να επιβλέπει την επικράτειά του ως την άκρη του ορίζοντα, μέσα στην αστραφτερή ασημένια πανοπλία του.

Ένας εφιάλτης όμως κάθε τόσο, τον ξυπνούσε μέσα στην νύχτα. Έβλεπε ένα περίεργο γκριζωπό πλάσμα να του χυμά με ορμή μέσα στο δάσος, κι έτσι απροετοίμαστος όπως ήταν, έπεφτε από το άλογό του με δύναμη στο χώμα. Δεν προλάβαινε να πιάσει το ξίφος από το θηκάρι του και το πλάσμα είχε σκαρφαλώσει πάνω του, καταφέρνοντάς του μια δυνατή δαγκωνιά στη βάση του λαιμού, εκεί που τέλειωνε η πανοπλία,  αφήνοντάς του το σώμα του εκτεθειμένο. Το αίμα πετάχτηκε με δύναμη και πιτσίλισε την αστραφτερή πανοπλία του. Το πλάσμα δεν έλεγε να τον αφήσει κι όλο έσφιγγε πιο πολύ κι έμπηγε τα κοφτερά του δόντια πιο βαθιά στη βάση του λαιμού του Αλβαζάρ. Νικημένος χωρίς να μπορεί ν’ αντισταθεί περισσότερο, χανόταν στο απέραντο σκοτάδι του πόνου και εκεί ήταν που ξυπνούσε με λυγμούς λουσμένος στον ιδρώτα…

Μια μέρα λοιπόν, άκουσε από ένα χωριό στ’ ανατολικά, φασαρία πολύ να γίνεται και τον κόσμο να τρέχει αναστατωμένος από δω κι από κει για να κρυφτεί. Κάποιος κίνδυνος είχε παρουσιαστεί κι εκείνος έπρεπε να βοηθήσει, ήταν καθήκον του, σκοπός της ζωής του.

Έτρεξε πάνω στο όμορφο άλογό του γρήγορα να δει τι συμβαίνει. Είδε έναν βάρβαρο πολεμιστή της φυλής των εκδικητικών Ορκς με το σπαθί του ψηλά να κυνηγά μια ομάδα χωρικών που έτρεχαν να κρυφτούν όπου έβρισκαν. Μερικοί δεν προλάβαιναν, με αποτέλεσμα ν’ αποσπώνται τα ματωμένα τους κεφάλια από το υπόλοιπο σώμα τους και να πέφτουν στη γη μετά από ένα μικρό στριφογύρισμα που έκαναν στον αέρα. Τα ακέφαλα σώματα προχωρούσαν για λίγα βήματα διστακτικά και μετά σκουντουφλούσαν σ’ ένα αόρατο τείχος κι έπεφταν άγαρμπα, τρεμάμενα, χωρίς ζωή στο έδαφος και το αίμα τους, ένας πίδακας κατακόκκινου νερού εκσφενδονιζόταν σε κάθε κατεύθυνση και πιτσιλούσε τα πάντα.

Πίεσε το άλογό του με δύναμη στα πλευρά και πλησίασε τον πολεμιστή. Εκείνος μόλις τον είδε, σταμάτησε να κυνηγάει τους χωρικούς και στράφηκε προς το μέρος του κραδαίνοντας με μανία στον αέρα το μεγάλο, αιματοβαμμένο σπαθί του. Ο ιππότης ύψωσε κι εκείνος το δικό του και με μια γρήγορη κίνηση, σαν τον πλησίασε αρκετά, του κατάφερε με δύναμη το πρώτο καίριο χτύπημα στα πλευρά και τον έριξε κάτω από το άλογο…

Ο λύκος είναι από τα δυνατότερα πλάσματα του δάσους και των μεγάλων ερημικών περιοχών. Συνήθως κυνηγά και μετακινείται σε αγέλες. Αλλά ο συγκεκριμένος μεγάλος γκρίζος Λύκος με τα κόκκινα σαν τη φωτιά μάτια είναι κάτι το διαφορετικό. Πάντα είναι μόνος του και δεν κάνει παρέα με τους άλλους λύκους. Δεν σταματά ποτέ σε ένα μέρος αλλά τριγυρνά συνέχεια σαν τη κατάρα από βουνό σε βουνό και από χαράδρα σε χαράδρα. Είναι ένα ζωντανό καταχθόνιο πλάσμα σημαδεμένο από μια μοίρα αδυσώπητη και τραγική. Δεν ήταν όμως πάντα έτσι.

Ήταν ένα παιδί κάποτε, όπως όλα τα άλλα παιδιά. Όμορφο, ξένοιαστο, παιχνιδιάρικο. Ζούσε σ’ ένα κάστρο που δεν θυμόταν ακριβώς που. Κάποια στιγμή έχασε τη μητέρα και τον πατέρα του. Το είχαν απαγάγει και το μετέφεραν μαζί με άλλα παιδιά στα δυτικά βουνά της περιοχής. Εκεί, για καλή του τύχη, σ’ ένα βαθούλωμα της γης, γλίστρησε από ένα κάρο και έπεσε καταγής. Κανείς δεν είχε προσέξει την απουσία του κι ούτε είχε νοιαστεί. Άρχισε να κλαίει και μετά από λίγο μια αγέλη πεινασμένων λύκων πλησίασε το βαθούλωμα και είδε το παιδί. Τα μικρά της αγέλης έπεσαν πάνω του κι άρχισαν να το δαγκώνουν όπου έβρισκαν. Αιμόφυρτο όπως ήταν το πλησίασε ένας μεγαλόσωμος λύκος και τον δάγκωσε στο λαιμό.

Μόνο που δεν ήταν ένα θανάσιμο δάγκωμα, αλλά ένα δάγκωμα μαγικό και μυστηριώδες. Έτρεχε στα τέσσερα μαζί με την αγέλη. Παράξενο θέαμα αλήθεια, σε μια αγέλη λύκων να βλέπεις κι ένα μικρό, βρώμικο, τριχωτό παιδί να τρέχει μαζί τους και να κάνει ό,τι κάνουν κι εκείνα. Με το πέρασμα του χρόνου δεν είχε διαφορά, είχε γίνει κι αυτός ένας λύκος σαν κι εκείνους.  Μόνο πιο μεγαλόσωμος και με περίεργες συνήθειες. Στο τέλος παράτησε την αγέλη και συνέχισε τις περιπλανήσεις μόνος του. Κάτι μέσα του, τον έσπρωχνε προς την ανατολή. Στα μέρη εκείνα θα έβρισκε αυτό που ζητούσε. Κι εκεί λοιπόν, μετά από χρόνια ξεκίνησε να πάει… Με μια ιδέα σφηνωμένη καλά στο μυαλό του. Έπρεπε να πάρει τη ζωή του φύλακα, του προστάτη, όποιου κι αν ήταν σ’ αυτή τη θέση. Αυτός ήταν ο σκοπός της ύπαρξης του.

Κάθε πανσέληνο παρατηρούσε μια αλλαγή, μια μεταμόρφωση. Η λάμψη, το φως το μαγικό του ολόγιομου φεγγαριού τον μετέτρεπε από ένα άγριο γκρίζο λύκο, σε μια πιο ανθρώπινη μορφή. Ένα παμπάλαιο ξόρκι είχε γίνει πάνω του από τη μάγισσα των βουνών στην ομίχλη, την Τελααράν. Αυτή τον είχε βρει μικρό παιδί, ετοιμοθάνατο, έτοιμο να το κατασπαράξουν οι λύκοι και τον γλίτωσε μ’ ένα μαγικό της ξόρκι την τελευταία στιγμή. Τον μεταμόρφωσε σε λύκο, να ζει και να μονοιάζει μαζί τους και μόνο σαν το φεγγάρι γίνεται ολόγιομο να αποκτά την ανθρώπινη μορφή του. Και του εμφύτευσε ένα μοιραίο σκοπό. Ένα μυστηριακό παιχνίδι του πεπρωμένου. Ν’ ανακαλύψει που είναι και να σκοτώσει τον ίδιο του τον πατέρα. Και μετά το ξόρκι θα λυνόταν και ο λύκος θα γινόταν πάλι άνθρωπος για πάντα. Κι έτσι θα εκπληρωνόταν η εκδίκηση εκείνης της γριάς μάγισσας της Τελααράν, μια εκδίκηση που ωρίμαζε χρόνια. Που τη τροφοδοτούσε η ζήλεια κι η κακία για μια ανεκπλήρωτη αγάπη κι ένα απρόσμενο τέλος.

Η μάγισσα Τελααράν δεν ήταν πάντα μάγισσα. Ήταν μια όμορφη χωριατοπούλα, που την έλεγαν Άντρια κι έμενε σ’ ένα απ’ τα χωριά της Λοραίνης που ήταν και το πατρικό του Αλβαζάρ. Γνωρίζοντάς τον από μικρό παιδί σχεδόν μιας και τα σπίτια τους ήταν δίπλα δίπλα. Κι όσο μεγάλωναν, αναπτύχθηκε μεταξύ τους μια απέραντη, μεγάλη φιλία. Η φιλία αυτή από τη δικιά της μεριά δεν άργησε να μετατραπεί σε αγάπη, κι ερωτεύτηκε τον Αλβαζάρ όσο τίποτε άλλο στο κόσμο. Ζούσε για αυτόν, τον καμάρωνε όλη μέρα σαν πήγαινε στο κάστρο, για χάρη του έπλεκε ατέλειωτες ώρες στον αργαλειό υπέροχα μεταξωτά ρούχα. Ποτέ όμως δεν είχε εκμυστηρευτεί την αγάπη της αυτή κι ο Αλβαζάρ απ’ την μεριά του δεν είχε μάτια παρά μόνο για την κόρη του αφέντη του κάστρου, την Ελεάνα. Έτσι δεν κατάλαβε ποτέ ότι η Άντρια τον αγαπούσε παράφορα. Την έβλεπε σαν την παιδική του φίλη που μεγάλωσαν μαζί όλα αυτά τα χρόνια και τίποτα παραπάνω. Εκείνος ήθελε την πανέμορφη ξανθιά κοπέλα με τα μακριά μαλλιά την Ελεάνα με τα καταπράσινα εκφραστικά μάτια της που τον μάγευαν και τον γοήτευαν. Μόνο εκείνη έβλεπε και καμιά άλλη γυναίκα στον κόσμο δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με την ομορφιά, την εξυπνάδα και τη χάρη της.

Η μοίρα όμως λογάριαζε διαφορετικά,  κι όταν εκείνος παντρεύτηκε την Ελεάνα κι ήρθε στον κόσμο το πρώτο τους παιδί, ο Πηρς, η Άντρια πήγε να πεθάνει από το κακό της, το μίσος της ξεχείλισε και η ζήλεια της για το αγαπημένο ζευγάρι γιγαντώθηκε μέρα με τη μέρα. Μοναδική της απασχόληση από τότε ήταν να μαθαίνει ξόρκια, να συλλέγει σπάνια βότανα και να μυείται σε τελετές μαγείας της εποχής εκείνης. Με την πάροδο του χρόνου κατάφερε κι έμαθε πολλά, που τελικά της χρησίμευσαν στους σκοπούς της. Η τελευταία επιδρομή που έγινε πριν από χρόνια ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να της παρουσιαστεί. Μπόρεσε να εκμεταλλευτεί την κατάσταση, σκοτώνοντας τη γυναίκα του ιππότη με την βοήθεια των Ορκς και μετατρέποντας το παιδί τους, τον Πηρς, σε έναν άγριο λύκο.

Έτσι πήρε την αρχική της εκδίκηση, αλλά αυτό δεν της ήταν αρκετό. Αποζητούσε κάτι ακόμα που θα ολοκλήρωνε τους καταχθόνιους σκοπούς της. Ήθελε να σφραγίσει την τελειωτική της νίκη, με το θάνατο του ιππότη από το ίδιο το παιδί του. Ναι, αυτό θα ήταν το τελευταίο μαγικό της ξόρκι. Θα ζητούσε από το θάνατο να πάρει μια ψυχή, που τόσο πολύ αγάπησε κι όμως ένοιωθε πως άλλο τόσο είχε προδοθεί…

Πίσω στη μάχη, ο ιππότης με την αστραφτερή ασημένια πανοπλία, έσκυψε πάνω στο θύμα του και χωρίς δισταγμό τον διαπέρασε με το κοφτερό του ξίφος στο ύψος της καρδιάς. Κοιτώντας τον αντίπαλο σταθερά ίσια στα μάτια, έβλεπε τη λάμψη της ζωής του να χάνεται και να σβύνει σιγά-σιγά.

Ήταν ένας αγώνας μέχρι τέλους. Το ένστικτο της επιβίωσης του πιο δυνατού και η τύχη έπαιξε το ρόλο του. Σκούπισε το αιματοβαμμένο ξίφος του και το έβαλε στη θέση του. Ανέβηκε στο λευκό περήφανο άλογό του και κάλπασε γοργά πίσω στο μικρό κάστρο του λόφου.

Ξεπέζεψε, έκλεισε με δύναμη την κεντρική πύλη κι ανέβηκε στο παρατηρητήριό του στο ψηλότερο σημείο του κάστρου. Από εκεί έλεγχε όλη την πράσινη πεδιάδα, με το ποτάμι, τις λίμνες και τα χωριουδάκια της, από την ανατολική θάλασσα ως τα δυτικά ομιχλώδη βουνά. Ήταν ο αφέντης του Κάστρου και του τόπου όλου. Ήταν ο υπερασπιστής της ζωής των χωρικών. Ο προστάτης τους.

Μέχρι που κάποια μέρα, ήρθε στη περιοχή ο Λύκος. Ένας πελώριος γκριζωπός μυστηριώδης λύκος με λαμπερά κόκκινα μάτια, που γυάλιζαν περίεργα, απόκοσμα τη νύχτα από τα δυτικά βουνά τα τυλιγμένα πάντα στην ομίχλη. Άρχισαν να εξαφανίζονται παιδάκια, κυρίως πολύ μικρές ηλικίες κάτω των πέντε. Δεν άφηναν κανένα σημάδι πίσω τους και κανείς δεν ήξερε αν ζούσαν ή είχαν πεθάνει. Οι χωρικοί ήταν απαρηγόρητοι και ο ιππότης σκεφτικός και απελπισμένος, καθώς δεν υπήρχε τίποτα που να τον βοηθούσε στην επίλυση του μυστηρίου.  Ορκ δεν έβρισκε τριγύρω, ούτε πειρατές ούτε κυνηγούς. Μόνο κάτι μπερδεμένα ίχνη ζώων σε μερικά σημεία. Πολύ μεγάλα για να πει με σιγουριά αν ήταν λύκοι, αλλά πάλι δεν εντόπιζε καμιά τους κίνηση, τίποτε που να μαρτυρούσε την παρουσία τους; Εξάλλου οι λύκοι δεν κατέβαιναν ποτέ από τα βουνά τους. Τουλάχιστον ως τα τώρα.

Ένα βράδυ το φεγγάρι ήταν ολόγιομο, μα κρυμμένο από τα σύννεφα, ψηλά εκεί στην απεραντοσύνη του σκοτεινού ουρανού. Ο ιππότης όπως πάντα επέβλεπε από τη θέση του την πεδιάδα. Ξάφνου διέκρινε μια σκιά και αμέσως οι αισθήσεις του τέθηκαν σε επιφυλακή. Η σκιά πλησίαζε και μπόρεσε να διακρίνει ένα μεγαλόσωμο λύκο με κόκκινα μάτια που έλαμπαν στο σκοτάδι σαν κάρβουνα αναμμένα. Το ογκώδες ζώο πήγαινε προς το μέρος του. Ο ιππότης προς στιγμήν ένιωσε ένα μούδιασμα να διαπερνάει τη ραχοκοκαλιά του, γρήγορα όμως συνήλθε και κατέβηκε με μεγάλες δρασκελιές από το κάστρο. Το αίσθημα της ευθύνης ήταν μεγαλύτερο από τον φόβο του και ανοίγοντας την πύλη ξεχύθηκε με ορμή έξω με σκοπό να εξολοθρεύσει την απειλή. Χωρίς να διστάσει ούτε στιγμή, του κατάφερε ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι, κάνοντάς το λύκο να ζαλιστεί και να υποχωρήσει. Πριν όμως κάνει την επόμενη κίνησή του, ζώο και ιππότης κοιτάχτηκαν στα μάτια. Ο ιππότης είδε έκπληκτος τα κόκκινα μάτια του Λύκου να σβήνουν και του φάνηκε πως το ζώο σα να ημέρευε. Και ο Λύκος με τη σειρά του, είδε μέσα στα μάτια του ιππότη έναν άντρα που κρατούσε στην αγκαλιά του ένα μικρό στρουμπουλό αγοράκι κοιτάζοντάς το χαμογελώντας. Η εικόνα αυτή ξύπνησε κάτι απροσδιόριστο μέσα του που τον έκανε να σαστίσει και να μετριάσει την ορμή του. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν, τι του συνέβαινε και γιατί αυτός ο άνθρωπος είχε κάποια σημασία για κείνον. Τα ζωώδη του ένστικτα υπερίσχυαν. Το ξόρκι της μάγισσας ήταν δυνατό και αλάνθαστο. Ο ιππότης συνήλθε γρήγορα και επιτέθηκε πάλι στον Λύκο, ο οποίος πήδηξε στο πλάι κι απέφυγε το χτύπημα την τελευταία στιγμή. Η μάχη είχε ξεκινήσει πάλι κι άνοιξε το μεγάλο του στόμα ουρλιάζοντας στο φεγγάρι κι όρμησε με ακράτητη οργή πάλι στον ιππότη.

Ήταν ένας αμφίρροπος κι άνισος αγώνας. Κι εκεί που έβλεπε να σβήνει η φλόγα της ζωής στα μάτια του γενναίου ιππότη, μόνο τότε άρχισε να θυμάται. Ήταν η στιγμή που το ξόρκι άρχισε να χάνεται και όλες οι εικόνες της παιδικής του ηλικίας πέρασαν μονομιάς μπροστά από τα μάτια του. Πικρά δάκρυα άρχισαν να κυλούν καυτά στα μάγουλά του κι έπεσε στην αγκαλιά του ετοιμοθάνατου πια άντρα. «Πατέρα» ψέλλισε συντετριμμένος. «Γιε μου» ήταν το μόνο που βγήκε από το στόμα του ιππότη πριν ξεψυχήσει…

Ο Λύκος με το φρέσκο αχνιστό αίμα να στάζει ακόμη από το στόμα του, κοίταξε την πανσέληνο που ξεπρόβαλε με όλη της τη μεγαλοπρέπεια πίσω από τα σύννεφα και μεταμορφώθηκε για τελευταία φορά σε αυτό που πραγματικά ήταν, ένας ψηλός άντρας με μακριά μαύρα μαλλιά και πυκνή γενειάδα. Στάθηκε πάνω από το άψυχο σώμα του ιππότη κλαίγοντας γοερά…

Αποκαμωμένος από το κλάμα και την τραγική διαπίστωση, πήρε την αστραφτερή ασημένια πανοπλία του νεκρού ιππότη και τη φόρεσε. Τον έθαψε με τιμές άρχοντα σε μια άκρη της αυλής του κάστρου. “Θα συνεχίσω το έργο σου πατέρα” έδωσε ιερή υπόσχεση πάνω από το μνήμα.

Το πεπρωμένο του είχε λοιπόν εκπληρωθεί. Το μαγικό ξόρκι λύθηκε για πάντα κι η μάγισσα Άντρια είχε πάρει την εκδίκησή της. Το τι απέγινε η Άντρια δεν το έμαθε ποτέ κανείς.

Ο Πηρς στεκόταν ακόμα πάνω από τον τάφο του πατέρα του κλαίγοντας απαρηγόρητα, όσο δεν είχε κλάψει ποτέ άλλοτε στη ζωή του…

Αυτός ο ιππότης ήταν ο πατέρας του που δεν είχε προλάβει καλά καλά να γνωρίσει στη ζωή και τώρα ένα παιχνίδι της μοίρας οδηγημένο από ένα καταχθόνιο μαγικό ξόρκι, τους είχε φέρει αντιμέτωπους εξαιτίας μιας σκληρής μάγισσας που είχε γίνει εκδικητής και δικαστής μαζί στο βωμό μιας ανεκπλήρωτης αγάπης. Αυτό το καταραμένο ξόρκι του στέρησε τον ίδιο τον πατέρα του, όπως είχε στερήσει από εκείνον τον γιο του.

Μια ανεκπλήρωτη, ανομολόγητη αγάπη κράτησε άσβεστο το μίσος και την έχθρα στο πέρασμα του χρόνου, αποζητώντας  να χυθεί πατρικό αίμα έτσι ώστε η μάγισσα Άντρια να πάρει τελικά την εκδίκησή της.

Τον Αλβαζάρ και τον Πηρς τους είχε χωρίσει η ζωή κάποτε, μα κατάφερε και τους ένωσε πάλι ο θάνατος.

Το φεγγάρι έδυσε από ώρα και μια νέα μέρα άρχισε να ξημερώνει, φέρνοντας τη γαλήνη και την ηρεμία στην πεδιάδα της Λοραίνης.

Ο Πηρς ήταν πια ο νέος άρχοντας του κάστρου της Λοραίνης. Ο νέος κυρίαρχος και αφέντης της περιοχής. Μπορεί το πρόσωπο να ήταν διαφορετικό, αλλά το αίμα παρέμενε το ίδιο να κυλά στις φλέβες του.

_

γράφει ο  Νίκος Θ. Μέντης

Ακολουθήστε μας

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 30 Νοεμβρίου – 1 Δεκεμβρίου 2024

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 30 Νοεμβρίου – 1 Δεκεμβρίου 2024

Real News https://youtu.be/M9U0jXsfONkΚαθημερινή https://youtu.be/lD6ObVkLO_s?si=ZhmIO-xqgEYBv6Y1 https://youtu.be/dupF7XwSaT8?si=6VyxEjgjWNc8Jci4  Πρώτο Θέμα Το Βήμα της Κυριακής Δώστε μας το email σας και κάθε Παρασκευήθα έχετε στα εισερχόμενά σας τις προσφορές...

Επιστροφή στο χωριό

Επιστροφή στο χωριό

Ήθελε πολύ να κλάψει, να ξεσπάσει. Μα όσο κι αν προσπάθησε να βγάλει από μέσα του αυτό που του άδραχνε σφιχτά την καρδιά και του έκοβε την ανάσα, δεν το κατάφερνε. Τα κόκκινα από την αγρύπνια μάτια του παράμεναν στεγνά, σαν τα χωράφια που τα είχε ζεματίσει η αναβροχιά...

Άφιλτρο τσιγάρο

Άφιλτρο τσιγάρο

ΑΦΙΛΤΡΟ ΤΣΙΓΑΡΟ Κοίτα..  Έλεγα και σου έδειχνα την απλωμένη πόλη προς τα κάτω. Βράδυ στο ‘μπαλκόνι’ της Σαλονίκης. Εγώ δεν την έλεγα ποτέ Σαλονίκη!.  Εσύ μου το κόλλησες. Πάντα Θεσσαλονίκη την έλεγα.  Ολόκληρη.  Γιατί της άξιζε και με το παραπάνω. Κούκλα σαν και σένα....

Ακολουθήστε μας στο Google News

Επιμέλεια άρθρου

Διαβάστε κι αυτά

Άφιλτρο τσιγάρο

Άφιλτρο τσιγάρο

ΑΦΙΛΤΡΟ ΤΣΙΓΑΡΟ Κοίτα..  Έλεγα και σου έδειχνα την απλωμένη πόλη προς τα κάτω. Βράδυ στο ‘μπαλκόνι’ της Σαλονίκης. Εγώ δεν την έλεγα ποτέ Σαλονίκη!.  Εσύ μου το κόλλησες. Πάντα Θεσσαλονίκη την έλεγα.  Ολόκληρη.  Γιατί της άξιζε και με το παραπάνω. Κούκλα σαν και σένα....

Αντρικό κούρεμα

Αντρικό κούρεμα

Τα καλοκαίρια γυρίζαμε έξω. Οι μανάδες στο σπίτι οι πατεράδες στη δουλειά εμείς στις αλάνες. Οι αλάνες - δρόμοι, ήταν σαν τις γελοιογραφίες του Mordillo. Αν σου έφευγε η μπάλα στην κατηφόρα, είχες δυο επιλογές. Η μια ν’ αρχίσεις το τρέξιμο ώστε τα δεδομένα του...

Routine

Routine

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν ίσως η μόνη γυναίκα στον κόσμο που ξέβαφε τα χείλια της! Έμοιαζε με εξώφυλλο ακριβού περιοδικού πολυτελείας που κανείς δεν μπορούσε να (εξ)αγοράσει. Είχε φίλους. Πολλούς και λίγους. Οι πολλοί της φίλοι, σαν τα πουκάμισα τα αδειανά...

1 σχόλια

1 Σχόλιο

  1. Νίκος Θ. Μέντης

    Ευχαριστώ το Τοβιβλίο.net και τους συντελεστές τους για τη φιλοξενία κι αυτού του διηγήματός μου. Να είστε όλοι καλά 🙂

    Απάντηση

Υποβολή σχολίου