Ξαφνικά άκουσε ένα γδούπο.
Ένα από τα βιβλία του, σχεδόν κρεμάμενο στο κενό, γλίστρησε. Εδώ και καιρό μόνο έβαζε νέους τόμους στα παραφορτωμένα ράφια της βιβλιοθήκης. Δεν είχε βγάλει ούτε έναν. Είχε ξεχάσει να διαβάζει. Όχι στο διαδίκτυο, στα κινητά και τις οθόνες. Είχε ξεχάσει να διαβάζει βιβλία. Ωραίες ιστορίες, γεμάτες μυστήριο και αγωνία, για τον κόσμο που θα εμφανιστεί στην επόμενη σελίδα, στο επόμενο κεφάλαιο. Ρομαντικές αφηγήσεις για ήρωες που σε ταξιδεύουν σε άλλες εποχές. Παραμύθια για ενηλίκους που δημιουργούν κόσμους με πλάσματα γεννημένα με τα χρώματα της φαντασίας του καλλιτέχνη. Μάζευε βιβλία μόνο για τη βιβλιοθήκη, εδώ και χρόνια.
Αλήθεια, δε θυμόταν πότε ήταν η τελευταία του φορά. Να κάθεται στη βεράντα, στην αγαπημένη του κουνιστή πολυθρόνα, παρέα με τα τζιτζίκια μιας ήσυχης καλοκαιριάτικης νύχτας, με ένα δροσερό ποτό στο χέρι και ένα ταξιδιάρικο διήγημα. Να ξαπλώνει σε μια πετσέτα στην παραλία, κάτω από τη σκιά ενός δέντρου, προστατευμένος από την κάψα της πλάσης, μπλεγμένος σε μια αστυνομική αφήγηση. Χειμώνα στη γωνιά του στο καθιστικό, με το άρωμα του μόλις σερβιρισμένου τσαγιού στην ατμόσφαιρα, να ρίχνει έστω ένα φευγαλέο βλέφαρο σε μια ανθολογία ποιημάτων ή να ξεφυλλίζει μηχανικά τον πρόλογο ενός μυθιστορήματος.
«Τώρα ή ποτέ», σκέφτηκε.
Άπλωσε το χέρι και έπιασε στην τύχη ένα. Δε χρειαζόταν να διαλέξει, ήταν τόσα πολλά πλέον. Ο συγγραφέας του φάνηκε παντελώς άγνωστος, το ίδιο ο τίτλος. Ούτε που θυμόταν πότε και για ποιο λόγο το απέκτησε. Το είχε δανειστεί από κάποιον; Του το είχαν προτείνει; Το αγόρασε από κάποια έκθεση; Μήπως ήταν δώρο με αφιέρωση; Μικρή σημασία είχε, δεν του θύμιζε τίποτα. Ήταν όρθιος μπροστά στα γεμάτα ράφια, με βιβλία που έμοιαζαν να ξεχειλίζουν, να τον καλούν με μια ιδιόμορφη παράκληση να τα απελευθερώσει από το ασφυκτικό τους πλαίσιο. Ανήμπορος να ανακαλέσει οποιαδήποτε μνήμη, άνοιξε την πρώτη σελίδα.
Το αποτέλεσμα ήταν μαγικό. Κόλλησε αμέσως στην ιστορία, από τις πρώτες γραμμές. Χωρίς να το καταλάβει, λύγισε τα γόνατα του, έκατσε στην πολυθρόνα πίσω του. Είχε πραγματικά ξεχάσει το αναζωογονητικό αίσθημα της ανάγνωσης. Ο ενθουσιασμός του ήταν τόσο εμφανής, ανάγκασε το ίδιο το βιβλίο να ανταποκριθεί. Δεν ήταν απλά ένα τυχαίο βιβλίο που διάλεξε από το ράφι. Για την ακρίβεια δεν διάλεξε αυτός το βιβλίο.
Σε μια κίνηση γενναιόδωρης ανταπόδοσης, το κείμενο τον απορρόφησε ολοκηρωτικά. Ψυχή τε και σώματι, μέσα στις σελίδες του. Τον έκανε ήρωά του βασικό, ένα με την ιστορία που εξελισσόταν στα κεφάλαιά του. Ήταν τόση η χαρά του, που καθόλου δεν τον πείραξε αυτή η μεταφορά του σε ένα σύμπαν ξένο, ονειρικό και διόλου δικό του. Ή μήπως ήταν το δικό του και ποτέ ως τότε δεν το είχε αντιληφθεί; Πώς μπορούσε να το ξέρει, αν είχε γεννηθεί για να γίνει μυθιστόρημα; Χαρακτήρας που θα έμενε στην Ιστορία, θα κέρδιζε τη δόξα που επιθυμούσε, θα πραγμάτωνε υψηλούς προσωπικούς στόχους μέσα από τα εκατομμύρια δερματόδετα αντίτυπα μιας φανταστικής νουβέλας;
Αλλά τι είναι φαντασία και τι πραγματικότητα;
Πλέον από αναγνώστης είχε γίνει πρωταγωνιστής, μιας φαινομενικά εντελώς άγνωστης προς αυτόν ιστορίας, γραμμένης από την πένα ενός συγγραφέα που δεν αναγνώριζε, με ένα τίτλο που δεν είχε ποτέ ακούσει ξανά. Αυτό δεν είναι εν τέλει η ζωή; Μια ιστορία γραμμένη από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή της, μέσω αλληλεπιδράσεων με συμπρωταγωνιστές και άλλους δευτερεύοντες ρόλους, με απρόσμενη εξέλιξη. Το ερώτημα που εγείρεται εδώ, είναι αν θα ζήσεις έντονα την ιστορία ή θα παραμείνεις αναγνώστης της ίδιας σου της ζωής.
Ένιωθε τη μια στιγμή να κάθεται στην καρέκλα του, μπροστά από τη στιβαρή, σκουρόχρωμη, δρύινη βιβλιοθήκη του, στο καθιστικό του, και την επόμενη σαν τηλεμεταφορά, άλλαζαν τα πάντα γύρω του. Εξωτικές παραλίες, μυστηριακά υψίπεδα, μαρμάρινοι οβελίσκοι, χρυσά παλάτια, κατάφυτοι ναοί, απέραντοι ορυζώνες, βραχώδεις πλαγιές, γαλήνιες όχθες. Βρισκόταν σε ένα ντελίριο, δεν αντιλαμβανόταν πως πηδούσε από το ένα σκηνικό στο άλλο, πως βίωνε ερεθίσματα με όλες του τις αισθήσεις καθισμένος στη γωνιά του. Ρουφούσε εικόνες, αρώματα, γεύσεις, ήχους. Το απολάμβανε. Δεν ήθελε να τελειώσει. Ήταν πρωτόγνωρο και ακαταμάχητο.
Αναγνώρισε αμέσως την ανάγκη του να συνεχίσει. Ήξερε ότι μετά από αυτό, δεν θα υπήρχε γυρισμός. Αποφάσισε να κλείσει το χοντρό εξώφυλλο του τόμου που κρατούσε.
Δεν ξέρω αν το βιβλίο μπήκε πίσω στη θέση του, στο ράφι της βιβλιοθήκης ή έπεσε στο πάτωμα, με ένα παταγώδη ήχο και τον φίλο μας ζαλισμένο, εγκλωβισμένο, να περιπλανιέται στις σελίδες του. Είμαι σίγουρος πάντως, όντας μαγεμένος, ούτε ο ίδιος θα ήταν σε θέση να μας το εκμυστηρευθεί.
_
γράφει ο Νίκος Βλάχος
κάπως έτσι βουτάμε και ζούμε μέσα στα βιβλία…πολύ όμορφο το κείμενό σας