Διαβάστε το Α’ μέρος εδώ
Γύρισε απορημένη και αγριεμένη προς το μέρος της Ιωάννας. «Ποια είσαι εσύ και πώς βρέθηκες εδώ;». Η Ιωάννα πρόσεξε πως το πρόσωπό της είχε πολλές πληγές. Το κατάλαβε και η γιαγιά πως την κοιτούσε κι έκρυψε με το μαντήλι της τις πληγές της.
Η αλήθεια είναι πως η Ιωάννα φοβήθηκε πολύ και με όσο κουράγιο της είχε απομείνει, είπε: «Είμαι η Ιωάννα, του γιατρού η κόρη και το σπίτι μας είναι απέναντι από το δικό σας». «Α! εσύ είσαι η μικρή Ιωάννα. Έχω ακούσει για σένα και τους γονείς σου, μα δε μου είπαν πως είσαι τόσο περίεργη και αδιάκριτη». «Εγώ γιαγιά» άρχισε να λέει, «μπήκα στο παλιό σας σπίτι και από τύχη βρήκα την καταπακτή και το πέρασμα που με έφερε εδώ».
Η γιαγιά της είπε «και τώρα τι θα κάνω εγώ με σένα που έμαθες το μυστικό μου;». «Εγώ, γιαγιά, δε θα πω το μυστικό σου, ούτε πιστεύω αυτά που λένε για σένα. Ο μπαμπάς μου λέει πως δεν είσαι μάγισσα, αλλά μια βασανισμένη γυναίκα και ποιος ξέρει τι σταυρό θα κουβαλάς». «Εσύ φαίνεσαι καλό κοριτσάκι και οι γονείς σου άκουσα πως είναι καλοί άνθρωποι».
Η Ιωάννα είχε πολλές απορίες, μα περίμενε να τελειώσει τις ερωτήσεις η γιαγιά και όταν σταμάτησε, τη ρώτησε ποιο είναι αυτό το μέρος και γιατί είναι μόνη. «Έχω πολύ καιρό να μιλήσω σε άνθρωπο. Μα θα σου πω την ιστορία της ζωής μου. Κάποτε μικρή μου, ζούσα ευτυχισμένη με τον άντρα μου και το γιο μας, στο πατρικό μου σπίτι απέναντι από το δικό σας και είχαμε το κρυφό λιβάδι μακριά από τα αδιάκριτα μάτια του κόσμου. Μια εύφορη γη όπου καλλιεργούσαμε και μεγαλώναμε τα ζώα μας. Περνούσαμε πολύ καλά, όμως δυστυχώς μια άσχημη αρρώστια μας έπιασε όλους. Ο άντρας μου και το παιδί μας πέθαναν κι έτσι έμεινα μόνη μου και με τα σημάδια που άφησε η αρρώστια στο πρόσωπό μου που με έδειχνε αποκρουστική στα μάτια των ανθρώπων. Τόσο που αναγκάστηκα να φύγω από το όμορφο πατρικό μου σπίτι, εκεί που έζησα τα πιο ευτυχισμένα μου χρόνια. Πρώτα με τους γονείς μου και μετά με τον άντρα μου και το παιδί μου. Αχ! πόσο μου λύπει και τι δε θα έδινα να ξαναγύριζα κάποτε εκεί χωρίς να κρύβομαι από τους ανθρώπους. Μα τι σου λέω τώρα αυτά δεν σε αφορούν. Όταν έμεινα μόνη μου, έφυγα από το σπίτι μας και ήρθα στο μυστικό λιβάδι όπου έκτισα αυτό το μικρό ξύλινο σπιτάκι κι ασχολήθηκα με τα ζώα μου, τα περιβόλια τον μπαξέ μου. Είχα όμως τόσα πολλά τρόφιμα που δεν ήξερα τι να τα κάνω. Έτσι αποφάσισα να βγαίνω κρυφά και να τα μοιράζω σε κάποιες φτωχές οικογένειες που είχαν ανάγκες. Κρυφά, γιατί δεν ήθελα να με δουν έτσι όπως κατάντησα μετά από την αρρώστια με τις πολλές πληγές στο πρόσωπό μου. Άλλωστε ποιος θα έπαιρνε βοήθεια από μια άρρωστη και σημαδεμένη γιαγιά; Ο κόσμος είναι παράξενος. Κουράστηκα όμως και τα πόδια μου δε με κρατάνε. Κάθε μέρα γίνομαι και χειρότερα. Γέρασα φαίνεται. Αυτή είναι η ιστορία μου, μικρή μου. Αλλά τώρα που το σκέφτομαι, εσύ, αν θέλεις, μπορείς να με βοηθήσεις. Μόνο που θα υποσχεθείς πως δε θα πεις σε κανέναν το μυστικό μας για ό,τι είδες εδώ». «Δε θα πω τίποτα, γιαγιά, δε θα πω».
«Άκουσέ με καλά» είπε η γιαγιά. «Εγώ κάθε βράδυ θα ανεβάζω στο παλιό σπίτι δέματα με τρόφιμα που επάνω τους θα γράφουν σε ποιον πρέπει να πάνε. Εσύ θα τα παίρνεις την ημέρα και θα τα πηγαίνεις κρυφά και θα τα αφήνεις έξω από την πόρτα τους, χωρίς να σε δουν και άμα σε δει κανείς, μην πεις για μένα. Και αν μάθεις για κάποια οικογένεια που θέλει βοήθεια, θα μου το λες και θα σου ετοιμάζω το δικό της δεματάκι». «Γιαγιά» ρώτησε η Ιωάννα, «το ξέρει άλλος το μυστικό σου;». «Ναι, το ξέρει και ο κυρ Παντελής ο μπακάλης. Αυτός μου λέει τα νέα και τις πληροφορίες γι αυτούς που θέλουν βοήθεια. Πήγαινε τώρα μη σε ψάχνουν οι γονείς σου και όπως είπαμε».
Η Ιωάννα κοίταξε τη γιαγιά στα μάτια, όπως της έμαθαν οι γονείς της και της είπε: «Είσαι πολύ καλή γιαγιά» και πήρε το δρόμο προς τη στοά. Βγήκε από το χορταριασμένο κήπο, χωρίς να τη δει κανείς. Δεν είχε αργήσει πολύ κι έτσι η μαμά της δεν κατάλαβε τίποτα. Όλη την ημέρα σκεφτόταν την αόρατη γιαγιά και αυτά που είχανε συμφωνήσει. Τώρα πια δε φοβόταν, είχε μια αποστολή να φέρει εις πέρας.
Την άλλη μέρα η Ιωάννα έκανε ότι είχαν πει με τη γιαγιά. Έπαιρνε τα δέματα και τα πήγαινε προσεκτικά στα σπίτια των φτωχών ανθρώπων. Η Ιωάννα δε σταμάτησε εδώ. Είχε διευρύνει τον κύκλο των ανθρώπων που έπαιρνε βοήθεια κι αυτό γινόταν, διότι ρωτούσε με τον τρόπο της για τις φτωχές οικογένειες τον πατέρα της που ως γιατρός έμπαινε σε πολλά σπίτια φτωχών ανθρώπων .
Επισκεπτόταν το μυστικό λιβάδι κι ενημέρωνε τη γιαγιά κι ετοίμαζαν καινούρια δέματα. Δεν αρκούνταν σ’ αυτό. Ήταν ενημερωμένη για όλα όσα αφορούσαν αυτούς που είχαν ανάγκη, όχι μόνο για τρόφιμα. Αυτά γινόταν εδώ και πολύ καιρό και έγινε αντιληπτό από τον κόσμο, που άρχισε να μιλάει για τη μικρή Ιωάννα και τα δέματά της. Θαύμαζαν το μικρό κοριτσάκι που βοηθούσε τους φτωχούς.
Μια μέρα η Ιωάννα άκουσε από μια φίλη της πως ο πατέρας της ήταν άρρωστος. Το βράδυ, όταν ο μπαμπάς της γύρισε σπίτι από τη δουλειά του, η Ιωάννα του είπε για τον άρρωστο πατέρα της φίλης της και τον παρακάλεσε να πάει να τον δει. Έτσι, λοιπόν, ο μπαμπάς της πήγε στο σπίτι του άρρωστου, τον εξέτασε και του έδωσε τα φάρμακα που χρειαζόταν.
Ο κύριος Ανέστης, έτσι τον έλεγαν, ευχαρίστησε τον γιατρό για το καλό που κάνει στους ανθρώπους αυτός και η κόρη του, νομίζοντας πως η βοήθεια ερχόταν από την οικογένειά του. Και άρχισε να λέει με θαυμασμό για τη μικρή Ιωάννα και αυτά που είχε ακούσει.
Όταν, λοιπόν, γύρισε ο πατέρας της στο σπίτι, φώναξε την Ιωάννα και της είπε περίεργα πράγματα. «Μικρή μου, έμαθα σήμερα για σένα. Σε έχουν δει να κουβαλάς διάφορα δέματα και να τα αφήνεις σε πόρτες φτωχών ανθρώπων. Πού τα βρίσκεις αυτά παιδί μου; Ποιος σου τα δίνει;». Έτσι, λοιπόν, η Ιωάννα είπε όλη την ιστορία για την αόρατη γιαγιά, για το σπίτι, πως πήγε στη στοά και το κρυφό λιβάδι, για τα δέματα της γιαγιάς και το πόσο καλή ήταν.
«Ξέρεις, μπαμπά, κι εγώ είχα αποφασίσει να σου μιλήσω, γιατί εδώ και μερικές μέρες η γιαγιά είναι πολύ άρρωστη και δεν μπορεί να φροντίσει τον εαυτό της και τα ζωάκια της. Ο μπαμπάς έμεινε για λίγο σκεφτικός. Η μαμά της, που ήταν στο δωμάτιο και άκουγε και αυτήν την ιστορία της αόρατης γιαγιάς είπε: «Τι κάνουμε τώρα;». «Ετοιμαστείτε», είπε ο μπαμπάς της και ξεκίνησαν για το σπίτι της αόρατης γιαγιάς. Πέρασαν τον χορταριασμένο κήπο, μπήκαν στο παλιό σπίτι και από την καταπακτή βγήκαν στο κρυφό λιβάδι. Προχώρησαν προς το ξύλινο σπιτάκι, άνοιξαν την πόρτα και πήγαν προς το δωμάτιο όπου ήταν κατάκοιτη η άρρωστη γιαγιά. Η γιαγιά, μόλις τους είδε, έκρυψε πάλι το πρόσωπό της με το μαντήλι. Ο πατέρας της πρόλαβε και είδε τις πληγές. «Ιωάννα» γύρισε και της είπε «θα μείνω εγώ με τη μαμά στο δωμάτιο, εσύ βγες έξω». Η Ιωάννα υπάκουσε. Δεν πέρασε πολύ ώρα και ο πατέρας της βγήκε και της είπε πως πήγαινε να φέρει βοήθεια.
Γύρισε μετά από αρκετή ώρα μαζί με δυο νοσοκόμους και ένα φορείο στο οποίο έβαλαν τη γιαγιά. Όλοι μαζί βγήκαν από τη στοά στο παλιό σπίτι και από εκεί στο δρόμο που τους περίμενε ένα ασθενοφόρο και κίνησαν για το νοσοκομείο. Η Ιωάννα ήταν στενοχωρημένη. Το κατάλαβε η μαμά της και της εξηγούσε ότι με τη φροντίδα του μπαμπά θα γινόταν καλά. «Πρέπει, μαμά, πρέπει. Είναι πολύ καλή και την αγαπώ. Μαμά, τι θα κάνουμε όσο θα λείπει η γιαγιά; Πρέπει να φροντίσουμε τα ζώα της. Κάτι πρέπει να γίνει».
«Πες μου, Ιωάννα, σε ποια σπίτια πηγαίνεις τα δέματα που σου έδινε η γιαγιά;» ρώτησε η μαμά της. «Θυμάσαι να με πας;». «Ξέρω, ξέρω» και πήγε τη μαμά της σε όλα εκείνα τα σπίτια. Γύρισαν ένα ένα κι εξηγούσαν σε όλους τι είχε συμβεί και ποιος έστελνε τα δέματα με τη βοήθεια. Η μαμά της μιλούσε με πολύ αγάπη για την αόρατη γιαγιά που βοηθούσε αδιάκοπα με ό,τι είχε και δεν είχε. Όλοι ήταν πρόθυμοι να τη βοηθήσουν και ακολούθησαν την Ιωάννα και τη μαμά της μέχρι το μυστικό λιβάδι.
Όλο αυτό το διάστημα που η γιαγιά ήταν άρρωστη στο νοσοκομείο, ο πατέρας της την επισκεπτόταν κάθε μέρα, θεράπευσε τα χέρια και το πρόσωπό της. Χειρουργήθηκε κι έφυγαν όλα τα σημάδια. Τώρα η γιαγιά μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι, έβγαλε και το μαντήλι που δεν το χρειαζότανε πια.
Η Ιωάννα κάθε μέρα πήγαινε με τη μαμά της και της κρατούσε παρέα και της έλεγε να μην ανησυχεί για το λιβάδι. «Όλοι όσους βοήθησες είναι εκεί και προσέχουν τα ζώα και το κτήμα σου», της είπε.
Κάθισε αρκετά στο νοσοκομείο, μέχρι να γίνει τελείως καλά και ήρθε η μέρα που θα έβγαινε και θα πήγαινε στο σπίτι της. Στο δρόμο έλεγε και ξανάλεγε η γιαγιά Ειρήνη, αυτό ήταν το όνομά της, τι να κάνουν άραγε τα ζώα της. «Μην ανησυχείς, κυρία Ειρήνη» είπε ο μπαμπάς, «όλοι οι άνθρωποι που έχεις βοηθήσει είναι εκεί και φροντίζουν τα ζωάκια σου και όλοι ρωτούσαν όσο καιρό ήσουν άρρωστη για την υγεία σου».
Το αυτοκίνητο έφτασε στο σπίτι της γιαγιάς. Αυτό που έβλεπε η γιαγιά δεν το πίστευε. Το παλιό πέτρινο σπίτι είχε γίνει τώρα ένα όμορφο περιποιημένο σπίτι, με έναν κήπο γεμάτο λουλούδια, δέντρα κλαδεμένα, καινούριο φράχτη και πόρτα. Τα παντζούρια του σπιτιού ήταν ανοιχτά, φαίνονταν και οι ωραίες κουρτίνες που είχαν βάλει στα παράθυρα. Έξω στην αυλή είχε μαζευτεί όλη η γειτονιά. Ήρθαν να την ευχαριστήσουν ένας ένας και έσφιγγαν το χέρι της. Κάποιοι ζητούσαν συγγνώμη για ό,τι κακό είχαν πει γι αυτήν. Η κυρία Ειρήνη με δάκρυα στα μάτια κοίταξε τον γιατρό και είπε: «Σε ευχαριστώ πολύ». «Όχι εμένα, κυρία Ειρήνη, αλλά την Ιωάννα». «Το ξέρω, το ξέρω» και πήρε στην αγκαλιά και φίλησε τη μικρή Ιωάννα. Μπαίνοντας στο σπίτι, χαμογελούσε από ευχαρίστηση. Όλα ήταν καθαρά με καινούρια έπιπλα και σκεπάσματα, με μια καινούρια κουζίνα. «Θέλω να δω τα ζωάκια μου, το λιβάδι μου» είπε και ξεκίνησαν. Κατέβηκαν στη στοά και βγήκαν στο λιβάδι. Πρόσεξε πως πολλοί άνθρωποι δούλευαν στο κτήμα. Άλλοι στο μποστάνι, άλλοι στο περιβόλι και άλλοι φρόντιζαν τα ζωάκια. Από εκείνη τη μέρα όλοι μαζί ζούσανε αγαπημένοι. Οι φτωχοί άνθρωποι βοηθούσαν την κυρία Ειρήνη κι εκείνη με τη σειρά της τους έδινε ό,τι χρειάζονταν.
Η κυρία Ειρήνη δεν ξανακατέβηκε να μείνει στο λιβάδι. Είχε επιστρέψει στο όμορφο πατρικό της σπίτι. Η αυλή ήταν πάντα γεμάτη με παιδιά που παίζανε χαρούμενα. Οι φίλοι της Ιωάννας, που φοβόντουσαν αυτό το σπίτι, τώρα το έκαναν το πιο αγαπημένο χώρο συνάντησης και παιχνιδιού. Η κυρία Ειρήνη ήταν πολύ χαρούμενη, ετοίμαζε διάφορα γλυκά και χυμούς και τα πρόσφερε στα παιδιά. Έλαμπε το πρόσωπό της, όταν έβλεπε την Ιωάννα και την ευχαριστούσε. Κι εκείνη με τη σειρά της τής έδινε μια μεγάλη αγκαλιά κι ένα γλυκό φιλί.
_
γράφει ο Ιωάννης Μαρίνος
Καλογραμμένο και με ωραία μηνύματα! Από τα παραμύθια που αξίζει να διηγηθούμε στα παιδιά μας!
Η παιδικη αθωοτητα της μικρης Ιωαννας ανταμωνειι την αγνη καρδια της γιαγιας, και ο συνδυασμος αυτος κατω απο την πενα του συγγραφεα προσφερουν αυτο το ομορφο και ευηχο παραμυθι