Σήμερα είναι τα γενέθλια της. Είπα να περάσω να της ευχηθώ. Αγόρασα και τα αγαπημένα της τρουφάκια. Ανέβηκα στον τέταρτο και χτύπησα το κουδούνι της. Μου άνοιξε. Μόλις με είδε, και πριν προλάβω να πω οτιδήποτε, προσπάθησε να κλείσει πάλι την πόρτα, αλλά αυτή, για κακή μου τύχη, σφήνωσε στο δεξί μου πόδι κι έμεινε μισάνοιχτη.
– Ιωάννα τι έπαθες; ρώτησα ξαφνιασμένος.
– Θέλω να φύγεις τώρα! μου φώναξε μέσα από το άνοιγμα.
– Μα εγώ ήρθα για να… Εντάξει, θα φύγω…Μπορείς να χαλαρώσεις λίγο την πόρτα να τραβήξω το πόδι μου;
– Όχι. Αν χαλαρώσω θα μπουκάρεις μέσα και δεν θέλω
– Μα πρέπει να πάρω το πόδι μου. Έχει σφηνώσει, δεν καταλαβαίνεις; φώναξα αγανακτισμένος.
– Δεν με νοιάζει! Τράβα το έτσι.
Το τράβηξα. Έβαλα όλη μου τη δύναμη και το τράβηξα. Το πόδι μου βγήκε από το παπούτσι που έκανε ένα γκελ και πετάχτηκε στο εσωτερικό του διαμερίσματος ενώ η πόρτα έσκασε στα μούτρα μου. Παρά λίγο να μου πέσει από τα χέρια το κουτί με τα τρουφάκια. Έμεινα για λίγο άφωνος από την απρόσμενη έκβαση κι ύστερα άρχισα να χτυπάω το κουδούνι και την πόρτα εκλιπαρώντας.
– Ιωάννα, άνοιξε σε παρακαλώ να πάρω το παπούτσι μου.
Άδικα όμως λαχάνιαζα. Καμιά απολύτως απάντηση. Σαν να ήταν το διαμέρισμα ακατοίκητο. Αφού είδα κι αποείδα, κατέβηκα στο ισόγειο και βγήκα στο δρόμο. Το έδαφος ήταν παγωμένο και οι περαστικοί με κοιτούσαν με περιέργεια. Αποφάσισα ότι θα ήταν καλύτερα αν έβγαζα και το άλλο παπούτσι. Διαπίστωσα όμως ότι δεν άλλαξε κάτι. Οι περαστικοί συνέχισαν να με κοιτάζουν καθώς με το ένα χέρι βαστούσα ένα παπούτσι και με το άλλο ένα κουτί γλυκά.
Το γραφείο μου δεν απείχε πολύ. Μόνο δυο τετράγωνα. Σκέφτηκα ότι θα τα καταφέρω να φτάσω εύκολα μέχρι εκεί κι ας ήμουν ξυπόλητος. Δοκίμασα να περπατήσω, αλλά το πεζοδρόμιο ήταν γεμάτο με ένα σωρό ακαθαρσίες. Παρά λίγο να πατήσω μια αναμμένη γόπα που πέταξε ένας ανάγωγος. Άλλαξα γνώμη και ξαναγύρισα στην είσοδο της πολυκατοικίας. Έκατσα στα σκαλιά, έβαλα το μοναδικό μου παπούτσι σαν υποπόδιο για να μην παγώνουν οι πατούσες μου και άνοιξα το κουτί με τα τρουφάκια. Ήξερα ότι εγώ θα επιζούσα κι αυτή κάποια στιγμή θα έβγαινε από το διαμέρισμα της. Η προσδοκία μου επαληθεύτηκε ένα τέταρτο αργότερα.
– Α… ώστε είσαι ακόμα εδώ; με ειρωνεύτηκε.
– Και που ήθελες να πάω χωρίς παπούτσια; Ιωάννα σε παρακαλώ, ανέβα και κατέβασε το παπούτσι μου, την παρακάλεσα.
– Δεν μπορώ τώρα. Πάω για ψώνια στο σούπερ μάρκετ. Όταν γυρίσω.
– Φέρε μου το παπούτσι και θα σε βοηθήσω να κουβαλήσεις τα ψώνια σου, απάντησα με έμπνευση.
– Δεν χρειάζεται. Τα καταφέρνω και μόνη μου, μου πέταξε κι απομακρύνθηκε βιαστικά.
Μισή ώρα αργότερα εμφανίστηκε πάλι. Την ακολουθούσε ένας μαντράχαλος φορτωμένος σακούλες. Με προσπέρασε σαν να μην συμβαίνει τίποτα και πριν κλείσει η πόρτα της πολυκατοικίας γύρισε και μου είπε χαμογελώντας ειρωνικά:
– Είδες; Υπάρχουν ακόμα ευγενικά άτομα σ’ αυτό τον κόσμο……
– Τι θα γίνει με το παπούτσι μου; φώναξα.
– Θα στο πετάξω απ’ το παράθυρο, μου είπε και χάθηκε στο εσωτερικό.
Σηκώθηκα και στάθηκα στο πεζοδρόμιο κοιτώντας προς τα πάνω, αλλά μάταια. Ήμουν σίγουρος ότι φίλεψε καφέ ή ένας θεός ξέρει τι άλλο, το ευγενικό κορόιδο. Τα πόδια μου πάγωναν οπότε ξαναγύρισα στην πρότερη μου θέση. Όποιος είπε ότι η υπομονή είναι αρετή είναι μαλάκας, σκεφτόμουνα, όταν είδα το μαντράχαλο να βγαίνει και με ελαφρύ τροχαδάκι να περνάει το δρόμο απέναντι. Έκανα να σηκωθώ αλλά έγινε μια τεράστια έκρηξη στο κεφάλι μου και φλόγες τύλιξαν το κορμί μου καθώς εκτοξευόμουν στο διάστημα. Μετά τον εκκωφαντικό θόρυβο και το άπλετο φως βρέθηκα στο απόλυτο σκοτάδι και τη σιωπή. Μια έντονη μυρουδιά πατσουλί με γύρισε πίσω και μ’ έφερε αντιμέτωπο με δυο ηλικιωμένες κυρίες που προσπαθούσαν να με βοηθήσουν να σηκωθώ.
– Λιποθύμησες αγόρι μου, μου είπε η μια.
– Πρέπει να τρως συχνότερα, μου είπε η άλλη με κατανόηση, κοιτώντας τα γυμνά μου πόδια.
Έβγαλε από την τσέπη της ένα δίευρο και μου το έβαλε στο χέρι χαμογελώντας μου με συμπάθεια. Μου πήρε λίγο να συνέλθω. Όταν αραίωσαν κι οι υπόλοιποι περίεργοι είδα το δεύτερο παπούτσι μου στη ρίζα μιας νεραντζιάς. Έριξα μια ματιά προς τα πάνω, αλλά το παράθυρο της ήταν κλειστό. Σηκώθηκα και φόρεσα τα παπούτσια μου. Ακούμπησα με το χέρι μου το πονεμένο κεφάλι μου και επιβεβαίωσα τις συνέπειες του διαστημικού ταξιδιού μου στο αναμνηστικό καρούμπαλο. Ξεκίνησα επιτέλους για το γραφείο. Η ώρα ήταν περασμένες 12μμ. Στο δρόμο μετάνιωσα. Κρατούσα ακόμα το κουτί με τα υπόλοιπα τρουφάκια. Γύρισα και κούρνιασα στο απέναντι καφέ, απέναντι από το σπίτι της. Εγώ βούτηξα σε μια μεγάλη κούπα ζεστό καφέ latte και το καρούμπαλο μου σε μια πλαστική σακούλα με παγάκια που μου έφερε η πονόψυχη σερβιτόρα.
Δέκα λεπτά αργότερα, η Ιωάννα, έσκασε μύτη από την πολυκατοικία ντυμένη στην τρίχα. Προς στιγμή νόμισα ότι με είδε γιατί πέρασε το δρόμο κι ερχόταν βιαστική καταπάνω μου, αλλά με προσπέρασε σαν να ήμουν ένα αόρατο τίποτα κι απομακρυνόταν ανέμελα, σεινάμενη κουνάμενη, χωρίς να διανοείται ότι εγώ δεν είχα μάτια παρά μόνο γι’ αυτήν. Άπλωσα το χέρι μου στο κουτί με τα τρουφάκια και έσφιξα στη χούφτα μου… το απόλυτο κενό…
_
γράφει ο Νίκος Γιαννόπουλος
Σκηνοθέτης – Παραγωγός
Ο τρόπος που περιέγραψες όλες τις σκηνές εδώ (το παπούτσι του ήρωά σου που κολλά στην πόρτα και τα παρακαλετά του, η αστεία φιγούρα του καθισμένος στα σκαλιά με τα πόδια σε ένα παπούτσι με τα τρουφάκια αγκαλιά, οι κυρίες που τον σήκωσαν με λύπηση, το καφέ της απογοήτευσης με άδειο το κουτί…και όχι μόνο) μας υπενθυμίζει το επάγγελμά σου και το ταλέντο που έχεις σε αυτό. Congrats.
Κερναω τρουφακια για τα καλα σου λογια…….Thanks
Γραφική περιγραφή μιας απόλυτα μονόδρομης αγάπης…Τα τρουφάκια λογικά θα πρέπει να βρήκαν τη θέση που τους άξιζε!
Μπράβο!!!