Αναζητητής των φωτεινών του ουρανού σημείων
επάνω στο φτερωτό σου άτι
ένα αρπακτικό κοιτούσες αφημένο στα σπλάχνα του Προμηθέα.
Κουλουριασμένο ανάμεσα στα σωθικά του θεανθρώπου
ζητούσε συγχώρεση για τη δική του κατάρα.
Δέσμιο στου Δία τις βουλές εξαναγκαζόταν σε μια βάρβαρη ενασχόληση.
Του ζητήθηκε να ανασκαλεύει το ναρκωμένο σώμα
αφημένο καθώς ήταν στα δεσμά της αμαρτίας.
Για άλλους φτιάχτηκε το νέκταρ και η αμβροσία
γι’ αυτό μόνο η ματωμένη σάρκα και τα σάπια εντόσθια.
Ο μύθος μονάχα τον Προμηθέα δικαιώνει.
Αυτόν τον ένα και μυθικό Εωσφόρο της μυθολογίας
που σταυρώθηκε στο Γολγοθά των ειδωλολατρών
αφού μεταλαμπάδευσε τον καρπό της γνώσης
υπό τη μορφή του πυρωμένου κάρβουνου και της αναμμένης δάδας.
Ήταν τότε που άνοιξε η γη και σε αγκάλιασε.
Το Άληιον πεδίον έγινε για σένα Βελλεροφόντη της Γεσθημανής ο κήπος.
Στρατιές ολάκερες οι άγγελοι
ακολουθούμενες από μελαχρινούς, Ρωμαίους στρατιώτες
σε παρέδωσαν στον κεραυνόμορφο Δία.
Το δικό σου, όμως, μάγουλο κανένας δεν το φίλησε Ιούδας.
Ούτε της προδοσίας τη στοργή δεν ένιωσες.
Μόνος βίωσες την πτώση στα σκοτάδια της τυφλότητας.
Σου έλαχε να τυφλωθείς σε μια πατρίδα που δεν αγαπούσες,
σε μια γεωγραφική έκταση του πόνου και της θλίψης
όπου οι άνθρωποι θησαύριζαν από τον πόνο των Αγίων
και έφτιαχναν ψεύτικα μαργαριτάρια από τα δάκρυα τους
που έρεαν σε θαυματουργά εικονίσματα και σε φθαρμένες τοιχογραφίες.
Εσύ στους ουρανούς άφηνες τη σκέψη σου να αιθεροβατεί.
Κλεισμένος σε ένα πήλινο σώμα
μονάχα με τη ψυχή μπορούσες να φτάσεις στο φως.
Αφέθηκες στους καλπασμούς του Πήγασου
και στις μαγγανείες του ταξιδιού.
Αυτό σού έφτανε Βελλεροφόντη.
Το ταξίδι στα ουράνια, μόνο το ταξίδι.
Κι ας ήξερες ότι τα αστέρια είναι πράγματι μακριά.
Κι ας ήσουν σίγουρος ότι η σελήνη
ήταν με άλλον ερωτευμένη.
Με ένα νέο που αρέσκετο στα ασυνείδητα δρώμενα του ύπνου.
Αρκέστηκες στα σκοτεινά σημεία του ορίζοντα και στις μαύρες τρύπες
που ρουφούσαν με βουλιμία τα χρόνια σου.
Ρημαγμένος έζησες στη Λυκία
χοές σε ξένους πια να κάνεις Θεούς.
Τυφλός αναζήτησες το άλογο σου.
Με τα μεταξένια φτερά του
να ντύσεις το γυμνό και γερασμένο σώμα σου.
Ρυτίδες παντού και δυο κόγχες που μέσα τους δεν είχαν ίριδα.
Μια οδός θα απομείνεις κι εσύ.
Ένας μελαγχολικός δρόμος
όπου οι εταίρες θα παζαρεύουν τα γυμνά τους σώματα
πατώντας επάνω στα πεσμένα και κίτρινα φύλλα των φθινοπωρινών ψυχών.
Τα αστέρια που τόσο αναζήτησες
θα καθρεφτίζονται μονάχα στις ξεχαρβαλωμένες του πεζοδρομίου πλάκες
και η σελήνη θα φωτίζει το μονοπάτι που διάβηκες
προτού ακουμπήσεις στη γη και κλειστείς σε ένα παραθαλάσσιο μνήμα.
Τι κι αν ταξίδεψες στο πέρα φως,
μια οδός θα απομείνεις κι εσύ για τα αδιάφορα των περαστικών βήματα.
_
γράφει ο Αντρέας Πολυκάρπου
Αγαπητέ Ανδρέα υπέροχη γραφή και εικόνες. Με καθήλωσε η τελευταία φράση ” Τι κι αν ταξίδεψες στο πέρα φως
μια οδός θα απομείνεις κι εσύ για τα αδιάφορα των περαστικών βήματα”. Πραγματικά εξαιρετική δουλειά. Το διαβάζω και το ξαναδιαβάζω και μπαίνω σε μια διαδικασία ενδοσκόπησης για την δική μου την πορεία.
Ευχαριστω πολυ
Πολύ καλό…
Ευχαριστω πολυ