Το πρώτο βράδυ

Η ιδιοκτήτρια με είχε προειδοποιήσει μήνες πριν. «Δώσε μου τουλάχιστον δύο ενοίκια από τα τόσα που χρωστάς, να έχω κι εγώ ένα πάτημα, να σταματήσει κι ο άντρας μου να γκρινιάζει ότι θα σε διώξει. Ξέρω ότι περνάς δύσκολα, αλλά μας τις πετσόκοψαν τις συντάξεις με όλα αυτά τα μέτρα. Ούτε πετρέλαιο έχουμε να βάλουμε και τα παιδιά μου προβλήματα έχουν κι εκείνα, ούτε που ξέρουν εάν θα έχουν δουλειά για πολύ ακόμη. Αποκλείεται να μην μπορείς να βρεις ένα μεροκάματο, σου ‘χω κάνει και μείωση ενοικίου δυο φορές, έλα προσπάθησε κι εσύ, δεν μου πάει να σε διώξω».

Δεν ήξερα εάν κάθε φορά που τα άκουγα όλα αυτά, ένιωθα ντροπή, θυμό, φόβο ή όλα τα συναισθήματα μαζί. Σκεφτόμουν «εάν δεν θέλεις να με διώξεις, να κάνεις κι άλλη υπομονή. Δεν έχεις ακούσει τίποτε για αλληλεγγύη στον φτωχό; Ότι που να χτυπιέσαι κάτω δεν μπορείς να βρεις δουλειά; Θαρρείς ότι εγώ γουστάρω να ζω έτσι; Να χρωστάω και να φλερτάρω με το πολύφωτο στο σαλόνι μου; Αν και τόσο φτηνά που το πήρα σε συνδυασμό με το σάπιο ταβάνι σου που στο χρυσοπληρώνω, μάλλον δεν θα αντέξει έναν κρεμασμένο».

Οικογένεια δεν υπήρχε, οι γονείς είχαν πεθάνει, ναι τους έχασα νωρίς που λένε, αδέρφια δεν είχα, θειάδες και ξαδέρφια ξεχασμένους τους είχα όπως με είχανε και αυτοί. Ξέρεις κρυφά μέσα μου, κραύγαζα και ήλπιζα από μικρός να μην χρειαστεί να πέσω στην ανάγκη κανενός. Να έχω την υγεία μου ή ακόμη καλύτερα να είμαι άφθαρτος. Συνάντησα τόσα ανθρωπάκια στη ζωή μου, να τρέχουν κα να παρακαλάνε τους πάντες για τα πάντα, να ζουν σε κουτιά με κοφτερά μαχαίρια που τα πετούσαν στους άλλους προκειμένου να προστατέψουν το κουτί τους που με τόσα γλειψίματα χτίσαν. Και το κοφτερό μαχαίρι ξέρεις, όταν καρφωθεί με δύναμη στο κεφάλι σου σε πονάει πολύ και συχνά επιθυμείς να το επιστρέψεις πίσω πιο δυνατά, με περισσότερη ορμή, με περισσότερο μίσος. Μίσος ναι! Μην μου πεις ότι δεν το ένιωσες ποτέ. Το ένιωσα όταν η ιδιοκτήτρια ένα πρωί μου χτύπησε το κουδούνι ορμώντας μέσα μαζί με τον άντρα της πετώντας τα πράγματα έξω. Διέκρινα ότι εκείνη ήταν και λίγο βουρκωμένη, εκείνος πάλι, εκτός εαυτού, έβριζε και πετούσε, πετούσε και έβριζε, εμένα, εκείνον, τη γυναίκα του, την κακούργα κοινωνία, το Θεό, τη μάνα του, τον πατέρα του, τη γειτονιά κι άλλους πολλούς. Να ήμουν εγώ η αφορμή για το προσωπικό του ξέσπασμα του αιώνα; Ποιος να ξέρει;

Το πρώτο βράδυ, ήταν από εκείνα τα βράδια που ποτέ δεν μπορείς να φανταστείς ότι θα σου συμβεί. Γιατί να το φανταστείς άλλωστε; Γεννιέσαι και μεγαλώνεις μέσα στη ζεστασιά του σπιτιού σου. Κι αν κάτι σου συμβεί, υπάρχει πάντα μια μάνα, ένας πατέρας, μια γιαγιά, ένας παππούς που θα σε δεχτεί και θα σε αγκαλιάσει. Θα σε υποδεχτεί και θα σου πει, μη φοβάσαι! Εγώ είμαι εδώ! Ποιος τόλμησε να σε πειράξει; Είμαι εδώ και θα σε προστατέψω. Αυτές τις σκέψεις ήμουν ικανός να τις κάνω μετά τους πρώτους τρεις μήνες στο δρόμο. Όταν πια κατάλαβα για τα καλά ότι είμαι άστεγος. Δεν υπάρχουν νεοάστεγοι, δεν μαλακώνεις τίποτα απλοποιώντας και χαϊδεύοντας τις ορολογίες και τις ανθρώπινες ταμπέλες.

Η πρώτη μου νύχτα λοιπόν. Ξέρεις, έχει αρχίσει και θολώνει η θύμησή της. Με τις φωνές του ιδιοκτήτη πάνω από το κεφάλι μου και προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω αυτό που μου συνέβαινε, μάζεψα λίγα ρούχα και μια κουβέρτα και έφυγα τρέχοντας από το σπίτι, ενώ εκείνος ακόμη βλαστημούσε και πετούσε πράγματα. Ναι, είχα την ψυχραιμία μέσα στον πανικό να σκεφτώ ότι θα χρειαστώ μια κουβέρτα. Από το πρώτο βράδυ βέβαια, κατάλαβα ότι μια κουβέρτα δεν είναι αρκετή για να καλύψει ούτε το κορμί ούτε και την ντροπή. Ντροπή για τον εαυτό σου και τον οποιοδήποτε συνέβαλλε ηθελημένα ή ασυνείδητα να μην έχεις γύρω σου τοίχους να σε προστατεύουν από τη λύπηση, την απέχθεια και την απορία στα μάτια των παιδιών. Τα παιδιά καθώς προχωρούν κρατώντας το χέρι του γονιού, είναι τα μόνα που γυρίζουν και σε κοιτούν κατευθείαν στα μάτια. Κάμποσα από αυτά τα πλασματάκια μου χαμογελούν καμιά φορά. Τους έκανα κι εγώ διάφορες γκριμάτσες, για να χαίρονται και να καταλάβουν ότι δεν είμαι μπαμπούλας, παρόλο που είμαι λίγο βρώμικος και δεν μυρίζω γιασεμί ή λεβάντα. Σταδιακά, τις έκοψα τις γκριμάτσες από τότε που μια μαμά με πήρε στο κυνήγι και με έβριζε καθώς νόμιζε ότι είμαι ανώμαλος και τεράστια απειλή για τη ζωή του παιδιού της και την αθωότητά του. Αθωότητα, τι περίεργη λέξη. Πόσο σπάνια. Να ‘μουν λοιπόν και πάλι εγώ η αφορμή για το δεύτερο ξέσπασμα του αιώνα μετά το αντίστοιχο του ιδιοκτήτη; Ούτε αυτό θα το μάθω.

Τι σου έλεγα; Α, για την πρώτη νύχτα στο δρόμο, σωστά. Κάνε μια άλλου είδους έρευνα εάν σε καίει τόσο πολύ να μάθεις πώς είναι ξαφνικά να μείνεις με δύο βαθμούς Κελσίου έξω. Πάρε δηλαδή κι εσύ μια κουβέρτα, πέτα το μακιγιάζ σου για να μην προκαλέσεις και στρώσου σε ένα παγκάκι. Οι σκέψεις σου θα παραλύσουν. Αν καταφέρεις να κοιμηθείς έστω και ένα λεπτό γράψε μου. Οι σκέψεις μου λοιπόν είχαν παγώσει. Δεν κοιμήθηκα καθόλου και απλά περίμενα να ξημερώσει. Προσποιούμουν ότι έχω ξενυχτήσει με τους φίλους και δεν έχω λεφτά για ταξί. Ήμουν μόνος και δεν είχα ούτε νερό. Φυλούσα τα πέντε ευρώ που είχα στην τσέπη για τις επόμενες μέρες. Μέσα στην παραζάλη μου, πίστευα ότι θα με έβγαζαν εάν έτρωγα ένα κουλούρι την ημέρα. Τελικά μου έφτασαν για λίγες ώρες.

Το πρωί, με το πρώτο φως, κάρφωσα το βλέμμα σε έναν κόκκινο τοίχο απέναντί μου και περίμενα. Όταν κατάλαβα ότι κανείς δεν πρόκειται να έρθει να με πιάσει από το χεράκι, σηκώθηκα και πήρα τους δρόμους. Μισοέκλαιγα, μισογελούσα, πεινούσα, διψούσα. Κι εσύ τώρα έχεις την απορία, μα καλά, φίλους δεν είχες, δεν υπήρχε κανείς να σε φιλοξενήσει έστω για λίγο; Κι εγώ θα σου απαντήσω, οι φίλοι με είχαν φιλοξενήσει αρκετές φορές στο παρελθόν, οι δυο δηλαδή αληθινοί μου φίλοι. Έχουν οικογένειες όμως κι εγώ τις οικογένειες δεν θέλω να τις ταράζω και δεν θα είχε νόημα να κάνω κάτι τέτοιο. Σου είπα και πριν, ο εφιάλτης μου πιο πολύ κι από το δρόμο είναι να πέσω στην ανάγκη κάποιου. Υπερβολικός εγωισμός; Ίσως. Αγύριστο κεφάλι ακόμη και την ύστατη στιγμή; Πιθανό κι αυτό. Έχω σταματήσει να δίνω ερμηνείες σε ο,τιδήποτε σκέφτομαι ή κάνω.

Πώς επιβιώνω; Κατάφερα να μην απλώσω ικετευτικά το χέρι. Από τα γύρω μαγαζιά με ξέρουν και δεν κρύβουν κάθε φορά την έκπληξή τους για το πώς ένας άνθρωπος σαν κι εμένα, όμορφος και καλλιεργημένος κατέληξε να ζει στο δρόμο. Δεν μπήκα ποτέ στον κόπο να τους απαντήσω. Οι περισσότεροι θαρρούν ότι ο όμορφος άνθρωπος ποτέ δεν θα πάθει τίποτα. Λες κι η ασχήμια σ’ αυτά που σου τυχαίνουν κάνει αντίθεση με την ομορφιά. Δέχομαι όμως το φαγητό και την τουαλέτα που μου προσφέρουν και φυσικά τα διάφορα μεροκάματα ίσα για τα απαραίτητα.

Η μέρα πώς περνάει; Πιο εύκολα από τον πρώτο καιρό. Δυο χρόνια πια έξω, έχω γνωρίσει αρκετό κόσμο. Τσακωνόμαστε για το ποιος θα πρωτοκαπαρώσει το πιο ζεστό σημείο το χειμώνα και την πιο δροσερή στοά το καλοκαίρι. Αλλά το συνηθίζεις κι αυτό όπως όλα. Καμιά φορά μοιραζόμαστε τα λιγοστά υπάρχοντα και, ειδικά με όσους είναι χρόνια στο δρόμο, μοιραζόμαστε συναισθήματα. Κοιτάμε ψηλά το φεγγάρι, περιμένουμε να μας πάρει ο ύπνος κι αναρωτιόμαστε αν υπάρχει καμιά σκάλα για να ανέβουμε εκεί πάνω και να το δούμε από κοντά. Όσο για την ηλικία μου, είμαι όσο φαίνομαι. Και κάτι τελευταίο θέλω να σου πω. Σκέφτομαι όλο και συχνότερα, ότι όλες μου οι επιλογές με οδήγησαν στο δρόμο, ακόμη κι εκείνες που δεν επέλεξα. Ξαναγεννήθηκα με έναν τρόπο που εσύ μάλλον δεν μπορείς να καταλάβεις. Αρρωστημένη σκέψη; Παρατραβηγμένη; Ας είναι.

Κι εσύ τώρα θα με ευχαριστήσεις, θα μου ευχηθείς κουράγιο, υπομονή, να προσέχω τον εαυτό μου και πως όταν ξαναπεράσεις από εδώ θα ρωτήσεις για μένα, αν είμαι ακόμη ζωντανός κι ότι κάποτε μια παγωμένη μέρα, από αυτές που σπάνια γνωρίζει η Αθήνα, μου πήρες συνέντευξη. Ένας από τους πολλούς άστεγους που πλησίασες για να βγάλεις το άρθρο της εβδομάδας σου. Τη μικρή σου έρευνα για τους χιλιάδες άστεγους της πόλης, να κολλήσεις και την λέξη κρίση κι όλα να πάνε καλά. Ένα άρθρο πιο συναισθηματικό από το μέσο όρο καθώς αποζητάς τη μαρτυρία του άστεγου. Το κάτι παραπάνω ώστε να συγκινηθούν οι αναγνώστες σου. Φαντάζομαι τον τίτλο του άρθρου: « ΟΙ ΚΑΤΑΤΡΕΓΜΕΝΟΙ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ» ή «Η ΚΡΙΣΗ ΟΔΗΓΕΙ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΣΥΜΠΟΛΙΤΕΣ ΜΑΣ ΝΑ ΖΟΥΝ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ» και ακόμη καλύτερα «ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΣΤΕΓΩΝ ΠΟΥ ΘΑ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΟΥΝ».

Σε πάω ένα στοίχημα μικρή μου, ότι τα τελευταία λόγια μου δεν θα τα βάλεις στο κείμενό σου, γιατί δεν έχουν σημασία καθώς νομίζετε πως είναι τα λόγια ενός ανθρώπου που αρχίζει να χάνει το μυαλό του, που συνήθισε να ζει στο δρόμο και δεν τον νοιάζει να αλλάξει τίποτα από τη ζωή του. Εγώ, θέλω απλά να φύγει το κρύο και ο ήλιος να μου κάψει το πρόσωπο και τα μάτια.

 

Γράφει η Ιωάννα Μπαλάφα

Η Ιωάννα Μπαλάφα γεννήθηκε το 1984 στην Αθήνα. Σπούδασε Κοινωνιολογία με ειδίκευση στα πεδία των εξαρτήσεων και της βιοηθικής. Δραστηριοποιείται στο χώρο των ΜΚΟ τα τελευταία οχτώ χρόνια ενώ παράλληλα ασχολείται με τη φωτογραφία έχοντας λάβει μέρος σε διάφορες ομαδικές εκθέσεις. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα κοινωνιολογικά και freepressέντυπα όπως επίσης σε δημοσιογραφικά και ενημερωτικά sites.

Ιστολόγιο: www.ioannabalafa.blogspot.gr

Email: [email protected]

 

Ακολουθήστε μας

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 29 – 30 Μαρτίου 2025

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 29 – 30 Μαρτίου 2025

Real News Καθημερινή https://youtu.be/lUs1F7LToqA?si=WDPWDsG2NUS35UCs https://youtu.be/PcICb7hjRtM?si=PQFZsVYt1RXMcIAp Πρώτο Θέμα Το Βήμα της Κυριακής Δώστε μας το email σας και κάθε Παρασκευήθα έχετε στα εισερχόμενά σας τις προσφορές των εφημερίδων [mailpoet_form...

Άγγελοι φτιαγμένοι από χρυσό

Άγγελοι φτιαγμένοι από χρυσό

Χορεύανε στη βροχή, το θυμάμαι.Σαν να ’χα γράψει εγώ τη σκηνή.Κι όπως μιλούσαν, ένιωθαν πως μεθάνε.Μα δεν είχανε πιει στάλα κρασί. Κι όπως τ ’αστέρια ψιθύριζαν ευχές,τα μάτια έκλεισε, έλεγε προσευχές.Κάτι γι’ αγγέλους κι όνειρα απατηλά.Κάτι γι’ αντίο και μεθυσμένα...

Η μάνα της Φανής

Η μάνα της Φανής

Τα βήματά μου ακολούθησαν τον μεγαλόσωμο αστυνομικό. Το ήξερα ότι δεν έπρεπε να τον ακολουθήσω, αλλά έπρεπε να τη δω. Ήθελα να είμαι κοντά της. Πάντα, όταν συμβαίνει κάτι σοβαρό, οι κόρες πάνε στις μητέρες τους για να μάθουν τι να κάνουν. Εγώ, σε τι διαφέρω; Δεν είχα...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Διαβάστε κι αυτά

Η μάνα της Φανής

Η μάνα της Φανής

Τα βήματά μου ακολούθησαν τον μεγαλόσωμο αστυνομικό. Το ήξερα ότι δεν έπρεπε να τον ακολουθήσω, αλλά έπρεπε να τη δω. Ήθελα να είμαι κοντά της. Πάντα, όταν συμβαίνει κάτι σοβαρό, οι κόρες πάνε στις μητέρες τους για να μάθουν τι να κάνουν. Εγώ, σε τι διαφέρω; Δεν είχα...

Αδιαφυλαξία

Αδιαφυλαξία

Απόψε, τουλάχιστον, θέλω να είμαι ειλικρινής. Αν και αμφιβάλλω αν είμαι καν ικανός να ψεύδομαι. Βλέπεις, μιλώ ξανά στο κενό, μα ακόμα και το κενό ξέρει πως κανείς δεν μπορεί να ψεύδεται χωρίς πρώτα να κατέχει οποιαδήποτε άποψη. Και για να πω την αλήθεια, δεν πιστεύω...

Η κραυγή

Η κραυγή

Με εμπειρίες λιγοστές κι επαρχιώτικες ξεκίνησε τη φοιτητική ζωή στη μεγαλούπολη. Καλόβολος, με καρδιά αγνή, αθωότητα σχεδόν παιδική, προσπαθούσε από τους πρώτους κιόλας μήνες να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της σχολής και κυρίως να ανοίξει τους κοινωνικούς του...

9 σχόλια

9 Σχόλια

  1. Βαλάντης Μπάτσαρης

    Συγκλονιστικό αφήγημα, με δυνατή γραφή. Ας είναι η αφύπνισή μας για ό,τι συμβαίνει γύρω μας.

    Απάντηση
  2. Άννα Ρουμελιώτη

    Συγκλονιστικό πραγματικά!και ναι κανείς δεν μπορεί να καταλάβει αν δεν βρεθεί στην ίδια θέση…………..

    Απάντηση
  3. Βαγγέλης Θερμογιάννης

    Τι είναι η ζωή του ανθρώπου… Εξαιρετικό αγαπητή Ιωάννα!

    Απάντηση
  4. Ιωάννα Μπαλάφα

    Αγαπητοί, Βαλάντη, Άννα, Βαγγέλη, σας ευχαριστώ πολύ

    Απάντηση
  5. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ

    Παρά το ότι είναι πλέον ορατό σε όλους μας -ΣΕ ΌΛΟΥΣ ΜΑΣ το τονίζω- ‘ότι μπορεί να συμβεί στον καθένα από μας στις μέρες μας, ο τρόπος που η Ιωάννα περιέγραψε της το γεγονός και τα προηγηθέντα μιας “αστεγοποίησης” είναι στην κυριολεξία συγκλονιστικός. Η “ηρεμία” μάλιστα της γραφής είναι εκείνο το στοιχείο που δίνει δύναμη στο διήγημα. Το δε κλείσιμο :«
    Εγώ, θέλω απλά να φύγει το κρύο και ο ήλιος να μου κάψει το πρόσωπο και τα μάτια.», τι να πω σε τραντάζει ψυχολογικά τόσο πολύ που είναι σαν να ξυπνάς από εφιάλτη. Τα συγχαρητήριά μου Ιωάννα Μπαλάφα, δυνατή πέννα!

    Απάντηση
  6. Ιωάννα Μπαλάφα

    Κύριε Παπαχαραλάμπους, σας ευχαριστώ πολύ. Κάθε φορά τα σχόλια σας είναι τόσο όμορφα…Να είστε καλά

    Απάντηση
  7. Αθηνά Μαραβέγια

    Διαβάζοντάς το – είναι και ένα θέμα που με καίει κυριολεκτικά – ένοιωσα ένα ρίγος να διαπερνά τη ραχοκοκαλιά μου. Χωρίς φιοριτούρες,με απλές λέξεις, στο πάντρεμα των οποίων, βγήκε ένα διαμάντι που οι κόχες του, όμως, πονάνε, ματώνουν…
    “… το σάπιο ταβάνι σου που το χρυσοπληρώνω…
    …Δεν υπάρχουν νεοάστεγοι, …
    Ντροπή ….να μην έχεις γύρω σου τοίχους να σε προστατεύουν από τη λύπηση, ….
    ….Τσακωνόμαστε…μοιραζόμαστε συναισθήματα….
    …λόγια ενός ανθρώπου… που συνήθισε να ζει στο δρόμο και δεν τον νοιάζει να αλλάξει τίποτα από τη ζωή του….”
    Ευχαριστώ από καρδιάς!!!

    Απάντηση
    • Ιωάννα Μπαλάφα

      Αγαπητή κα Μαραβέγια, εγώ σας ευχαριστώ! Και με την ευκαιρία να εκφράσω το θαυμασμό μου για όσα από τα γραπτά σας έχω διαβάσει και που με ταξίδεψαν..Να είσαστε πάντα καλά.

      Απάντηση
  8. Ανώνυμος

    Τόσο ήρεμη γραφή σε μια τόσο συγκλονιστική αφήγηση. Υπέροχο διήγημα Ιωάννα, συγχαρητήρια….

    Απάντηση

Υποβολή σχολίου