Μια βραδιά κάθισα μπροστά από το τζάκι
Η φωτιά σιγόκαιγε,
Και η ψυχή μου σαν νερό κυλούσε,
Γεμάτη σκέψεις και αίσθημα,
«πλημμύρισα», σκέφτηκα,
Κι άρχισα να μιλώ στις φλόγες,
Η φωτιά με παρέσυρε,
Έβλεπα πρόσωπα παράξενα,
Άκουγα φωνές μαγικές,
Ήταν η μάνα που μου φώναζε «πρόσεχε»
Κι ο πατέρας που θυμωμένα έλεγε «κάνε, ό,τι θες»,
Η αδελφή μου που δεν μπορούσε την γκρίνια μου,
Και το γεμάτο ειρωνεία γέλιο του αδελφού μου.
Τα ξύλα μισοφαγώθηκαν,
Γέμισε το φόρεμά μου μαύρη στάχτη,
Ήμουν το τέλος κι εκείνοι η αρχή,
Μια αγάπη που άργησε να μου δώσει σημάδι
Και μια φωτιά που σιγόκαιγε,
Γεμίζοντας στάχτες το ροζ μου φουστάνι.
_
γράφει η Λουίζα Ανδρέου
0 Σχόλια