Μαβιά σύννεφα
ταξιδεύουν στα δυτικά
με τον ανάλαφρο ρυθμό
παλιού τραγουδιού.
Ένα κορίτσι
κεντάει στο τελάρο του
το τριανταφυλλί του λιόγερμα.
Ένα σύννεφο,
το ‘συρε μαζί του το σούρουπο,
σκάλωσε στα κλαδιά της γαζίας
ξεθώριασε το κιτρινάκι της φορεσιάς της
σκαρφάλωσε στο παραθύρι
σκοτείνιασε τα χρώματα στην κάμαρη
που ‘χε απλόχερα σκορπίσει το δείλι.
Ο δρόμος φορτωμένος περίσκεψη
πορεύεται στ’ αμμουδερό τ’ ακροθαλάσσι
μια διακριτική βροχή
λουστράριζε την άσφαλτο
μια στεναχώρια πλανιέται
κρεμασμένη στις δεντροστοιχίες.
Μια θάλασσα ξαπλωμένη νωχελικά
συλλογιόταν την απεραντοσύνη της
στο πρωινό της ξύπνημα
ολόστρωτη, ανεκύμαντη
κι ας φύσαγε ένα δροσάτο αγέρι.
Το σύθαμπο τη βρήκε
θυμωμένη, ανάστατη
φυσάει η σοροκάδα φρενιασμένη
βογκάει η φουσκοθαλασσιά.
Στενάζει η ατμόσφαιρα
ανείπωτους καημούς
μια μνήμη αβέβαιη σέρνεται
από άγνωστα βάθη
συλλογισμοί απλώνουνε
στην πονεμένη σκέψη.
Άχαρες σκιές, ανάκατες
ζώσαν το περιγιάλι
πεσμένες κουβέντες
που σκόρπισαν κατάχαμα
μια ανημποριά για να τις συνταιριάξεις.
Κλείστηκε το κορίτσι στην κάμαρη
βαρύ ζύγωνε το σκοτάδι
δεν με συμπάθαγε
τούτο το σούρουπο
μου μήναγε να μην ανταμωθούμε.
_
γράφει ο Χάρης Αγγελογιάννης
0 Σχόλια