Από το μυαλό της δεν φεύγανε τα απειλητικά λόγια, που αντάλλαξαν στο τηλέφωνο χθες το βράδυ με τον πρώην άντρα της όταν αυτή αναλύθηκε σε λυγμούς, μόνη και αβοήθητη στον κόσμο.
Σήμερα κοντοστέκεται λίγο να ξαποστάσει και να πάρει μιαν ανάσα, σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το μέτωπό της, και κοίταξε έξω από το παράθυρο στον εσωτερικό διάδρομο δίπλα από την χειρουργική κλινική, όπου δούλευε ως καθαρίστρια εδώ και πέντε χρόνια με σύμβαση που ανανεωνόταν ελέω διαθέσεων διοικητού.
Η Βάνα είναι μια γυναίκα ψηλή, με γλυκά χαρακτηριστικά, κοντοκουρεμένα μαλλιά και σωματική διάπλαση που μαρτυρά τη φύση της ως βιοπαλαίστριας και ταλαιπωρημένου ανθρώπου. Παρόλα αυτά αυτό που απέπνεε δεν θα το λεγες άλλο από μια κρυφή και ασίγαστη περηφάνια, σαν να βλέπεις τα βουνά της Λεβεντογέννας.
Σεπτέμβριος του έτους 198_ και οι δυο κόρες της Βάνας επέστρεφαν πίσω στα θρανία, με όρεξη για δουλειά, καθώς ένα πράγμα που τους δίδαξε η μάνα τους αυτά τα δεκαπέντε- δεκαεφτά χρόνια ήταν ότι ο άνθρωπος που έχει δικό του πορτοφόλι έχει τα χέρια του λυμένα και μπορεί να κάνει σχεδόν ό,τι φανταστεί.
Ήταν μια συννεφιασμένη Δευτέρα όταν η μικρή της κόρη, επιστρέφοντας από το σχολείο με την μπάλα του μπάσκετ παραμάσχαλα, κλαίγοντας σχεδόν, έδειξε στη μάνα της ένα σημάδι στην πλάτη. Παίζαμε μπάλα, της είπε και χτυπήθηκα κατά λάθος.
Η Βάνα έπνιξε την οργή της μέσα σε ένα «Αχ κορίτσι μου», και βάλθηκε να περιποιείται τον μώλωπα με προσποιητή ψυχραιμία, ενώ μέσα της έβραζε από θυμό γιατί κατάλαβε ότι ο τσαμπουκάς της τάξης- ένας ήταν- είχε απλώσει το χέρι του για πολλοστή φορά σαν πισώπλατο μαχαίρωμα, στο σώμα της μικρής Πόπης και η Βάνα ήξερε επίσης ότι η κυρά καθηγήτρια της τρίτης Γυμνασίου δεν απέδιδε ποτέ δικαιοσύνη στο κορίτσι της αφού ήταν γνωστό σε όλο το σχολείο ότι η Πόπη και η Αντιγόνη, η αδερφή της, δεν έχουν πατέρα και ότι η μάνα τους είναι καθαρίστρια στο νοσοκομείο και αχνίζουν τα χέρια της από χλωρίνη από τις τουαλέτες που είναι αναγκασμένη να καθαρίζει, επειδή την παράτησε ο άντρας της.
Έτσι λοιπόν η καθηγήτρια και αυτή τη φορά δεν πίστεψε τα λεγόμενα της κακομοίρας της Πόπης, η οποία έπνιξε τους λυγμούς της και με κατεβασμένα τα αυτιά πήρε τον δρόμο προς τη μητρική αγκαλιά.
Η Αντιγόνη, η πρωτότοκη, με τα κατακόκκινα χείλη, κοκέτα, όσο και η μάνα της στα νιάτα της, αλλά μεγαλοδείχνοντας αφύσικα για τα δεκαεπτά της χρόνια, καμάρωνε την ίδια στιγμή, όλο ενθουσιασμό για το καινούριο μπλε φουστάνι της που της είχε κάνει δώρο η μαμά της για τα γενέθλιά της, δίνοντας τις μισές από τις οικονομίες της, τεσσάρων μηνιάτικων.
Και δώστου κοίταγμα η Αντιγόνη, με τα μακριά ίσια, καστανά μαλλιά, στον καθρέφτη και σφούρλες για να πάρει αέρα το φουρό και να φουσκώσει, όλα αυτά τά ’βλεπε η καημένη η Βάνα και κρυφά μέσα της έκανε τον σταυρό της, να ‘χεις όλα τα παιδιά του κόσμου καλά και τελευταία τα δικά μου, μονολογούσε, να έχουν μυαλό, μακριά από τον δρόμο τους η κακή μου τύχη, προσευχόταν σιωπηλά, και χαμόγελο δεν άνθιζε στα χείλη της παρόλο του έβλεπε τις κόρες της, ιδίως τη μεγάλη που είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί τη γυναικεία φύση της και αφού τα ετερώνυμα έλκονται, δεν έβλεπαν την ώρα ετούτες να μάθουν με τα μάτια τους τι γίνεται εκεί έξω.
Κούνια που την κούναγε τη Βάνα, και ήξερε από παλιανθρώπους και τι εστί παντρειά και τα συναφή. Γιατί μέσα της πολύ βαθιά, ζούσαν ακόμη τα στοιχειά του παρελθόντος, του γάμου της με τον Σωτήρη, που δεν έλεγαν να την αφήσουν.
Ένα κλέψιμο από το σπίτι της σε ένα χωριό της Κρήτης, τη δεκαετία του εξήντα, ένας άγουρος και απερίσκεπτος έρωτας, για να ξεφύγει από τον συντηρητικό κλοιό των γονιών και των τριών αδερφών της, η παράνομη εγκυμοσύνη μετά, ο γάμος άρον-άρον, το πρώτο παιδί και με διαφορά δυο χρόνια, η μικρή, η Καλλιόπη ή Πόπη, όπως χαϊδευτικά τη φωνάζανε, για να μην τους θυμίζει τη μάνα Καλλιόπη που η Βάνα είχε αφήσει πίσω στο νησί, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω της, δυο χωριατόπουλα που εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα.
Μόνο που η πρώτη νιότη έγινε δεύτερη, έγινε τρίτη, τα χρόνια πέρασαν, ο έρωτας ξεθώριασε, τα παιδιά μεγάλωσαν είχαν ανάγκες οικονομικές, και η γκρίνια που συνήθως πάει μαζί και δεν έρχεται μόνη της, σκούπισε όλο το απαλό χνούδι της γλυκιάς οικογενειακής ζωής, όπως διαλύεις με ένα σκουπόξυλο όλο το βασίλειο μιας αράχνης κάτω από τη σκάλα σου έτσι ανόητα, σαν να μην έγινε τίποτα.
Ο Σωτήρης, ο άντρας της Βάνας, κοντοχωριανός της, ήταν μαραγκός αλλά όταν οι βιομηχανίες επίπλων άρχισαν να επικρατούν στον δικό του χώρο, έμεινε άνεργος και δεν χρειάστηκαν να περάσουν πολλοί μήνες για να γίνει και άεργος, και όπως δεν έχουν τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου, συνήθισε τα βράδια να πνίγει τον καημό του στο αλκοόλ και στο τσιγάρο, τακτικότατος πελάτης των τεκέδων της αλλοτινής Αθήνας, όπου ακουμπούσε όσα λεφτουδάκια είχε η τρύπια τσέπη του για να τα πιεί και να τα αποτελειώσει μετά στα πορνεία των κακόφημων συνοικιών της Αθήνας.
Αυτά βέβαια όχι πως δεν τά ‘ξερε η Βάνα, όχι πως δεν καταλάβαινε, αλλά δεχόταν και το ξύλο που έτρωγε αδιαμαρτύρητα κάθε βράδυ από τον άντρα της, επειδή αυτή τάχα μου, δεν έφερνε λεφτά στο σπίτι και του είχε ξαμολήσει και δυο θηλυκά.
Αυτές τις σκέψεις της Βάνας, διέκοψε η στριγκιά φωνή της προϊσταμένης με τα κόκκινα μαλλιά και το κατακόκκινο μανικιούρ, πλησιάζοντας απειλητικά από το βάθος του διαδρόμου προς το παράθυρο. «Βρήκες την ώρα να χαλαρώσεις;», και η έκφραση στο πρόσωπό της έκανε τη Βάνα να σαστίσει και παρά το τρέμουλο κατάφερε να ψελλίσει. «Έρχομαι κυρία, τι θέλετε άλλο να κάνω για σας;».
Διασχίζοντας τον διάδρομο που οδηγούσε στο βεστιάριο, τα γεμάτα κακία γέλια από τις νοσηλεύτριες βάρδιας όπως πάντα έκαναν τη Βάνα να σκύβει το κεφάλι της. Ήθελαν να την ταπεινώσουν και το κατάφερναν. Σιγοψιθύριζαν αλλά όχι τόσο σιγά όσο για να ξανακούσει η Βάνα ότι η προϊσταμένη την αποκαλούσε βρωμιάρα, τεμπέλα, ακαμάτρα και απειλούσε ότι θα την κατέδιδε με την πρώτη ευκαιρία στον ανώτερό της, ότι χύνει πολλά απορρυπαντικά και ότι καπνίζει στα διαλείμματα, πράγματα που ήταν ψέματα, αλλά που θα έμοιαζαν σαν την πάσα αλήθεια στα μάτια του ανώτερου, ο οποίος έψαχνε να βρει την κατάλληλη ευκαιρία για να την ταπεινώσει αλύπητα και στο τέλος να τη διώξει σαν κάποιο σκύλο που τον αμολάς στους δρόμους, αδέσποτο και πεινασμένο.
Η Βάνα αναπνέοντας πάνω από τα άκουα φόρτε έβαλε το κλάματα και τα χέρια στο στόμα της για να μην ουρλιάξει. Ο ευτραφής, ψηλός αυτός άνδρας, με γυαλιστερή φαλάκρα είχε καταλάβει ανώτερη θέση στον διοικητικό τομέα του νοσοκομείου, αφού είχε φιλήσει πολλές κατουρημένες ποδιές και είχε κάνει χατίρια σε γυναίκες πολιτικούς μεσήλικες, οι οποίες θα ορεγόντουσαν κάθε νέο πρόθυμο άνδρα κι ας ήταν αυτός σαν φρέσκο γουρουνόπουλο που είχε μόλις βγει από τον φούρνο.
Βγαίνοντας η Βάνα από την τουαλέτα και κατευθυνόμενη προς το βεστιάριο, διασταυρώθηκε με το παγερό βλέμμα αυτού του ανθρώπου και αυτός την ακούμπησε ξυστά με τον αγκώνα του κατά λάθος, ενώ η Βάνα παριστάνοντας τη χαζή συνέχισε να κουβαλά φρέσκα κλινοσκεπάσματα για να στρώσει το κρεβάτι μιας ηλικιωμένης ασθενούς.
Η γυναίκα αυτή είχε δει προχθές τη Βάνα να κλαίει κρυφά όταν τη μάλωνε η νοσηλεύτρια της βραδινής βάρδιας την ώρα που άλλαζε τον ορό στην ίδια και της έβαζε παυσίπονο, με τη νοσοκόμα να επιτίθεται λεκτικά στη Βάνα βγάζοντας όλη τη χολή και την κακία της και κάνοντάς τη σκόνη, με φόντο την καλοκάγαθη αυτή γριούλα, η οποία, τη στιγμή που η νοσηλεύτρια έριξε τα παραπετάσματα στο διπλανό κρεβάτι, έπιασε τρυφερά το χέρι της Βάνας και της έκανε νόημα «σουτ», βάζοντας τον δείκτη στο στόμα της, αφού ένιωθε- από ένστικτο; ποιος ξέρει; – μέχρι τα μύχια της ψυχής της, τον καημό που κουβαλούσε η κακόμοιρη η Βάνα.
Μαύρο πρόβατο μέσα σε αγέλη από λύκαινες, μόνη παρηγοριά της Βάνας σε αυτό το παράξενο περιβάλλον, η χαρούμενη, χαμογελαστή γιατρίνα, που την καλημέριζε και που η Βάνα της χαμογελούσε όποτε πήγαινε πλυμένα σεντόνια για τους ασθενείς της ψυχιατρικής κλινικής που ήταν δίπλα στην χειρουργική, μετά τους ανελκυστήρες.
Το μεθεπόμενο πρωινό η Βάνα έμαθε ότι η γριούλα αυτή, είχε πεθάνει ευτυχισμένη, μαζί της με την προσευχή της και όταν πήγε να προετοιμάσει την κλίνη για τον επόμενο ασθενή, δυο δάκρυα κύλησαν στο σιδερένιο στήριγμα του κρεβατιού που το χάιδεψε τρυφερά.
Αυτά σκεφτόταν η Βάνα, χαζεύοντας έξω από το παράθυρο, γιατί χθες το βράδυ ο Σωτήρης στο τηλέφωνο την απειλούσε ότι θα ανέβαινε στην Αθήνα αν η Βάνα δεν δεχόταν να κατέβει στο νησί και να κατεβάσει και τα κορίτσια μαζί της. Θα της έκανε μεγάλο κακό. Μέχρι που θα έβαζε όλα τα μέσα από τη φυλακή που ήταν να ξαμολήσει τα συντρόφια του για να κάνουν κακό στα πεθερικά του, «που τον ξεφτίλισε αυτή η βρωμιάρα και ζει τη ζωή της στην Αθήνα», έτσι της είπε.
Οι μέρες κυλούν σαν νερό και η χρονιά πέρασε και η Αντιγόνη έδωσε Πανελλήνιες και πέρασε στην Αρχιτεκτονική και η Πόπη ακολουθούσε. Ατενίζοντας τον καταγάλανο καλοκαιρινό ουρανό έξω από το παράθυρο του νοσοκομείου η Βάνα χαμογελώντας μονολόγησε: «Όχι, ετούτες θα γλιτώσουν. Θα το φροντίσω εγώ».
_
γράφει η Αλεξάνδρα Μιχαλοπούλου
0 Σχόλια