Ήταν καλοκαίρι. Ακόμα νιώθω την ευωδία από τις πορτοκαλιές να χαϊδεύει τα ρουθούνια μου καθώς κάθομαι έξω από το σπίτι σε μια σιδερένια μαύρη ξεφτισμένη καρέκλα. Κάνει τρομερή ζέστη και πίνω την παγωμένη σπιτική λεμονάδα που μου έφτιαξε.
Η φιγούρα της, σπουδαία απέναντί μου. Γυναίκα από τις λίγες. Με μαύρα ρούχα πάντα, ρυτιδωμένο πρόσωπο και λευκά μαλλιά. Σαν μάγισσα αλλά όχι από τις κακές. Υπάρχουν και καλές. Πολύ καλές. Σαν μια από αυτές, κάπου χαμένη ανάμεσα στο πένθος της αλλά και την όρεξη για ζωή.
Πώς γίνεται αυτό;
Μπορεί ο άντρας της να πέθανε όμως είναι μάνα δυο φορές.
«Γιαγιά»
Μια λέξη φορτισμένη με του κόσμου όλου την σπουδαιότητα.
Μια ζωή γεμάτη όνειρα. Όχι για την ίδια, μα για τα παιδιά και των παιδιών της τα παιδιά.
Για μας. Για μένα.
Μια ζωή αφιερωμένη στους άλλους.
Ένα φίδι με καφέ-κόκκινο χρώμα κάνει την εμφάνισή του. Αυτή μοιάζει στα μάτια μου θαρραλέα όπως δεν το φοβάται.
Με το πράσινο λάστιχο που έβρεχε τα λουλούδια του κήπου προσπαθεί να το διώξει μακριά.
Εγώ βλέπω φοβισμένος την μάχη της γιαγιάς που με όπλο της το νερό προσπαθεί να απομακρύνει το τέρας.
Τότε η φαντασία μου ζωντανεύει τον Άγιο Γεώργιο τον Καβαλάρη και τις ιστορίες της γι’ αυτόν. Τόσο τις αγαπούσε μα εμένα καθόλου δεν με ενδιέφεραν.
Έκανα όμως πάντα πως τις άκουγα γι’ αυτήν.
Έτσι την βλέπω, σαν Αγία. Μα ταυτόχρονα αυστηρή μερικές φορές και έτοιμη να με βάλει στη θέση μου.
Η μάχη συνεχίζεται. Το φίδι γλιστράει πάνω στο βρεγμένο μάρμαρο και την πλησιάζει. Αυτή του δίνει μία με το λάστιχο και πετάγεται μακριά.
Χάνεται, το έδιωξε, το νίκησε.
Τότε με κοιτάει. Κάθεται κουρασμένη νικήτρια πλάι μου.
Οι άνθρωποι είναι σαν τα φίδια όμως εγώ να μην ανησυχώ, μου λέει και υψώνει το δάκτυλο της.
Αυτή πάντα θα τα διώχνει. Με αγκάλιασε. Μύριζε γιασεμί. Η μυρωδιά της θα μείνει χαραγμένη μέσα μου. Κάπου εκεί βαθιά.
Τώρα ώρα να βρω και εγώ το δικό μου πράσινο λάστιχο…
_
γράφει ο Αναστάσιος Γεωργίου
0 Σχόλια