Το ξέρω τώρα πια ότι η λέξη δεν είναι για μένα παρηγοριά.
Στέρεψε η ψυχή μου τον Τοξέα και τον Πλέξιππο όταν φόνευσα.
Μα πως μπόρεσε αλήθεια του Μελέαγρου η μάνα
το δαυλί που φώτιζε το δρόμο του από εκδίκηση να κάψει;
Τον προικοδότησαν οι μοίρες καθώς αιωρείτο στην κούνια του,
μα μία εξ’ αυτών ορμήνευσε το χαμό του από την καιόμενη δάδα
που ανάβλυζε μυρωμένο- σαν από επιθανάτιο λιβάνι –καπνό.
Σαν παραμύθι από ιδεογράμματα
έφτασε στων ανθρώπων τα μάτια η ζωή του.
Ένα παραμύθι που ψιθύριζαν τα ποικιλόθερμα ερπετά-
για μια ζωή βουλιαγμένη στις στάκτες της αστερόσκονης και του γκρίζου κονιορτού-
ξαπλωμένα στις θερμές πέτρες του αυγουστιάτικου χωραφιού με τα στάρια
που σκέπαζαν την ακτογραμμή της θάλασσας
με τα κυκλαδίτικα, λευκά σπίτια
και τους σκυφτούς ψαράδες του Αιγαίου.
Γνώρισα κι εγώ κάποτε ένα Μελέαγρο.
Αφημένο στη ζωώδη του φύση
συνήθιζε να σκαρφαλώνει σε κεραμίδια ετοιμόρροπων σκεπών
για να αρπάξει με τα ακονισμένα νύχια λίγο φως από τον ήλιο.
Τα βράδια ακροβατούσε με τις μεμβράνες της νυχτερίδας στην πλάτη.
Κάθε δειλινό άφηνε τη γλώσσα του να χορεύει στους ρυθμούς του αέρα
με μια ψυχή που σύντομα θα δινόταν στο επέκεινα.
Συνήθιζε να σπέρνει τη θάλασσα των ονείρων
στους κυματοθραύστες της μεσημβρινής ξηρασίας
και να μαγεύει των ανθρώπων τη φαντασία
με τα λικνίσματα του σώματος του.
Τώρα αναπαύεται κοιμώμενος στη γη βαθιά
με έναν κάκτο φυτεμένο στο στέρνο του
και το καύκαλο της χελώνας του μύθου για προσκεφάλι.
Σπαρμένοι στο σώμα του αχινοί αφαιμάσσουν το αίμα του
όσο απέμεινε στις φλέβες.
Πριν αυτές διανοιχθούν και ποτίσουν το λιόγερμα
ήσαν όργανο έγχορδο και μελωδικό
και το σώμα του μια λευκή από ελεφαντόδοντο άρπα.
Το λαβωμένο δέρμα του καλυδώνιου κάπρου
την Αταλάντη έπρεπε να στολίζει.
Η μητρική, όμως, της Αλθαίας κατάρα το Μελέαγρο πέτρωσε.
Λεηλατημένα των Αιτωλών τα ανάκτορα απ’ των Κουρητών τη μανία.
Μα του Οινέα ο γιος φοβούμενος τις Μοίρες σωπαίνει.
Την Αταλάντη θέλησα κι εγώ λεκτικά να ντύσω.
Μ’ ένα φως αιώνιο σαν κι αυτό που γέννησε τη λύρα.
Αδύνατο, όμως, για μένα πια την Αταλάντη να αγγίξω.
Το δέρμα της ψυχής που έντυνε τη σάρκα αγκάθινο είναι.
Κοιτάω το Μελέαγρο βυθισμένο στο σκότος
να κρατάει το σβησμένο δαυλό.
Η τελευταία φλόγα φώτισε το μονοπάτι στο μακρύ του θανάτου δρόμο.
Ο Εωσφόρος, τη δάδα σου με το αιώνιο φως
θα μπορούσε να πυρώσει.
Δέσμιος, όμως, στον Καύκασο καθώς είναι
άφησε τα μάτια του φωλιά για τα αρπακτικά να γίνουν.
Ζητάω από τον Άτλαντα τον ουρανό να σηκώσω.
Μα πριν τα χέρια απλώσω τα αστέρια μού καίνε τα μάτια.
Δεν είχα γνωρίσει το φως.
Θυμάμαι μικρός ότι είχα ακούσει κάποιο γέροντα να μιλάει γι’ αυτό.
Τον θάψαμε με μια του φωτός αχτίδα.
_
γράφει ο Αντρέας Πολυκάρπου
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Εξαιρετικό! Ευφάνταστο! Συγχαρητήρια
Ευχαριστω πολυ
Κύριε Πολυκάρπου άψογο!!!
Ευχαριστω πολυ