Το αυτοκίνητο ενός εργατικού φούρναρη συγκρούστηκε τόσο δυνατά με το αυτοκίνητο μου ώστε το τιμόνι, μου έβγαλε το μάτι. Στη μέση του δρόμου εγώ, το μάτι μου, ο φούρναρης και δέκα φραντζόλες ψωμί τραυματισμένες όλες. (Συνηθισμένα πράγματα θα πεις, συγκρούσεις για το ψωμί συμβαίνανε από πάντα). Το ασθενοφόρο που κατέφθασε τις περιμάζεψε πρώτες με ευλάβεια και έφυγε με τις σειρήνες να ουρλιάζουν, αφήνοντας με να προσεύχομαι το μάτι να μη χάσω.
Και αυτή την κρίσιμη στιγμή της προσευχής, εκεί κατάχαμα πεσμένος είδα για πρώτη μου φορά, γυμνή την ιδεολογία που ασπάζομαι, πρόταση αδύναμη, ρηχή να ίσταται μπροστά σε κάθε φραντζόλα από ψωμί, γυμνή και ξαφνιασμένη από την αιτία την απλή για όλες τις ανθρώπινες διαμάχες. Στο τέλος με έπιασε από το αυτί και με έσυρε ανάποδα στον κύκλο της μέσα σε μια πυκνή ομίχλη κι εκεί ξεπρόβαλε σα λάβαρο που από μικρό με μάθανε να προσκυνώ. Μετά έγινε ψαλίδι αιχμηρό και εγώ ο τυφλός που είχα φθαρεί από την πολύ την χρήση της, έγινα και εγώ ένα ψίχουλο ψωμιού που θρυμματίζεται όλο και περισσότερο στην κάθε λιτανεία της.
_
γράφει ο Θανάσης Πάνου
0 Σχόλια