Στην μοντέρνα ποίηση υπάρχει μια ελευθερία κινήσεων. Εκεί μπορεί το νυστέρι να φτάσει μέχρι το κόκκαλο, αλλά δεν θα σταματήσει -θα σκάψει βαθιά μέχρι να αποκαλύψει την ψυχή. Κι εκεί δεν ξέρεις τι θα βρεις. Μπορεί να υπάρχει βούρκος ή διαμάντι.
Όταν έπιασα για πρώτη φορά το “Τρύπιες Κυριακές” στα χέρια μου νόμιζα ότι θα έχω να αντιμετωπίσω τον έρωτα με μια ρομαντική απόχρωση. Έκανα λάθος. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Μέσα από τις λέξεις ξεπηδούν οι αντιθέσεις και όλες οι αποχρώσεις, σκοτεινές ή φωτεινές, της ίδιας της ζωής. Συνειρμικά μου ήρθαν στο μυαλό δυο στίχοι της Σατραπείας του Καβάφη:
«Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις,
(η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις)»
Έτσι και οι Κυριακές μπορεί να είναι τρύπιες ή να τις μαρκάρεις εσύ με το δικό σου στίγμα. Και σε αυτή τη συλλογή πρέπει να ενδώσεις. Δεν ξέρω αν θα σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ξέρω όμως ότι θα σε κάνει να σκεφτείς. Να δαμάσεις τη θλίψη, να κάνεις ένα ξεκαθάρισμα μέσα σου.
Ανεκπλήρωτα όνειρα αλλά και επιθυμίες: «Επιθυμίες μεγάλες πέτρωσαν/σα στύλοι στάσιμοι ενός δρόμου.» Αλλά και ο πόνος, ο πόνος που φέρνουν πολλές φορές οι λέξεις που τόσο αλόγιστα ξεστομίζουμε: «Αιωρούμενες λέξεις/κάποιες φορές/από κεφάλια πάνω/αυτών που τις ξεστόμισαν/χωρίς να τις κυοφορήσουν.» Κι έτσι η θλίψη παντρεύεται το λυρισμό και δίνει στο όλο ανάγνωσμα τη δύναμη του θεατρικού σανιδιού. Σε ένα θεατρικό δρώμενο μόνος αλλά και ενάντια στον εαυτό σου να περιμένεις καρτερικά το πολυπόθητο χειροκρότημα.
Μια ανάγνωση δεν είναι αρκετή για να σε κάνει να κολυμπήσεις σε αυτόν τον χείμαρρο των συναισθημάτων. Αν μπορούσα να περιγράψω κάποια ποιήματα στο σύνολό τους θα έλεγα ότι είναι μια έκκληση για βοήθεια, μια ματιά, ένα άγγιγμα, μια αγκαλιά που θα σου πει: «Μην στενοχωριέσαι, όλα θα πάνε καλά.»
Η μεγάλη έκπληξη του βιβλίου όμως, είναι τα πεζογραφήματα στο τέλος. Ο άκρατος λυρισμός δίνει τη θέση του στον τρόμο. Έναν τρόμο που παίζει σε πολλά επίπεδα -η απόγνωση του είμαι ανεπαρκής ή ανεπίδεκτος. Η ματαιοδοξία που δημιουργεί την κενότητα του είναι. Ο φόβος της απώλειας αλλά και η διαχείριση αυτής. Η κακία που δεν μπορεί να κρυφτεί γιατί φαίνεται σε κάθε θριαμβευτικό χαμόγελο. Με την επιβλητική παρουσία του Χάροντα, που αν και δεν κατονομάζεται, σφιχτά κρατά το δρεπάνι πάνω από τα κεφάλια μας.
Προτείνεται για αναγνώστες που έχουν βαρεθεί τα συνηθισμένα και ψάχνουν το κάτι περισσότερο.
_
γράφει η Χρύσα Παναγοπούλου από τη σελίδα Βιβλιοσημεία
αναρτήθηκε από τη Λιάνα Τζιμογιάννη για το τοβιβλίο.net
0 Σχόλια