Στον ύπνο μου ήρθες και με φίλησες. Τίποτε άλλο. Όλα όσα φανταζόμουν καιρό τώρα ξύπνια με εσένα μαζί, δεν είχανε καμία σχέση με την αθωότητα του ονείρου μου. Ήρθες, την ώρα που κοιμόμουν. Το χέρι σου βούτηξε στα μαλλιά μου. Μου ψιθύρισες στο αυτί μία ξεχασμένη από το λεξιλόγιό μου λέξη κι ύστερα με φίλησες. Άνοιξα ο βλάκας τα μάτια μου και σε έχασα. Κοροϊδία του ήλιου.
Δε θα το θυμάσαι είμαι σίγουρη αυτό το όνειρο. Ήταν ένα βράδυ σαν τα άλλα. Μόλις που είχε ζυγιάσει ο Οκτώβρης κι ήμουν καιρό τώρα ένα Φθινόπωρο για σένα. Άφησα μια επιθυμία μου να κρεμαστεί πίσω από τη βιαστική καληνύχτα που ενοχικά σου έδωσα κι έκρυψα όλα τα «σε θέλω τώρα» σε ένα μαξιλάρι και σε μια κραυγή που λίγη ώρα μετά σφήνωνα μέσα του.
Θέλησα πολλές φορές να τα σπάσω όλα αυτά τα πρέπει και να έρθω κοντά σου. Μα είναι μεγάλο το ρίσκο. Και εγώ δεν έγινα ποτέ τζογαδόρος. Πώς θα παίξω ένα τέτοιο παιχνίδι αν δεν γνωρίζω τους κανόνες; Πώς θα μπλοφάρω όταν θα με κοιτάξεις με κάτι λιγότερο από ό,τι προσμένω; Θέλει να γνωρίζεις όλες αυτές τις κινήσεις. Αυτή τη μαγκιά του να χάνεις με κύρος.
Κι έτσι έμεινα εδώ. Ερωτευμένη με το άπιαστο. Σαν όλους τους άλλους που ξενυχτάνε τα βράδια κοιτάζοντας ένα άθλιο ταβάνι. Κι είναι κι η πουτάνα η ζωή τέτοια που δε μας φέρνει κοντά να γνωριστούμε όλοι εμείς. Να ενώσουμε τα απελπισμένα μας χνώτα, εκείνα τα άπλυτα, τα ξεχτένιστά μας ερωτικά λογύδρια.
Και απομένουμε μόνοι. Να επιθυμούμε. Να λιμοκτονούμε. Να σβήνουμε απελπιστικά. Να γράφουμε απώλειες κι απουσίες…
_
γράφει η Alma Libre
[…] Αυτή τη μαγκιά του να χάνεις με κύρος.[…]
Αυτή τη μαγκιά του να γράφεις με τέτοιον τρόπο ώστε να σε νιώθω σαν πολύ κοντινό μου πρόσωπο (αν μου επιτρέπεις την οικειότητα και τον ενικό φυσικά). Να είσαι καλά!
Ισορροπία σε τεντωμένο σχοινί.
Ξεκινάω το παίρνω απόφαση να δοκιμάσω.
Πάντα κάτι με σταματάει και κάνω πίσω.
Δεν είναι έλλειψη θέλησης ή επιθυμίας να προχωρήσω.
Είναι το τέλος της διαδρομής, το απέναντι.
Είναι τόσο μακρινό κι αχνό που δεν ξέρω αν θέλω το αγγίξω.