Έτσι όπως γεννήθηκε και άνοιξε τα μάτια
άφησε τους άλλους το δέρμα της να’ αγγίξουν
και να την ντύσουν μαλακά με πάνες λόγια γλυκά
Την κράτησαν στα χέρια τους για λίγο απαλά
γονάτισαν μπροστά της την έκρυψαν απ’ τον ήλιο
μη μαυρίσει, την μοίρανε με μύρο
Μα δεν ακούστηκε παρά μόνο μια βροντή
για να νιώσει τρόμο και ντροπή
γιατί ήταν ολόγυμνη πάνω στη γη
χωρίς φωνή μνήμη και μικρή
Προσπάθησε το πρόσωπο αδύναμα να κρύψει
την γύμνια την αλήθεια να μη παραδεχτεί
και από αυτό τον ρόλο της ζωής ν’ απομακρυνθεί
Το βράδυ τυλίχτηκε στα άσπρα της σεντόνια
για μια ολόκληρη βραδιά την καρδιά της
να ζεστάνει και ας πεθάνει
_
γράφει η Εύα Κασιάρου
[…] την έκρυψαν από τον ήλιο μη μαυρίσει..[..] πολύ δυνατά τα λόγια σας
Θυμήθηκα τον συμπατριώτη μου, το μεγάλο Καζαντζάκη και το προσωπικό μου ευαγγέλιο την Ασκητική του:
“Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή”
Ο τρόπος που γράφετε σε όλα σας τα έργα που είχα την τιμή να διαβάσω είναι εξαιρετικός. Τα συγχαρητήριά μου
Σας ευχαριστώ!