Καλημέρα παππού. Κάθε πρωί κοιτάζω τον ουρανό και σε χαιρετώ. Ψάχνω τα σύννεφα, ένα ένα, αλλά ζαλίζομαι και δεν μπορώ να σε δω.
Είπα να καθίσω να σου γράψω τα νέα μου και να σου τα στείλω αύριο πρωί πρωί, με τον χαρταετό μου.
Θυμάσαι που μου έμαθες να φτιάχνω χαρταετό; Θυμάσαι που αγοράζαμε πολύχρωμα χαρτιά και κόλλες; Ε παππού; Θυμάσαι που μου έλεγες να προσέχω πώς να δένω τα ζύγια; Εγώ παππού όλα τα θυμάμαι. Θα ξέρεις πως έκλεισα τον προηγούμενο μήνα τα δέκα. Αύριο, που είναι Καθαρή Δευτέρα, θα σου στείλω αυτό το γράμμα με τον χαρταετό μου. Χα χα χα… εννοείται πως ο δικός μου θα είναι ο ομορφότερος και αυτός που θα φτάσει πιο ψηλά απ΄ όλους. Πήρα το μεγαλύτερο κουβάρι σπάγκου της αγοράς. Είναι τόσο μακρύς, που σίγουρα θα ακουμπήσει το σύννεφο που σ΄αγκαλιάζει. Μη στενοχωριέσαι. Θα τον αναγνωρίσεις αμέσως. Επάνω θα γράφει το όνομά μας: ΑΝΤΩΝΗΣ.
Θυμάσαι παππού που μου μάθαινες πως να δένω τα κορδόνια μου; Θυμάσαι που όλο το ξεχνούσα και το μπέρδευα; Τώρα λοιπόν, κάνω το καλύτερο δέσιμο απ΄ όλους και δίχως κόμπους πια.
Θυμάσαι παππού που πηγαίναμε παρέα στο κτήμα σου; Ε παππού; Θυμάσαι που φοβόμουν τα βατράχια και τα έντομα; Παππού, τώρα πια δεν τα φοβάμαι, γιατί εσύ με βλέπεις και με προσέχεις από κει ψηλά. Παππού, κάθε Σάββατο πάω μόνος μου στο κτήμα, χωρίς να φοβάμαι τα βατράχια και τα έντομα και ποτίζω την λεμονιά, που φυτέψαμε μαζί και τόσο πολύ αγαπούσες. Κάθομαι στη σκιά της και θυμάμαι όλα όσα μου έμαθες.
Θυμάσαι παππού που μου έμαθες να διαβάζω και να γράφω; Ε παππού; Θυμάσαι που ζωγραφίζαμε παρέα, ξαπλωμένοι στο πάτωμα; Θυμάσαι που όλο σου άρεσε να ζωγραφίζεις ουρανούς με σύννεφα και μ΄ έναν ήλιο μισοκρυμμένο, πίσω απ΄ αυτά και να χαμογελάει πονηρά; Ε παππού;
Θυμάσαι που πηγαίναμε μαζί για ψώνια και πάντα κάτι ξεχνούσαμε; Θυμάσαι που αυτό εξόργιζε την γιαγιά; “Δυο Αντώνηδες, έλεγε, δυο πράγματα και τα ξεχνάτε”. Εμείς όμως χαιρόμασταν που είμασταν μαζί. Ε παππού;
Θυμάσαι κάθε πρωί που με πήγαινες στο σχολείο και μου αγόραζες δυό κουλούρια; “Να τα φας και τα δυο”, μου έλεγες, “…να γίνεις δυνατός, σαν κι εμένα”. Θυμάσαι;
Παππού μεγάλωσα αρκετά και γίνομαι δυνατός, σαν κι εσένα. Συνεχίζω να τρώω δυό κουλούρια, ακόμη και τώρα.
Θυμάσαι που μου διάβαζες παραμύθια και μου έλεγες ιστορίες απ΄ τα παλιά; Όλες τις θυμάμαι. Τις έχω φυλάξει καλά στο μυαλό μου, για να τις λέω κι εγώ στον εγγονό μου, τον Αντώνη, που θα του αγοράζω δυο κουλούρια, θα του μάθω να δένει τα κορδόνια του, να μη φοβάται τα βατράχια και τα έντομα, να γράφει, να διαβάζει, να ζωγραφίζει ουρανούς και να φτιάχνει τον καλύτερο χαρταετό. Ααα, θα του πω να προσέχει τα ζύγια.
Όταν κι εγώ παππού θα έρθω κοντά, στο σύννεφό σου, θα βλέπουμε αγκαλιά, από ψηλά, τον χαρταετό του εγγονού μου. Θα είναι ο ομορφότερος και θα έχει το όνομά μας: ΑΝΤΩΝΗΣ.
Άραγε θα πηγαίνει κάθε Σάββατο στο κτήμα για να ποτίζει την λεμονιά; Άραγε θα κάθεται στη σκιά της, να θυμάται όλα όσα του έμαθα;
Παππού μου, να νοιώθεις περήφανος για μένα.
Σ΄αγαπώ.
Ο Αντώνης σου.
_
γράφει ο Χρήστος Βαλκάνης
Πάντα αποπνέουν πολύ ζεστά συναισθήματα τα γράμματά σας.
σας ευχαριστώ πολύ,για το σχόλιό σας…
Γραφεις πολυ ομορφα Χρηστο! Τι μνημες μου εφερες! Τον παππου μου, τα ζυγια, τις κολες, τα παραμυθια…
σ΄ευχαριστώ Κατερίνα μου για το σχόλιο σου….