Άσπρη βαρκούλα στο γιαλό, την είδα και τη θαύμασα.
Αχ! Ας αρμένιζα κι εγώ και τα νερά να δάμαζα.
Ποιος ξέρει που θα μ΄έβγαζε το κύμα τ΄αεράκι,
Ίσως και να με ξέβγαζε, σε Αιγαίου λιμανάκι!
Ή πάλι να με πήγαινε σε χώρες μαγεμένες,
αυτές που χιλιοτραγουδούν τις κοσμοξακουσμένες.
Εκεί ν΄αντάμωνα κι εγώ πανέμορφα κορίτσια,
Που θα κρατούσα αγκαλιά στου ανέμου τα καπρίτσια.
Κι όλοι οι ασκοί ν’ ανοίγανε, οι του θεού Αιόλου!
Δε θα με πείραζε αυτό… Δε θα με ένοιαζε διόλου.
Γιατί τα αστέρια ξαστεριά θα φέρναν κάποιαν ώρα,
θα διώχνανε την καταχνιά, θα πέρναγε κι η μπόρα.
Και πάλι θα μ΄ αρμένιζες στα λαγαρά νερά σου,
χαρίζοντας τη θαλπωρή της αιώνιας αγκαλιάς σου.
Μα χαμένος μες στις σκέψεις μου γυρίζοντας στο σπίτι,
σκέφτηκα ποιος την έχασε για να ΄βρω τέτοια τύχη;
_
γράφει η Μηλιά Τσομπανίδου
Όμορφο κι αυτό το ποίημά σου Μηλιά μου…σαν όνειρο που αρμενίζει σε άσπρη βαρκούλα!!! Την αγάπη μου…να έχεις μια όμορφη εβδομάδα!!!
Χαίρομαι που σου άρεσε Σοφία μου έστω κι
αν αυτό έμεινε ένα ”όνειρο θερινής νυκτός”.
Το επόμενο ίσως πραγματοποιηθεί, γιατί όσο
ο νους μας πλάθει όνειρα και τ’ αφήνει να αρμενίζουν στο πέλαγος της ζωής, τόσο η ψυχή μας βρίσκει τη δύναμη να αγωνίζεται για την εκπληρώσει κάποιων από αυτά.
Τα φιλιά μου και καλό ξημέρωμα!!! 🙂