Ξύπνησε λουσμένος στον ιδρώτα και με μια ανησυχία έντονη στην καρδιά του. Άπλωσε το χέρι του δίπλα του να ακουμπήσει ένα γνώριμο σώμα, να μυρίσει μια γνώριμη μυρωδιά, να αισθανθεί κάτι οικείο, αλλά το χέρι του έμεινε άδειο και μετέωρο. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, καθώς γυρνούσε στο πλάι για να ανακαλύψει ότι κοιμόταν μόνος του. Σηκώθηκε βιαστικά και κατευθύνθηκε στο διπλανό δωμάτιο, το δωμάτιο των παιδιών. Με φρίκη ανακάλυψε ότι δεν υπήρχε καν άλλο δωμάτιο πέρα από το δικό του και ένα μικρό σαλονάκι δίπλα από το μπάνιο. Ψαχούλευε στα τυφλά και σκόνταφτε πάνω σε εμπόδια που ούτε καν γνώριζε την ύπαρξη τους και την θέση τους. Άπλωσε το χέρι του σε έναν διακόπτη που διέκρινε στο τέλος του τοίχου, αλλά το φως δεν άναψε. Τα μάτια του άρχιζαν σιγά σιγά να συνηθίζουν στο σκοτάδι σε αντίθεση με το μυαλό του που δεν μπορούσε ακόμα να ξεγλιστρήσει από το δικό του σκοτάδι. Όσους διακόπτες δοκίμασε κανένας δεν του πρόσφερε το επιθυμητό φως. Κάθισε σε μια καρέκλα ανήμπορος να σκεφτεί κάτι συγκεκριμένο και έχωσε το δεξί του χέρι ενστικτωδώς στην τσέπη της ρόμπας του. Τα δάχτυλα του συνάντησαν έναν αναπτήρα και ένα πακέτο τσιγάρα από μια μάρκα που πρώτη φορά έβλεπε στη ζωή του. Με τρεμάμενα χέρια έβγαλε ένα τσιγάρο από το πακέτο και το έφερε μέχρι τα χείλη του. Η πικρή γεύση του τσιγάρου ήταν ένα πρώτο σοκ για τις αισθήσεις του, καθώς το κράταγε κρεμασμένο στα χείλη του χωρίς να αποφασίζει αν θα το ανάψει. Μηχανικά ανέβασε τον αναπτήρα και άναψε το τσιγάρο του ρουφώντας λαίμαργα τις πρώτες τούφες καπνού. Ο καπνός γέμισε τα πνευμόνια του και άρχισε να τον γεμίζει με σιγουριά και αυτοπεποίθηση ότι ακόμα υπήρχε, ακόμα ζούσε. Αλλά πού; Πώς;
Επικρατούσε απόλυτη ησυχία μέσα στο σπίτι και μόνο ο ανεπαίσθητος ήχος ενός ρολογιού εκεί κοντά τού υπενθύμιζε ότι η ζωή του συνέχιζε να ρέει στην απεραντοσύνη του τίποτα. Άναψε ξανά τον αναπτήρα και κοίταξε τους δείκτες του ρολογιού να δείχνουν και οι δύο το έξι. Πάντα του άρεσε αυτή η ώρα, εκεί που έδινε ραντεβού η νύχτα με τη μέρα, εκεί που το όνειρο διαλυόταν και έδινε τη θέση του στο όνειρο της πραγματικότητας. Τότε θυμήθηκε, θυμήθηκε τα πάντα. Μια βαριά μελαγχολία σκίασε το πρόσωπο του, μια μελαγχολία από εκείνες που γεννάνε οι πιο οδυνηρές επιγνώσεις.
Μια «καινούρια ζωή» ξεκινούσε και είχε μόνο λίγες ώρες για να την ανακαλύψει και να συμμετάσχει με τις αισθήσεις του. Να γευτεί τις νέες εμπειρίες που χρειαζόταν η ψυχή του και να προχωρήσει σε επόμενες. Ναι, βέβαια, ήταν ένας «ονειρευτής». Ταξίδευε από όνειρο σε όνειρο και τα ζούσε τόσο έντονα όπως ζούνε οι υπόλοιποι άνθρωποι τη γήινη ζωή τους, των 70 ή 80 χρόνων. Ούτε που θυμόταν σε πόσα όνειρα είχε πάρει μέρος, πρωταγωνιστής στα δικά του και ίσως κομπάρσος στα όνειρα κάποιων άλλων. Το σίγουρο ήταν ότι δεν επέλεγε ο ίδιος τις εμπειρίες που θα ζούσε, αλλά όλη η «σκηνοθεσία» εξαρτιόταν μάλλον από βαθύτερες ανάγκες της ψυχής του. Σάμπως το ίδιο δεν συνέβαινε και με τους υπόλοιπους ανθρώπους που ζούσαν το μακρύ όνειρο της μιας πραγματικότητας; Μπορεί η διάρκεια μιας ανθρώπινης ζωής να μην συγκρίνεται με την διάρκεια ενός νυχτερινού ονείρου, όμως από την άλλη ποιος μπορεί να πει με σιγουριά αν και αυτή η ίδια η ανθρώπινη ζωή δεν είναι το ονείρεμα μιας ανώτερης συνειδητότητας; Πάντα ανατρίχιαζε όταν του ερχόταν αυτή η ιδέα που του θύμιζε ένα παιδικό παιχνιδάκι, τις ρώσικες κουκλίτσες που έβγαιναν η μια μέσα από την άλλη, από την πιο μικρή μέχρι την πιο μεγάλη. Ίσως η μεγαλύτερη απ’ όλες να είναι αυτό που κάποιοι αποκαλούν Θεό και κάποιοι άλλοι αναφέρονται στην αιωνίως κοχλάζουσα, άπειρη συμπαντική ενέργεια.
Τι σημασία είχαν όλες αυτές οι φιλοσοφίες; Αυτό που είχε σημασία, και στη δική του περίπτωση πιο έντονα, ήταν η συμμετοχή στο παιχνίδι και πώς να προσαρμόζεσαι όταν αυτό αλλάζει. Πέρα από τον αίσθημα του τρόμου που περιέχει ο πυρήνας μιας τέτοιας ανακάλυψης, είναι κάτι που σε απελευθερώνει από προσδοκίες, ελπίδες και μάταιες ψευδαισθήσεις. Εδώ, τώρα συμβαίνουν όλα. Σε αυτό το μέρος, στις εξίμισι το πρωί, σε αυτήν την ώρα που συναντιέται η μέρα με την νύχτα, σε αυτήν την ώρα που συναντιέται το ένα όνειρο με το άλλο. Ακριβώς αυτή την στιγμή που τα σύνορα ακουμπάνε το ένα το άλλο, είναι η ώρα που η υπέρτατη συνειδητότητα διαχωρίζει τον ονειρευτή από το όνειρο.
Με τις σκέψεις αυτές, αχνοφάνηκε ένα πικρό χαμόγελο στο πρόσωπό του και σηκώθηκε για να πάει στο μπάνιο να πλυθεί και να ντυθεί. Ένα καινούριο όνειρο ξεκινούσε…
_
γράφει ο Ιωάννης Προμηθέας
0 Σχόλια