Ότι θα το πάθαινα αυτό σε αυτή την ηλικία, ούτε που το έβανε ο νους μου, φιλενάδα. Κοιμάμαι και ξυπνάω με τη σκέψη του, σου λέω. Έρωτας με την πρώτη ματιά. Κεραυνοβόλος κι αμοιβαίος, καθώς φαίνεται. Αν το μυριστεί όμως ο Μπάμπης, χάθηκα.
Ο Μπάμπης εκείνη τη στιγμή, ξεκλείδωνε την πόρτα κι έμπαινε σπίτι. Μια ξαφνική αδιαθεσία στη δουλειά, τον έκανε να γυρίσει δυο ώρες νωρίτερα. Όταν άκουσε το όνομά του, πλησίασε νυχοπατώντας μην τυχόν και τον πάρει χαμπάρι η Αγγέλα κι έστησε αυτί, πίσω από την πόρτα.
Τι να σου λέω! Είναι γλυκός, τρυφερός, τρίβεται επάνω μου και λιώνω. Πού τον γνώρισα; Πού ήθελες να τον γνωρίσω, βρε Ελένη, όλη μέρα σπίτι είμαι. Μια μέρα, κάποιος ξέχασε την εξώπορτα ανοιχτή, ανέβηκε και άκουσα θόρυβο στην πόρτα. Πάνω που είχα βγάλει τα ντολμαδάκια από τη φωτιά. Μόλις τον είδα, ξετρελάθηκα. Μιλάμε για ένα κουκλί. Του έβαλα και έφαγε. Μάλλον θα γύριζε για μέρες στους δρόμους νηστικός, γιατί φαινόταν εξαντλημένος.
Θα ‘ταν την περασμένη βδομάδα, που είχαμε ντολμαδάκια, σκέφτηκε ο Μπάμπης, που έβγαζε αφρούς από τη μύτη και δεν πίστευε στα αυτιά του. Έ, όχι κι έτσι κυρά Αγγέλα! Να βάζεις τον γκόμενο στο σπίτι και να τον ταΐζεις κι από πάνω. Τι στο καλό με άστεγο τα έμπλεξες;
Έρωτας, είναι το όνομά του. Πού τον συναντώ; Κάθε πρωί ως το απόγευμα, τον ανεβάζω στο διαμέρισμα. Τα βράδια, πριν ο Μπάμπης επιστρέψει, συναντιόμαστε πίσω από την πυλωτή. Δε θα το πιστέψεις αλλά αυτός έδωσε νόημα στη ζωή μου. Έχω κάποιον να τον νοιάζομαι, να τον φροντίζω, να ασχολούμαι μαζί του. Τα παιδιά μεγάλωσαν, έφυγαν. Ο Μπάμπης ξημεροβραδιάζεται στη δουλειά κι όταν έρχεται, τρώει και μετά κάθεται με τις ώρες, πότε μπροστά στην τηλεόραση, πότε στον υπολογιστή. Ο Έρωτας είναι πια η συντροφιά μου.
Όχι βέβαια! Ο Μπάμπης δεν το ξέρει! Αν το μάθει θα έχουμε φασαρίες. Ούτε να τον δει από μακριά και αυτό είναι που φοβάμαι, μην του το σφυρίξει κάποιος από την πολυκατοικία και τότε κλάψε με.
-Ώστε το ξέρουν κι άλλοι! μονολόγησε ο Μπάμπης, που δεν ήθελε να ακούσει τίποτα άλλο. Κι ό,τι άκουσε δηλαδή, έφτανε και περίσσευε.
Πήγε στο γραφείο του και σωριάστηκε πάνω στην καρέκλα.
-Ε, όχι κι έτσι ρε Αγγέλα. Τι σου έλειπε; Κυρά κι αρχόντισσα σε είχα. Από το θυμό του, έδωσε μια γροθιά στο τραπέζι. Αλλά ποιος να είναι αυτός ο Έρωτας; Κανένα τεκνό θα την ξεμυάλισε. Τους ξέρω αυτούς. Αρχίζουν τα γλυκόλογα, τα κομπλιμέντα και παρ’ τες όλες κάτω. Μα πώς δεν το σκέφτηκα! Ο τύπος που νοίκιασε, πριν δυο μήνες, το διπλανό διαμέρισμα θα είναι. Την είδα, μια μέρα, πώς τον κοίταζε από το μπαλκόνι, όταν αυτός έκανε joking.
Έσκυψα κι εγώ, τι να δω! Έναν αθληταρά με κάτι μούσκουλα και κορμί φέτες! Πού πας κατακαημένε Μπάμπη! Εσύ μια φέτα έχεις στην κοιλιά κι αυτή βαρελίσια. Τη γεμίζεις και την καμαρώνεις. Την ταΐζεις και μετά κάθεσαι στον καναπέ και τη χαϊδεύεις. Αφέθηκες, Μπάμπη, αφέθηκες. Σε έφαγε η δουλειά κι ήρθε ο άλλος και σου τρώει το φαΐ και τη γυναίκα. Πάρ’ τα ηλίθιε! είπε και μουντζώθηκε, πάνω από δέκα φορές.
Ε, βέβαια, έτσι εξηγείται και το γυμναστήριο. Της συνέστησε ο ορθοπεδικός της, λέει, γυμναστική, γιατί είχε πόνους στη μέση. Έτσι το λέμε τώρα! Από τότε που τη γνώρισα, πόνους στη μέση είχε αλλά ούτε για ένα απλό περπάτημα δεν πήγαινε και να τώρα που σκέφτεται γυμναστήρια. Α, ρε ηλίθιε Μπάμπη! Τα κέρατα έφτασαν μέχρι το ταβάνι κι εσύ έμπαινες στο σπίτι καμαρωτός. Τώρα εξηγούνται και τα χαμογελάκια της ξινής, δίπλα. Της έλεγα καλημέρα και αυτή ξίνιζε τα μούτρα, ενώ εδώ και μέρες με γλυκοχαιρετάει. Ποπό ρεζιλίκια! Με τι μούτρα θα βγαίνω από δω και μπρος από το σπίτι;
-Μπάμπη γύρισες; Πώς κι έτσι νωρίς; του φώναξε η Αγγέλα.
-Γύρισα, γύρισα! Πού να μη γύριζα, ψιθύρισε. Της κακοφάνηκε της κυρίας που γύρισα νωρίς. Της έκανα χαλάστρα.
-Θα πεταχτώ μέχρι το σούπερ μάρκετ! Κάτι ξέχασα!
Δε φτάνει που τον συναντάει το πρωί που φεύγω, το κάνει κι όταν είμαι στο σπίτι. Ε, όχι! Αυτό παραπάει!
Σηκώθηκε με νεύρα, άνοιξε την ντουλάπα και κατέβασε μια βαλίτσα. Έβαλε μέσα όσα ρούχα μπορούσε και βγήκε, έχοντας κατά νου να μείνει σε κάποιον φίλο του, μέχρι να ηρεμήσει. Μόλις έφτασε στην πυλωτή, κοντοστάθηκε. Ήταν σίγουρος πως η Αγγέλα θα ήταν εκεί πίσω. Όσο κι αν το σιχαινόταν αυτό, τον έτρωγε κι η περιέργεια να δει, να έχει κι αποδεικτικά στοιχεία, μην τον βγάλει και τρελό. Προχώρησε.
Ψιθυριστά ερωτόλογα έρχονταν πίσω από τις αποθήκες.
-Μμμμ… Τι τρυφερός που είσαι… Μη με γρατζουνάς μωρό μου, θα μου αφήσεις σημάδια!
Του Μπάμπη του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Έκανε να προχωρήσει, έπεσε πάνω σε μια γλάστρα και βρέθηκε πεσμένος μπροστά στα πόδια της Αγγέλας. Αλλού αυτός, αλλού η βαλίτσα του κι η αξιοπρέπειά του κάτω στο χώμα. Μόλις κοιτάχτηκαν, έμειναν κι οι δυο με γουρλωμένα μάτια. Η Αγγέλα επειδή πιάστηκε στα πράσα κι ο Μπάμπης επειδή ένιωσε γελοίος. Αντί να την δει με τον παιδαρά από το διπλανό διαμέρισμα, την είδε να κρατάει στην αγκαλιά έναν πανέμορφο γάτο, γκρίζο με λευκές ραβδώσεις.
-Ήθελα να σου το πω αλλά, ξέρω πόσο σιχαίνεσαι τις γάτες, είπε δειλά η Αγγέλα.
Ο Μπάμπης στήλη άλατος!
-Εσύ όμως, πού πας χριστιανέ μου βραδιάτικα με τη βαλίτσα; τον ρώτησε και του έπιασε το χέρι για να τον σηκώσει.
Άκρα του τάφου σιωπή.
-Σου μιλάω, τι έπαθες;
-Ε;
-Πού πας με τη βαλίτσα στο χέρι; ρωτάω!
-Πάω… ρούχα… στους άστεγους.
– Τέτοια ώρα; Εσύ; Πού όταν σου το έλεγα, μου φώναζες πως δεν είναι εποχές να δίνουμε ρούχα; Και τι ρούχα θα έχεις να φοράς; Έχεις να ψωνίσεις πάνω από δέκα χρόνια.
-Θα αγοράσω καινούργια, θα αρχίσω και περπάτημα, παραπάχυνα. Θα κανονίσουμε κι ένα ταξιδάκι, με κούρασε η δουλειά, έχω ανάγκη από ηρεμία, έχουμε ανάγκη από ανανέωση, θα αλλάξω, στο υπόσχομαι.
Η Αγγέλα δεν πίστευε στα αυτιά της. Τέτοιες δηλώσεις δεν είχε ακούσει ποτέ από τον Μπάμπη. Σκέφτηκε πως κάτι συνέβη που τον τάραξε αλλά θα άφηνε την ανάλυση για αργότερα.
-Πήγαινε τα ρούχα κι έλα γρήγορα. Πάω να ετοιμάσω το φαγητό.
-Τώρα του ήρθε να κάνουμε ταξίδι; Το γάτο που θα τον αφήσω; αναρωτήθηκε η Αγγέλα και καληνύχτισε τον Έρωτα, αφού πρώτα του έκανε μια σφιχτή αγκαλιά.
_
γράφει η Χριστίνα Σουλελέ
Έρωτα κεραυνοβόλο και παντοτινό σου φέρνουν αυτά τα υπέροχα πλάσματα οι γάτες.Χριστινα μου πολύ όμορφη ή ιστορία σου, πολύ τρυφερή και με ευτράπελα ξεκαρδιστικα. Να είσαι καλά σε απολαυσα!!!!
Σε ευχαριστω πολυ Αννα μου! Ετσι ειναι, οι γατες ειναι ερωτες και σου παιρνουν τσ μυσλα. Καλο βραδυ!
Χριστίνα μου υπέροχη η ιστορία σου και η ανατροπή στο τέλος πολύ δυνατή… όμως τον έρμο τον Μπάμπη τον λυπήθηκα λιγουλάκι!!!!!!! Υπέροχη μπράβο σου!!!!!!!
Υπέροχη ιστορία, με ενθουσίασε ηέμπνευσή σου και η γραφή σου.
Σε ευχαριστω πολυ Μαρθα! Καλο σου βραδυ!
Ax βρε Σουλελλε μου η φωτο της γάτας χάλασε το σασπένς Από την πρώτη στιγμή καταλαβαίνει κανεις ότι πρόκειται για το γατί.Αλλά ακόμη και έτσι, πρόκειται για μια χαριτωμένη ιστορία που μάλιστα είναι και καλογραμμένη.
Σε ευχαριστω Λενα
Εγω παλι αυτη τη γατα στη φωτογραφια την ερωτευτηκα κι ας μου χαλασε το σασπενς. Καλο βραδυ,!
Χριστινάκι ομορφογραμμένο…δροσερό..και με χιούμορ… Πίνε τσικουδιές και για μένααααα
Μαχη σε ευχαριστω. Καλοκαιρι ειναι ειπα να γραψω κατι δροσερο. Οσο για τις τσικουδιες και να μην μου το ελεγες, πινω και γισ σενα και για ολους. Ποταμια ολοκληρα…
Πολύ όμορφη ιστορία. Τελικά, χρειάζεται να θορυβωθει λίγο το έτερον ήμισυ για να αλλάξει συμπεριφορά απέναντί μας και να μας προσέχει περισσότερο γιατί μας αξίζει.
Ετσι ειναι Βασω. Που και που χρειαζεται κατι να μας ταρακουναει γιατι αφηνομαστε. Καλο σου βραδυ, σε ευχαριστω.
Χριστινα γελασα πολυ…με την κοιλια σαν φετα βαρελισια…υπεροχο…κεφατο
Με χιουμορ…μπραβο στον ερωτα-γατακι σου!!
Να μην τον λυπασαι Σοφια μου. Αν δεν ηταν ο γατος μυαλο δε θα εβαζε. Σε ευχαριστω καλο βραδυ,!
Ασημινα μου σε ευχαριστω πολυ κι εγω και το ερωτογατακι μου
Καλο σου βραδυ
Φοβερή η ιστορία σου Χριστίνα μου! Καλογραμμένη και απολαυστική ! 🙂 (γέλασα πολύ!)
Σε ευχαριστω πολυ Ελενα. Χαιρομαι που σου αρεσε.