Ένα πουλάκι κάθεται
επάνω στο κλαδί
κοιτά τη φύση γύρω του
και σιγοκελαηδεί.
Τη βλέπει πόσο όμορφη
φαντάζει κάθε μέρα
μέσα στου ήλιου τη χλιδή,
στο κρύο του αέρα.
Δεν την τρομάζει τίποτε
καμαρωτή φαντάζει,
κοιτά τον κόσμο γύρω της
και βαριαναστενάζει.
Και τη ρωτάει το πουλί
με το δικό του τρόπο
“Τι σε φοβίζει φύση μου
σε τούτο δω τον τόπο;”
“Τίποτε δεν με φόβιζε
καμαρωτή κοιτούσα,
κανέναν άνθρωπο στη γη
δεν τον κακολογούσα.
Άνθρωποι είναι έλεγα
λάθη πολλά θα κάνουν,
μα απ’ ότι ακούω γύρω μου
τώρα το παρακάνουν.
Καθημερνά πειράματα
νέες ανακαλύψεις
ισοπεδώνουν γύρω μας
τις ομορφιές της φύσης.
Αυτή είναι η αιτία κι αφορμή
και της δικής μου θλίψης
γιατί φοβάμαι πως κι εσύ
μια μέρα θα εκλείψεις.
Θα πάψεις να μου τραγουδάς
με τη γλυκιά φωνή σου,
κλωνάρι δέντρου να πιαστείς
θα ψάχνεις, ναι, θυμήσου!
Όπου γυρίσεις γη καμένη,
άρχισαν οι ξεριζωμοί.
Ακούς τη γη;
Βαρυγκωμεί, βαρυγκωμεί!”
_
γράφει η Μηλιά Τσομπανίδου
Μηλιά μου αγαπημένη, υπέροχο και ομορφογραμένο το ποιήμά σου…νόημα, λέξεις, εικόνες, μάθημα ζωής για όλους μας η τρυφερή συνομιλία της φύσης και του πουλιού!!!Ευχαριστούμε!!! Καλο βράδυ!!!
Γλυκιά μου Σοφία σ’ ευχαριστώ πολύ που είσαι πάντα κοντά μου. Εύχομαι το κελάηδισμα των πουλιών να μην πάψει ποτέ να ηχεί στ’ αυτιά μας. Θέλω να πιστεύω πως είναι στο χέρι μας να αποτρέψουμε τα χειρότερα.
Να έχεις ένα όμορφο βράδυ!!! 🙂