Δραπέτευσε ο αυγερινός με τον αέρα τον βαρύ,
που φλερτάρει στα σοκάκια,
και μόνον εγώ ακούω το ανέμελο σφύριγμά του.
Το κύμα έχει ριζωθεί στο άρωμά μου
και άθικτο ρίχνει τ’ αγκάθια του στην αμμουδιά.
Η μέρα κλείνεται στα μαύρα
και η ψυχή μεθάει από αναμνήσεις.
Να με φυσάει το πέλαγος
και να νιώθω μια αύρα μόνη της, στο δικό της παρελθόν,
σαν ένα σύμβολο λαού στην πλώρη του δικού μου καϊκιού
και σαν ένα τρένο,
που καίει το κάρβουνο με τόση ευχαρίστηση.
Στα τζάμια γεμάτα είδωλα καθρεπτίζεται η τελειότητα
και με ύβρι,
αποχαιρετά το φως τον μαύρο ουρανό.
Εκτελεστής των προσδοκιών μου,
ο άχρωμος αυτός ιππέας,
που με τόλμη καρφώνει το μπρούτζινό του δόρυ
στην ξύλινή μου αφή
και δεν σταματά μέχρι να αδειάσει,
τ’ αδράχτι.
Η άνοιξη θα έρθει,
με τα λουλούδια της στους κάμπους,
και με το ελαφρό, αέρινο περπάτημα της,
στις σανίδες του παραδείσου.
_
γράφει ο Αλέξανδρος Σαγρής
0 Σχόλια