Κάποιος με χτυπούσε με μια βαριά στο κεφάλι. Προσπάθησα να το αποφύγω αλλά δεν μπορούσα να κουνηθώ. Ήμουν δεμένος σαν τον εσταυρωμένο σ’ ένα καλοριφέρ με δυο ζευγάρια χειροπέδες, ένα σε κάθε χέρι. Από τα παράθυρα του τεράστιου χώρου έμπαινε φως παρ’ όλο που τα ριντό ήταν κατεβασμένα.
Ένας μπουφές, μια μεγαλοπρεπής τραπεζαρία με λιονταρίσια πόδια και 12 ξύλινες καρέκλες, ένας δερμάτινος τετραθέσιος καναπές και δυο ίδιες πολυθρόνες, ένα παλιό ραδιόφωνο της δεκαετίας του ’70, μια πιο καινούργια αλλά δευτεροκλασάτη τηλεόραση, 4-5 επιδαπέδια φωτιστικά, ένα παλιό σύστημα ήχου, πολλοί πίνακες στους τοίχους… Δεν ήταν χώρος διαμερίσματος, αλλά κάποιος παλιός βιομηχανικός χώρος διαμορφωμένος για κατοικία. Μπορεί να ήταν σε κάποια βιοτεχνική περιοχή εκτός Αθηνών. Μπορεί να ήταν και στο κέντρο της Αθήνας. Μου φάνηκε ότι άκουσα κάποια πνιχτή φωνή, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω από πού ερχόταν. Προσπάθησα να απελευθερωθώ, αλλά δεν τα κατάφερα. Το μόνο που κατάφερα ήταν να κάνω φασαρία, οπότε άνοιξε η πόρτα κι ένας τύπος που νόμιζα πως δεν τον ήξερα μπήκε και μου ‘δωσε με κάτι σκληρό μια στο κεφάλι και μ’ έστειλε να πλανιέμαι στο διάστημα ανάμεσα σε διάττοντες αστέρες και φωτεινούς μετεωρίτες.
Ξανάνοιξα τα μάτια μου. Αυτή τη φορά ήταν βράδυ, αλλά τα φώτα του χώρου ήταν όλα αναμμένα. Ένιωθα κάτι να κυλάει στο στόμα μου και το κεφάλι μου ήταν στη χειρότερη κατάσταση των τελευταίων 47 χρόνων. Έγλυψα τα χείλη μου και διαπίστωσα ότι ήμουνα γεμάτος αίματα. Το τραπέζι ήταν στρωμένο για δύο άτομα με τα απαραίτητα σερβίτσια ενός επίσημου δείπνου –πιάτα, ποτήρια, μαχαιροπίρουνα, ψωμιέρα- και δυο κηροπήγια με βεραμάν στριφτά κεριά. Δεν ξαναείδα στη ζωή μου βεραμάν κεριά. Δεν ήξερα καν αν υπάρχουν.
Απέναντι μου στεκόταν ο τύπος…
– Δεν φαίνεσαι καθόλου καλά φιλαράκο, μου είπε γελώντας. Το ξέρεις ότι κοιμάσαι σχεδόν 8 ώρες;
– Δεν κοιμάμαι. Είμαι αναίσθητος θες να πεις, τον διόρθωσα. Όσο για το αν είμαι καλά ή όχι λύσε με και θα σε κάνω να παρακαλάς που δεν είσαι φραγκόκοτα, αλήτη.
Τώρα πώς μου ‘ρθε και τον είπα φραγκόκοτα; Ίσως από τη διαφήμιση του Famous Graouse. Άσχετο. Κατάφερα όμως να τον εκνευρίσω. Όταν οι άνθρωποι εκνευρίζονται κάνουν λάθη. Στην προκειμένη περίπτωση μου τράβηξε μια κλωτσιά στο στομάχι φωνάζοντας:
– Αλήτης είσαι και φαίνεσαι, αρχίδι!
Μετά σαν να μετάνιωσε και ενώ εγώ προσπαθούσα να βγάλω τα συκώτια μου στο πάτωμα, έβαλε το πρόσωπό του μέσα στα χέρια του μορφάζοντας, πήρε μια βαθιά αναπνοή για να ηρεμήσει και συνέχισε χαμογελώντας σαν να μην έτρεχε τίποτα, σαν να κάναμε φιλική κουβεντούλα.
– Μ’ αναγκάζεις να γίνω αγενής, Αμβρόσιε, κι είναι κάτι που δεν το θέλω. Με συγχωρείς που δεν μπορώ να σου κάνω άλλο παρέα γιατί έχω κάποια φιλοξενούμενη και πρέπει να προλάβω να ετοιμαστώ… Βέβαια είσαι κι εσύ καλεσμένος μου και γι’ αυτό θα σου δώσω κάτι να πιεις, μέχρι να σκεφτώ κάτι καλύτερο, μιας και βρέθηκες λάθος ώρα σε λάθος μέρος. Διψάς, ε; Και σ’ αρέσει η βότκα. Αφήνω εδώ δυο μπουκάλια να διαλέξεις. Δεν ξέρω ποια είναι η αγαπημένη σου μάρκα αλλά έχω μόνο Jazz και Gorbatsof. Θα σου πρότεινα την Jazz γιατί είναι πιο σπάνια. Μπορείς να σερβιριστείς όποτε θέλεις. Μπορείς επίσης να φωνάξεις όσο θέλεις. Εδώ κανείς δεν θα σ’ ακούσει. Σα στο σπίτι σου. Οι φίλοι φίλων είναι και δικοί μου φίλοι. Και τώρα μου επιτρέπεις.
Σηκώθηκε και βγήκε χωρίς καμιά βιασύνη απ’ το χώρο. Μου μιλούσε στον ενικό ο θρασύδειλος.
– Για σένα είμαι ο κύριος Σακάδας, του φώναξα και τον άκουσα να γελάει και να μου λέει:
– Ό,τι θες εσύ αγόρι μου. Ό,τι θες εσύ!
Μ’ άφησε να βλέπω τα δυο μπουκάλια της βότκας ακουμπισμένα στο πάτωμα σ’ ένα μόλις μέτρο απόσταση. Άρχισα να αντιλαμβάνομαι πόσο επίκαιροι μπορεί να είναι οι αρχαίοι μύθοι ακόμα και σήμερα, αφού σε μια παραλλαγή ζούσα το μαρτύριο του Ταντάλου. Μήπως δεν ήμουνα ζωντανός; Αν όχι τότε σίγουρα ήμουν στη κόλαση. Αλλά πάλι κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατόν. Στην κόλαση έχει πολυκοσμία. Θα ‘πεφτα πάνω σε όλους τους φίλους και γνωστούς μου και σας ορκίζομαι πως στη ζωή μου γνώρισα πολλά καθάρματα. Και τότε ξαφνικά τα θυμήθηκα όλα. Ήμουν στο σπίτι του Κωστελέτου. Τον μπάσταρδο τον αναγνώρισα.
Τον επισκέφτηκα πριν τρεις μέρες για να δω τι σόι άνθρωπος είναι γιατί έστελνε κάτι περίεργα ερωτικά στιχάκια στη Μαριάννα, μια παλιά φίλη μου. Άλλα απ’ αυτά ήταν ευτελή και αυτοσχέδια και άλλα παρμένα από γνωστούς ποιητές. Σας παραθέτω από ένα δείγμα για να πάρετε μια ιδέα:
1
«Στο ποτήρι θέλω να σε πιω,
Τη ροδαλή σου σάρκα ωμή να γευτώ
Εσένα με τις τόσες αρετές
Σε παλιές και νέες συνταγές.
Γεννήθηκα με το στόμα ανοιχτό
Στο ζουμερό το ρόδι της καρδιάς σου το στυφό
Ολόγυμνος θα κυλιστώ
Μονάχα μες το σώμα μου μπορώ να σ’ αγαπώ»[i]
2
«Η ανάσα σου είναι σαν μέλι αρωματισμένο με γαρίφαλο.
Το στόμα σου, νόστιμο σαν ώριμο μάνγκο.
Το φιλί στην επιδερμίδα σου είναι σαν να γεύεσαι λωτό.
Η κοιλότητα του αφαλού σου κρύβει μια ποικιλία
από μπαχαρικά. Τις ηδονές που βρίσκονται παρακάτω,
η γλώσσα τις γνωρίζει, αλλά δεν μπορεί να τις πει»[ii]
Από τις απαντήσεις και από τον τρόπο που μου τις έδωσε μου φάνηκε ευφυής άνθρωπος. Του εξήγησα στα ίσια ότι είμαι ιδιωτικός ντετέκτιβ και πολύ καλός φίλος της Μαριάννας -εδώ δεν είπα ακριβώς όλη την αλήθεια γιατί είχα να τη δω σχεδόν είκοσι χρόνια- και του ζήτησα να μου εξηγήσει γιατί της στέλνει ανθρωποφαγικά ραβασάκια. Αυτός γελώντας μου είπε:
– Μα γιατί είμαι ερωτευμένος κύριε Σακάδα. Καθίστε όμως πρώτα και πείτε μου τι θα θέλατε να πιείτε και θα σας δώσω όσες διευκρινήσεις επιθυμείτε.
Ο χώρος ήταν ακριβώς ο ίδιος αλλά συμμαζεμένος και καθαρός. Θα πρέπει να είχε καθαρίστρια ο μπαγάσας, σκέφτηκα, και η ζήλια μου δάγκωσε την καρδιά.
Όταν γύρισε με τις παγωμένες βότκες η συζήτησή μας εξελίχτηκε ομαλά. Δεν μου άφησε την παραμικρή απορία.
– Δεν υπήρξατε ποτέ κεραυνοβόλα ερωτευμένος κύριε Σακάδα;
– Φυσικά και υπήρξα, αν και πάντα μου άρεσε να ρίχνω και μια δεύτερη ματιά.
– Τότε θα ξέρετε πολύ καλά τι σημαίνει η ποίηση για τις γυναίκες. Και στην ποίηση -είμαι σίγουρος ότι συμφωνείτε μαζί μου- όλα είναι αθώα λεκτικά σχήματα. Δεν κυριολεκτούμε. Υπονοούμε. Γι’ αυτό άλλωστε υπάρχει και η έκφραση «ποιητική αδεία».
– Ναι, δε λέω, τον διέκοψα, αλλά χωρίς να θέλω να κριτικάρω την ποιότητα των στίχων σας, δεν νομίζετε ότι το παρακάνετε λίγο; Μια μοναχική γυναίκα που ο άνδρας της εξαφανίσθηκε χωρίς να δώσει εξηγήσεις πριν από έξι χρόνια είναι φυσικό να νιώθει ενοχλημένη όταν αρχίζει να λαμβάνει ξαφνικά τέτοια μηνύματα… στιχάκια… ποιήματα θέλω να πω.
– Πιθανόν να έχετε δίκιο κύριε Σακάδα. Δεν υποστηρίζω ότι είμαι καταπληκτικός ποιητής, αλλά ο έρωτάς μου μού υπαγορεύει αυτόν τον τρόπο επικοινωνίας. Άλλωστε αγαπώ το καλό φαγητό και οι γυναίκες εντυπωσιάζονται από τους άνδρες που καταλαβαίνουν από μαγειρική. Ένας άνδρας που μαγειρεύει είναι σέξι. Το ίδιο συμβαίνει και με μας τους άνδρες. Μια γυναίκα που φοράει δερμάτινα και καβαλάει μοτοσικλέτα τη βρίσκουμε πολύ σεξουαλική, ενώ ένας άντρας με την ίδια περιβολή μπορεί να δείχνει ένας κόπανος και μισός, όπως άλλωστε και μια γυναίκα που κάνει δουλειές στην κουζίνα δείχνει ηλίθια νοικοκυρά.
– Με συγχωρείτε κύριε Κωστελέτο… ή μήπως είναι καλύτερα να κόψουμε τον πληθυντικό. Προτιμώ να με αποκαλείτε Αμβρόσιο.
– Βλαδίμηρος.
– Πώς είπατε; Α ναι, Βλαδίμηρος… Λοιπόν Βλαδίμηρε η Μαριάννα δεν καβαλάει μοτοσικλέτες. Είναι μάλλον ντροπαλή γυναίκα και αρκετά συντηρητική θα έλεγα.
– Δεν αντιλέγω. Αλλά είναι μορφωμένη και αυτοσυντηρούμενη. Είναι μια γενναία εργαζόμενη γυναίκα, κομψή, έξυπνη και μοναχική. Πρέπει να σας πω ότι αφ’ ενός δεν μ’ αρέσουν οι ηλίθιες γυναίκες και αφ’ ετέρου θεωρώ ότι της αξίζει μια καλύτερη μοίρα. Είναι σίγουρα μια γυναίκα που δεν αποζητάει μόνο έναν έξυπνο άντρα αλλά και τρυφερότητα…
Όση ώρα μου μιλούσε εγώ περιεργαζόμουν το χώρο. Πολλοί πίνακες με ανατομικά θέματα. Πολύ αργότερα σερφάροντας στο Internet σ’ ένα computer ενός πελάτη μου, στο λήμμα Rembrandt, αφού έπεσα πρώτα σ’ ένα ομώνυμο ξενοδοχείο στη Νέα Υόρκη, σ’ ένα εστιατόριο στο Τόκιο, σ’ ένα στριπτιζάδικο στο Ρίο Ντε Τζανέιρο και σ’ ένα φαλαινοθηρικό στην Αλάσκα, βρέθηκα τελικά σ’ ένα virtual Μουσείο όπου αναγνώρισα τους περισσότερους απ’ αυτούς:
«Το μάθημα ανατομίας του Dr. Nicolaes Tulp» & «Το μάθημα ανατομίας του Dr Johan Deyman» του Rembrandt,
«Το μάθημα ανατομίας του Dr Sebastian Egbertsz» του Thomas de Keyser,
«Το μάθημα ανατομίας του Dr Johan Deyman» του Johannes Dilhoff,
«Το μάθημα ανατομίας του Dr. Willem van der Meer» του Michiel Janszoon van Mierevelt,
«Μάθημα στην ανατομία» του Mondino dei Liuzzi,
«Ανατομία του εγκεφάλου» του Jan van Calcar,
«Το ανθρώπινο σώμα και η βιβλιοθήκη ως πηγές γνώσης» του Johann Kuhmus,
«Η αμοιβή της σκληρότητας» του William Hogarth,
«Μάθημα ανατομίας» του Sasol,
«Μεταμόρφωση του Dr. Tulp» του Johan van Cauwenberge,
«Η ανατομία του κουρέα – χειρούργου» του John Banister… κλπ.
Ο Βλαδίμηρος βέβαια είχε κι άλλους πίνακες, όλοι φτηνές ρεπροντιξιόν δηλαδή, μη σκεφτείτε τίποτα καλύτερο. Είχε και αρκετούς πίνακες ενός τύπου που κάνει πορτραίτα με φρούτα και ζαρζαβατικά, αλλά μου ήταν αδύνατο να θυμηθώ πως τον λένε.
– Συγγνώμη Βλαδίμηρε αλλά με τι ασχολείσαι; τον διέκοψα.
– Σπούδασα ψυχολόγος, αλλά έχω κάποια εισοδήματα και δεν εξασκώ το επάγγελμα, μου είπε χαμογελώντας.
– Έτσι όμως εξηγείται η βαθιά γνώση που έχεις για τις γυναίκες, τον πυροβόλησα. Βέβαια η διακόσμηση θυμίζει περισσότερο ένα χειρούργο παρά ένα ψυχολόγο.
– Αν και θα μπορούσα να το εκλάβω σαν ειρωνεία το αντιπαρέρχομαι. Αγαπώ τη ζωγραφική όσο και την ποίηση. Αγαπώ και το καλό φαγητό, αλλά για να λυθεί η παρεξήγηση πρέπει να σου θυμίσω μερικά πράγματα. Στο Χριστιανισμό το μυστήριο της μετάληψης αναφέρεται στο αίμα και το σώμα του Χριστού, στο μυστήριο του γάμου ο Απόστολος λέει ότι οι σύζυγοι γίνονται σάρκα μια και…, συνέχισε έτσι -κατευθείαν στο ψητό- να αναφέρει στοιχεία και να επιχειρηματολογεί, αραδιάζοντας παραδείγματα από τη λαογραφία -παραμύθια, λαϊκές παροιμίες, τραγουδάκια του τύπου «ήταν ένα μικρό καράβι»- από διάφορες θρησκείες και από μελετητές εθνολόγους όπως ο William Arens, συγγραφέας της μελέτης «Ο μύθος της ανθρωποφαγίας», με μοναδικό στόχο να με πείσει ότι τα περί ανθρωποφαγίας είναι περισσότερο συμβολικά και μεταφορικά και όχι πραγματικότητα. Εγώ τον άκουγα χωρίς να φέρνω αντιρρήσεις. Η φράση «άλλο ένα αθώο λεκτικό σχήμα» έδινε κι έπαιρνε μες τα λεγόμενα του. Τον άκουγα πίνοντας βότκα σα μαλάκας, μέχρι που ήρθε η ώρα να καλέσω σφυρίζοντας το Honda, όπως ο Ζορό το άλογο του, να με πάρει και να με πάει σπίτι μου. Κάτι τέτοιο όμως δεν ήταν δυνατόν και αποχώρησα τελικά «πίτα» με ραδιοταξί που κάλεσε ο Βλαδίμηρος.
Το πρωί με ξύπνησε στο τηλέφωνο η Μαριάννα. Βιαζόταν να μάθει τις εντυπώσεις μου από την χθεσινοβραδινή επίσκεψη.
– Τι στο διάβολο γλυκιά μου, αϋπνίες έχεις;
– Έλα βρε Αμβρόσιε… Κοντεύει μεσημέρι. Τι έγινε χτες, πήγες;
– Πήγα, πήγα. Κέρνα καφέ και θα σου τα πω όλα. Στο Dacapo έχει καλό καπουτσίνο. Άλλωστε κάτι πρέπει να πληρώσεις για το μπελά που μ’ έβαλες.
– Οκ, είπε γελώντας. Σε μια ώρα είναι καλά;
Στο Dacapo λοιπόν, πίνοντας μια κρύα Romanoff για τον πονοκέφαλο, της εξήγησα ότι ο άνθρωπος μού φάνηκε λίγο κουνημένος, αλλά συμπαθής και άκακος. Η Μαριάννα εξέφρασε την επιθυμία να τον γνωρίσει. Μου έδειξε το τελευταίο ραβασάκι όπου ανάμεσα σε διάφορες ποιητικές μαλακίες την καλούσε την επόμενη το βράδυ σε δείπνο γνωριμίας με σπάνιες γεύσεις που θα της έμεναν αξέχαστες.
– Παρ’ όλο που δεν ξέρω αν μου λες αλήθεια ή ψέματα για να με ξεφορτωθείς θα ήθελα να τον συναντήσω, μου είπε με νάζι.
– Τότε δεν έχεις παρά να αποδεχτείς την πρόσκληση, την συμβούλεψα.
Είπαμε κι άλλα πολλά και κάποτε χωρίσαμε μένοντας σύμφωνοι ότι θα την αναζητούσα μετά τις δύο το πρωί αν αυτή δεν μ’ έπαιρνε τηλέφωνο στο γραφείο. Πριν χωρίσουμε όμως τη ρώτησα απορημένος.
– Δεν σοβαρολογούσες προηγουμένως όταν είπες ότι μπορεί να σου λέω ψέματα;
– Οι λεπτομέρειες έχουν ιδιαίτερη σημασία, Αμβρόσιε. Όταν λες καφέ δεν πρέπει να εννοείς βότκα. Άσε που κοστίζει τα διπλάσια.
Την επόμενη στις οχτώ η Μαριάννα πήγε για φαγητό στον Βλαδίμηρο. Εγώ έκατσα και περίμενα στο γραφείο μέχρι τις δύο και μίση μετά τα μεσάνυχτα και αφού δεν έλαβα κανένα τηλεφώνημα απ’ τη Μαριάννα, αποφάσισα να καλέσω εγώ. Ο Βλαδίμηρος μού είπε ότι η Μαριάννα είχε τουλάχιστον μια ώρα που έφυγε και ότι ο ίδιος τη συνόδεψε να βρει ταξί, παρ’ όλο που της πρότεινε να την πάει με το αυτοκίνητό του στο σπίτι της στη Νέα Σμύρνη και αυτή αρνήθηκε. Δεν τον πίστεψα. Πήρα τα πόδια μου και δεκαπέντε λεπτά αργότερα ήμουν έξω από το σπίτι του στου Ψυρρή. Έκατσα για λίγο απέναντι κοιτάζοντάς το. Ένας παλιός, αναπαλαιωμένος, διώροφος βιοτεχνικός χώρος. Ήταν έρημα και πιθανόν επικίνδυνα για μια μόνη γυναίκα. Ήταν στο σημείο της αγοράς που δεν υπήρχε ούτε ένα μπαράκι. Το Honda όμως ήταν ακόμα εκεί. Ευτυχώς γιατί δεν θ’ άντεχα να γυρίσω με τα πόδια. Ανέβηκα απ’ τα σκαλιά στο δεύτερο και χτύπησα με το χέρι την πόρτα. Ο ήχος ήταν δυνατός για την ησυχία που επικρατούσε. Έτσι νόμισα τουλάχιστον τότε.
Ξύπνησα σ’ ένα άσπρο δωμάτιο μ’ ένα μεγάλο φως να με τυφλώνει. Το κεφάλι μου ήταν μπανταρισμένο και πονούσε. Ένας δεύτερος επίδεσμος υπήρχε γύρω απ’ τα πλευρά μου. Ένιωθα γυμνός. Ήμουν γυμνός. Το πρόσωπο του Έλπι ανέτειλε κάπου από τα αριστερά μου. Έκανα να σηκωθώ.
– Αμβρόσιε παλουκώσου. Έχεις μια σοβαρή διάσειση. Ο γιατρός είπε να μείνεις ξαπλωμένος για μερικές μέρες. Αν θέλεις κάτι ζήτα το από ‘μένα.
Έστριψα το κεφάλι και τον είδα σχεδόν ολόκληρο. Ο υπαστυνόμος Έλπις σ’ όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Κουστουμαρισμένος σαν να γύριζε από την Κυριακάτικη πρωινή λειτουργία.
– Τι συμβαίνει; Πού είμαι; ρώτησα.
– Στον Ευαγγελισμό. Κοιμάσαι πάνω από δεκατέσσερις ώρες. Σας φέραμε εδώ χτες το απόγευμα. Ο μάγκας ήταν έτοιμος να σας βάλει στη μαρμίτα.
Τώρα τελευταία, όλως περιέργως, όλοι μού έλεγαν ότι κοιμάμαι πολύ. Αυτό όμως με τη μαρμίτα δεν μου ‘κατσε πολύ καλά στ’ αυτιά.
– Στη μαρμίτα; Τι εννοείς στη μαρμίτα;
– Το 1980, συνέλαβαν στο Παρίσι τον Ίσι Σαγάουα, γιο Ιάπωνα βιομηχάνου, που έφαγε μια Ολλανδέζα συμφοιτήτριά του. Το 1989, συνέλαβαν στη Νέα Υόρκη, τον Ντανιέλ Ρακόβιτς, μικρέμπορο ναρκωτικών, που μαγείρεψε κι έφαγε τα μυαλά της φιλενάδας του. Το 1994 συνέλαβαν στην Κορέα μια εξαμελή συμμορία, η οποία έτρωγε τους πελάτες ενός σούπερ μάρκετ. Είχαν ήδη φάει έξι άτομα. Το 1999 συνέλαβαν στο Καζακστάν τρεις νεαρούς, πρώην υπάλληλους ψυχιατρείου, που έφαγαν εφτά πόρνες, αφού προηγουμένως τις κοίμισαν με υπνωτικά χάπια. Αυτά είναι μόνο μερικά πολύ πρόσφατα παραδείγματα από περιπτώσεις που υπέπεσαν στην αντίληψη της αστυνομίας. Τώρα πρέπει να προσθέσουμε στη λίστα και τον Βλαδίμηρο Κωστελέτο. Λίγο ν’ αργούσαμε θα μετρούσαμε τρία θύματα αντί για ένα.
Μου ήρθε τάση για εμετό. Αυτό έκανε το κεφάλι μου να πονάει χειρότερα. Μια χαριτωμένη νοσοκόμα μού κοπάνησε στο μπράτσο μια ένεση με ηρεμιστικό.
– Δεν καταλαβαίνω τι αηδίες είναι αυτές που μου λες, ψέλλισα ξέπνοα στον ‘Ελπι. Είναι καλά η Μαριάννα;
– Μια χαρά. Καλύτερα από σένα… Λίγο σοκαρισμένη… Κοιμάται τώρα. Θα τη δεις αύριο. Εγώ τώρα πρέπει να φύγω. Εσύ μην κουνήσεις ρούπι. Μήπως θες να πω στη νοσοκόμα να σου φέρει κάτι να φας; με ρώτησε χαμογελώντας σαδιστικά.
– Μην τολμήσεις, προσπάθησα να φωνάξω, αλλά δεν άκουσα ούτε εγώ ο ίδιος τη φωνή μου.
«Πάνω στο τραπέζι υπήρχαν διάφορες πιατέλες, που το περιεχόμενο τους ήταν αδύνατο να διακρίνω στο αδύναμο φως των κεριών. Αυτός πήρε ένα πιάτο και με σέρβιρε.
– Τι είναι;
– Κρέας.
– Τι κρέας;
– Βραστό.
– Τι βραστό κρέας;
Αυτός άγγιξε το στομάχι και τα πλευρά του με αόριστο τρόπο. Θέλω να βλέπω αυτό που τρώω, ειδικά όταν το κρέας μού αρέσει. Θέλω να τα εξετάζω όλα προσεκτικά πριν τα βάλω στο στόμα μου, αλλά ήταν πολύ σκοτεινά. Αυτός με σερβίρει κι από άλλες πιατέλες. Έπλυνα τα χέρια μου σ’ ένα τάσι με νερό και λεμόνι κι αυτός μου τα σκούπισε με μια πετσέτα, οι κινήσεις του ήταν αργές σαν χάδια. Δοκίμασα μια μπουκιά κρέας και μου άρεσε, ήταν καλά καρυκευμένο, τόσο μαλακό που έλιωνε στο στόμα πριν το μασήσεις. Τρυφερό σαν πόνος. Αυτός καθισμένος τόσο κοντά που το πρόσωπο του άγγιζε σχεδόν το δικό μου, με παρατηρούσε που έτρωγα και εκθείαζε την ομορφιά μου. Εγώ δεν έλεγα τίποτα, αλλά ο ιδρώτας έτρεχε στην πλάτη μου κι έτρεμαν τα γόνατα μου. Το φαγητό πάντως ήταν εξαιρετικό…»
Νόμιζα ότι άκουγα την Μαριάννα να περιγράφει το δείπνο της με τον ποιητή ανθρωποφάγο Βλαδίμηρο, αλλά ήταν ένα απόσπασμα από το βιβλίο της Ιζαμπέλ Αλιέντε «Το επουράνιο σχέδιο». Αφού άρχισα πάλι να ονειρεύομαι, μάλλον ήμουν σε στάδιο ανάρρωσης. Άνοιξα τα μάτια μου. Πρέπει να ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Με το τηλεχειριστήριο άνοιξα την τηλεόραση. Έχει και το νοσοκομείο τα καλά του. Όλα όμως τα κανάλια είχαν αναμετάδοση την προεκλογική ομιλία του Κωστάκη στη Θεσσαλονίκη… Την ξανάκλεισα. Ευτυχώς που η Μαριάννα ήταν καλά. Μ’ έτρωγε η περιέργεια να μάθω τι συνέβη ακριβώς με τον Βλαδίμηρο και πώς βρέθηκε ο Έλπις εκεί. Θα μου τα διηγούταν με το νι και με το σίγμα μια και της άρεσε να δίνει σημασία στη λεπτομέρεια. Κι εγώ αν έδινα λίγη περισσότερη σημασία στη λεπτομέρεια δεν θα έβρισκα τόσο φυσιολογικό το γεγονός ότι ο Βλαδίμηρος είχε κυριολεκτικά εντρυφήσει στα περί ανθρωποφαγίας. Αποφάσισα να κάνω υπομονή μέχρι το πρωί. Έκλεισα τα μάτια μου, εθελοντικά αυτή τη φορά, χωρίς κανένας να μου κοπανίσει κάτι βαρύ στο κεφάλι. Ονειρεύτηκα τον εαυτό μου μες στο Honda να επιπλέω ως ναυαγός στη μέση του ωκεανού. Ρεύτηκα δυνατά, παρ’ όλο που δεν θυμόμουν να έχω φάει τίποτα. Ύστερα έπεσε το σλόγκαν:
«Άλκα σέλτσερ, όταν φάγατε κάτι που δεν έπρεπε».
Δεν ήταν ποίηση. Διαφήμιση ήταν. Ακόμα ένα αθώο λεκτικό σχήμα.
_
περιγράφει ο Αμβρόσιος Σακάδας & καταγράφει ο Νίκος Γιαννόπουλος (Σκηνοθέτης -Παραγωγός)
[i] Αυτοσχέδιο δείγμα
[ii] Σργκαρακαρικα, Κουμαρανταντατα-12ος αιώνας
–
Ο Αμβρόσιος Σακάδας είναι ένα χαμένο κορμί. Ένας καθυστερημένος του ’68. Ένας ανώριμος σαρανταπεντάρης. Δεν στερείται σπουδών ούτε γνώσεων. Αγαπάει το διάβασμα κι έχει γνώμη σχεδόν για τα πάντα. Δεν επιδιώκει την επωνυμία. Την θεωρεί πηγή μπελάδων. Δεν αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα που τον περιβάλει παρά μόνο σαν μια σύμβαση. Σαν μια σειρά από εικόνες και λεκτικά τερτίπια. Η ζωή γι’ αυτόν είναι μια χειρονομία, ένα παιχνίδι όπου δεν τον ενοχλεί συνεχώς να χάνει. Το μεγάλο ελάττωμα του όμως είναι η τεμπελιά. Ο Αμβρόσιος Σακάδας βαριέται. Η κλασική του παιδεία τον βοήθησε να διαπιστώσει ότι η εργασία ουδέποτε υπήρξε μια ελληνική αρετή, γιατί ποτέ δεν καταγράφεται ως τέτοια στα αρχαία κείμενα. Γι’ αυτό δεν κάνει τίποτα για να αλλάξει τη δική του πραγματικότητα. Θεωρεί ότι οι επιθυμίες, οι φαντασιώσεις και τα διάφορα κορόιδα που κυκλοφορούν ανάμεσα μας έλκουν τις αλλαγές και την εκπλήρωση τους πολύ πιο αποτελεσματικά απ’ ότι αν ξόδευε τις δυνάμεις του και κουραζόταν. Έτσι κάθεται και περιμένει. Αντιδρά μόνο σ’ ένα πρωτογενές επίπεδο επιβίωσης κάνοντας περιστασιακά διάφορες δουλειές του ποδαριού. Η λιτή ζωή του στηρίζεται στα απολύτως αναγκαία: φαγητό, ύπνο, έρωτα, αλκοόλ και φυγή. Όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, απλά την κοπανάει για κάπου αλλού. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένας σύγχρονος φυγάδας ή πιο σωστά ένας αναχωρητής που αντί να διαλέξει την έρημο, επιλέγει συνεχώς μια πολύβουη πόλη. Άλλωστε στην έρημο θα ήταν από δύσκολο ως απίθανο να κάνει τον ντετέκτιβ. Θα ήταν επίσης δύσκολο να βρει κορόιδα και αλκοόλ. Και το χειρότερο, θα έπρεπε να προσεύχεται…
προσοχη:
Οι ιστορίες αυτές είναι αποτέλεσμα τυχαίων λαθών και μοιραίων συμπτώσεων. Οι χώροι, τα γεγονότα και τα πρόσωπα (εκτός από τον συγγραφέα) είναι φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα ή σχέση με την πραγματικότητα είναι απλά συμπτωματική.
Οκ, ο Βλαδίμηρος ήταν ανθρωποφάγος. Ο Αμβρόσιος που αναγνώρισε πάνω απο δώδεκα πίνακες με θεματική πάνω στην ανατομία, μου φαίνεται….πιο επικίνδυνος!
(σσ. Ακόμα και τώρα απορώ…πώς καταφέραμε και κάναμε τραγούδι παιδικό ένα τόσο μακάβριο περιστατικό…αναφερόμενη στο ήταν ένα μικρό καράβι για όσους δεν το γνωρίζουν…)