4. Η Γραμματεύς

Δημοσίευση: 13.10.2016

Ετικέτες

Κατηγορία

woman_gun

Όχι ότι με ξάφνιασε το γεγονός. Αργά ή γρήγορα κάθε ντετέκτιβ βρίσκει την πόρτα του γραφείου του σπασμένη κι όλα τα πράγματα πεταμένα στο πάτωμα. Δεν κάνει καν τον κόπο να κοιτάξει τι λείπει. Αυτό όμως που σίγουρα λείπει είναι σχεδόν πάντα το όπλο του. Ειδοποιεί λοιπόν την αστυνομία για να δηλώσει διάρρηξη και απώλεια αντικειμένου -είναι θέμα ρουτίνας- και οι μπάτσοι πάνω στο ζήλο του καθήκοντος σαβουριάζουν ό,τι άφησε απείραχτο ο προηγούμενος εισβολέας, έτσι ώστε στο γραφείο να μην υπάρχει πλέον καμία αισθητική δυσαρμονία. Αν και η μέθοδος πιθανόν να φαίνεται μάλλον ασυνήθιστη και με έντονα στοιχεία βαρβαρότητας, δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να παραβλέπετε το γεγονός ότι σας δίνει μια μοναδική ευκαιρία να αλλάξετε τη διακόσμηση του χώρου σας αξιοποιώντας ταυτόχρονα και τις ξεχασμένες οικονομίες σας. Δεν έχετε παρά να το δοκιμάσετε και μόνοι σας και θα αντιληφθείτε αμέσως πόσο αποτελεσματική είναι αυτή η μέθοδος, ειδικά δε, αν δεν αρκεστείτε στην ανακατωσούρα και το χάος και προχωρήσετε σε εκτεταμένη καταστροφή των επίπλων σας. Άλλωστε, είναι γνωστό σε όλους τους σκεπτόμενους και προβληματισμένους ανθρώπους, ότι η αποταμίευση αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες πληγές στην οικονομία μιας χώρας. Φυσικά υπάρχει και το ενδεχόμενο να μην έχετε οικονομίες οπότε κάτι τέτοιο θα σας την έδινε στα νεύρα και θα καταφεύγατε λογικά στην πιο οικεία και προσιτή θαλπωρή που προσφέρει, ειδικά σε ανάλογες περιστάσεις, η λήψη, χωρίς συνταγή γιατρού, ικανής ποσότητας αλκοόλ ή άλλου ηρεμιστικού. Και πριν τολμήσετε καν να σκεφτείτε ότι, όλη αυτή την ώρα που μοιράζομαι μαζί σας αυτή την υπέροχη εμπειρία, χάνω άσκοπα τον καιρό μου αερολογώντας, σας πληροφορώ ότι στο μεταξύ, πατώντας πάνω στα ερείπια της βιβλιοθήκης μου, κατάφερα να φτάσω στα μοναδικά πράγματα που απέμειναν όρθια, τουτέστιν, στην καρέκλα και στο γραφείο μου. Δεν κρέμασα την καμπαρτίνα μου στο καλόγερο γιατί δεν ήταν στη θέση του, αλλά πριν την αφήσω να πέσει ανέσυρα απ’ την εξωτερική δεξιά τσέπη, ως ναυαγός, μια μποτίλια Moskovskaya, strong παρακαλώ. Σε χρόνο δευτερολέπτων, βρέθηκα καθισμένος και με τα πόδια πάνω στο γραφείο, να κάνω ταβανοθεραπεία απολαμβάνοντας -καιρός ήταν- το πρώτο μου σφηνάκι. Δεν χρειαζόταν οπωσδήποτε να μου ρημάζουν το γραφείο για να φορέσω αυτό το συνολάκι. Λόγω αναδουλειάς, τελευταία, ήταν το μόνο που μπορούσε να γεμίσει δημιουργικά τον ελεύθερο χρόνο μου. Ίσως αν γινόμουν γιατρός, όπως ήθελε ο πατέρας μου, να μην είχα τέτοια μπλεξίματα.
Μετά το δεύτερο σφηνάκι και με το βλέμμα κρεμασμένο απ’ τον ανεμιστήρα που γύριζε, μου προέκυψε ξανά το γνωστό δίλημμα: να ψάξω για ένα θηλυκό Παρασκευά ή για κάποιο φτηνό τηλεφωνητή; Η αμείλικτη όμως πραγματικότητα μας δίνει, δυστυχώς ή ευτυχώς, τις πιο πειστικές απαντήσεις. Τα κεφάλαια που διέθετα σε ρευστό ίσα που έφταναν να τα ακουμπήσω στον κλειδαρά. Έτσι το θέμα αυτό παρέμενε ως η μεγαλύτερη εκκρεμότητα προς ταχτοποίηση μετά την αγορά της γραφομηχανής που είχα ήδη αντιμετωπίσει με επιτυχία και την επισκευή ή αγορά νέας κλειδαριάς για την οποία είχα βαθιά ριζωμένη την πεποίθηση ότι θα ταχτοποιούσα.
Σε μια τέτοια κατάσταση με βρήκε όταν στάθηκε στο άνοιγμα της σπασμένης πόρτας μου. Έσβησε την μηχανή και με μια ομολογουμένως επιδέξια μανούβρα, κατέλαβε μια από τις θέσεις στο τριθέσιο πάρκινγκ του καναπέ μου, ακριβώς απέναντι μου. Αυτοκίνητο κούρσας με ιπποδύναμη πάνω από τρεις χιλιάδες κυβικά, τετρακύλινδρο και με διπλά διαφορικά, απ’ αυτά που περνάνε στη δεύτερη μετά τα ογδόντα χιλιόμετρα κι όταν βρεθούν σε αυτοκινητόδρομο οι άλλοι οδηγοί νομίζουν ότι είναι σταματημένοι και επιχειρούν να κατέβουν. Δεν ξέρω αν είμαι αισιόδοξος ή απαισιόδοξος, αλλά για ένα μπουκάλι αγορασμένο πριν τρεις μόλις ώρες, ήταν ένα μπουκάλι μισό άδειο. Έκλεισα τα μάτια μου και τα ξανάνοιξα για να βεβαιωθώ ότι δεν ήταν παραίσθηση. Τέτοιες γυναίκες υπάρχουν μόνο στα κόμικς. Η τελευταία που γνώρισα ήταν η Τζέσικα Ράμπιτ σε κάποιο θερινό σινεμά. Μια μπέιμπυ-σίτερ με τέτοιες καμπύλες κι ο γιος μου -αν είχα- δεν θα κατανοούσε ποτέ την έννοια της ευθείας. Είμαι σίγουρος ότι ο πορνόγερος Αρχιμήδης κάπως έτσι εμπνεύστηκε τα φονικά του κάτοπτρα.
– Με συγχωρείτε που ήρθα χωρίς να κλείσω ραντεβού, μου είπε με μια φωνή που έκανε τον ανεμιστήρα μου να πάθει ίλιγγο. Εσείς δεν είστε ο Αμβρόσιος Σακάδας; Μα φυσικά, απάντησε μόνη της χωρίς να περιμένει. Ταιριάζει. Κάπως έτσι σας είχα φανταστεί. Κι η αγγελία σας στο Χρυσό Οδηγό δεν μπορεί να έχει λάθος στοιχεία. Έτσι δεν είναι; Αλλά γιατί είναι το γραφείο σας σε τέτοια κατάσταση; Συνέβη κάτι; Αχ, τι συναρπαστικό, αναφώνησε.
Τι θα μπορούσα να της απαντήσω; Ότι μετανάστευσε η καθαρίστρια ή ότι αυτή και μόνο με την παρουσία της θα μπορούσε να προκαλέσει και χειρότερα;
– Ξέρετε δεν ήρθα να σας κάνω ερωτήσεις κι ελπίζω να μην μου θυμώσετε γι’ αυτό, πρόσθεσε και καθώς το χαμόγελο ανέτειλε στο υπέροχο στόμα της, έζησα αυτοπροσώπως την περιπέτεια του Οδυσσέα με την Κίρκη.
– Δεν ήρθα ως πελάτης, αλλά για να σας ζητήσω δουλειά. Από μικρή ονειρευόμουν να βρεθώ κοντά σ’ ένα διάσημο ντετέκτιβ. Έχω διαβάσει τόσα βιβλία. Και μην ανησυχείτε για λεφτά. Ο άντρας μου έχει αρκετά… δηλαδή αρκετά λεφτά και συνεχώς ταξιδεύει, κι εγώ έχω πολύ ελεύθερο χρόνο. Ξέρω καλή γραφομηχανή, αυτό δεν είναι στοιχειώδες; Η βάση; Νομίζω ότι είμαι πολύ καλή για να λύνω μυστήρια. Βάλτε μου ένα γρίφο και θα δείτε. Θα σας απαντήσω αμέσως.
Είχα την εντύπωση ότι με δούλευε. Αυτό το υπέροχο πλάσμα, που μπορούσε να έχει ό,τι θέλει απ’ την ζωή χωρίς να κάνει τίποτα, αρκεί μόνο να είναι παρούσα, εκλιπαρούσε σχεδόν να ακούσει από μένα, έναν ντετέκτιβ της δεκάρας, να της λέω, αυτό, για το οποίο ένα σωρό ηλίθιοι, επί δυο χρόνια, ξοδεύουν το χρόνο και τα λεφτά τους στην Didakta: «Προσλαμβάνεστε». Ε, δεν μπορούσα να της χαλάσω το χατίρι. Παρ’ όλες τις καμπύλες της, διέσχιζε την ζωή σε μια αφοπλιστική ευθεία. Με ύφος Χάμφρευ Μπόγκαρτ και βάλε, ξεστόμισα τις δυο τελευταίες φράσεις της ημέρας, πριν βυθιστώ στο υπόλοιπο μισό της Moskovskaya.
– Αφού επιμένετε τόσο, θα σας κάνω τη χάρη δεσποινίς. Ελάτε αύριο στις 11 το πρωί.
– Κορίνα Χαδίμογλου, είπε αυτή και πετάχτηκε χαρούμενη επάνω απλώνοντάς μου ταυτόχρονα το χέρι της. Αυτό είναι το όνομα μου. Και μην ανησυχείτε για την εμφάνιση μου. Ξέρω πώς πρέπει να’ ναι ντυμένη μια γραμματέας.
Προσπάθησα να κρατήσω το χέρι της όσο περισσότερο μπορούσα. Ομολογώ ότι η επιρροή που ασκούσε επάνω μου ήταν ευεργετική. Ευτυχώς που ήμουν καθισμένος γιατί ένιωσα ξαφνικά να με πιέζει το παντελόνι στο καβάλο. Αυτή το τράβηξε μαλακά και χωρίς ιδιαίτερη βιασύνη έλυσε το χειρόφρενο κι έβαλε πρώτη. Σανίδωσε τον συμπλέκτη και μ’ ένα εντυπωσιακό τετακέ εκτινάχτηκε προς την έξοδο με τέτοια ταχύτητα που παραλίγο να ξεχάσω ότι ήταν εδώ. Δυο λεπτά αργότερα, οι κόρνες των αυτοκίνητων, τα σφυρίγματα και οι διαπληκτισμοί από κάποιο μικροατύχημα, μου κατέστησαν σαφές για ακόμα μια φορά ότι η Κορίνα δεν ήταν μια παραίσθηση. Δεν ξέρω αν είμαι απαισιόδοξος αλλά με το ένα χέρι κρατούσα ένα ολόκληρο άδειο μπουκάλι. Με το άλλο… άσε καλύτερα γιατί μπορεί να μας διαβάζουν και παιδιά. Σφήνωσα με μια διπλωμένη εφημερίδα την πόρτα του γραφείου και την έβγαλα στης Μαρίας που δεν μ’ άφησε να κλείσω μάτι. Όλο το βράδυ χοροπηδούσε πάνω μου και φώναζε, ώστε να μπορεί ν’ ακούσει όλη η γειτονιά: «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος, ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος!!!»

Στο γραφείο εμφανίστηκα κατά τις 12μμ. Έσπρωξα την πόρτα και ξαναντίκρισα το χάος να με κοιτάζει σαν σαστισμένος βλάκας που χάσκει με το στόμα ανοιχτό. Σαν από διαίσθηση ένιωσα πως είχα μπροστά μου μια δύσκολη μέρα. Άραξα στο γραφείο μου. Το κεφάλι μου έπαιζε τον εθνικό ύμνο αλλά κολλημένο σαν πλάκα γραμμόφωνου στην πρώτη στροφή. Ο ανεμιστήρας γύριζε ακόμα αφού τον ξέχασα ανοιχτό. Η Κορίνα όμως ήταν άφαντη. Πέταξα το άδειο μπουκάλι στο πάτωμα -έτσι κι αλλιώς όλα εκεί ήταν πεταμένα- και καθώς προσπαθούσα να συγκεντρωθώ, να αρχίσω από κάπου τέλος πάντων, το μάτι μου κόλλησε στη γραφομηχανή. Σ’ ένα δαχτυλογραφημένο σημείωμα τηλεγραφικού τύπου διάβασα:

«Αγαπητέ Αμβρόσιε
Θα επιστρέψω στις δώδεκα.
Λείπω για δουλειά.
Μας αναθέσανε μια υπόθεση.
Φιλιά Κορίνα»

Δεν πρόλαβα να τελειώσω το διάβασμα κι η φασαρία από τα κορναρίσματα και τα σφυρίγματα στο δρόμο -ευτυχώς δεν είχαμε σήμερα ατύχημα- μου κατέστησαν σαφές ότι η Κορίνα μόλις είχε επιστρέψει. Δυο λεπτά αργότερα στεκόταν όρθια μπροστά μου, λαχανιασμένη κι αναψοκοκκινισμένη. Δεν λέω, προσπάθησε να ντυθεί σαν γραμματέας. Δεν υπήρχε το έντονο μακιγιάζ της προηγούμενης μέρας ούτε οι ψεύτικες μακριές βλεφαρίδες. Τα μακριά μαλλιά της ήτανε μαζεμένα, το ένδυμα μαύρο κι όχι κόκκινο της φωτιάς και τα παπούτσια της στρωτά. Λείπανε δηλαδή εκείνα τα τακούνια στιλέτα των 15 πόντων με τα οποία προφανώς κατέκτησαν την Ιερουσαλήμ οι σταυροφόροι. Κι ενώ η φούστα -στο ύψος των μηρών- αναδείκνυε σεμνά, τα ωραία πόδια, δεν είχε καμιά σχέση με το ελαστικό κολλητό μπλουζάκι που άφηνε τους ώμους και το μισό στήθος ακάλυπτα, έτσι που να νομίζεις πως αν σηκώσει λίγο τα χέρια της, θα έπεφτε στη μέση της και ένας θεός μονάχα ξέρει τι θα μπορούσε να συμβεί. Το πιο εντυπωσιακό όμως ήτανε το περίστροφο. Στο χέρι της κρατούσε ένα 32άρι περίστροφο, εφτάσφαιρο, όχι πολύ βαρύ αλλά αποτελεσματικό, απ’ αυτά που δεν δημιουργούν στα θύματα την υποχρέωση να ξοδέψουν μεταθανάτια τα χρήματα της κληρονομιάς για σοβάντισμα προκειμένου να δεξιωθούν με κάποια αξιοπρέπεια τους τεθλιμμένους πλην ανακουφισμένους συγγενείς και κληρονόμους, στα εγκαίνια της τελευταίας κατοικίας τους.
– Ήρθα λίγο νωρίτερα σήμερα το πρωί για να εξοικειωθώ με το χώρο και για να συμμαζέψω, αλλά βρήκα αυτή τη κάρτα πάνω στην πόρτα, είπε και ξέσπασε σε κλάματα.
Την εξέτασα. Πολυτελές χαρτί, υδατογραφημένο, χρώματος μπεζ και με εξώγλυφα καφέ σκούρα γράμματα.

Ευγένιος Ζουράρης
Χειρουργός
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου

– Είχε κι ένα σημείωμα: πως έπρεπε να είσαι στην Εκάλη στις δέκα και μισή σήμερα το πρωί, αλλά επειδή ήξερα ότι θα αργήσεις, είπα να πάω εγώ, συνέχισε κλαίγοντας κι ήρθε και κούρνιασε στην αγκαλιά μου.
– Ε, και; την ενθάρρυνα να συνεχίσει και της έδωσα ένα χαρτομάντιλο να σκουπίσει τα δάκρυά της.
Όχι πως δεν μου άρεσε το σερφινγκ αλλά βιαζόμουνα να φτάσουμε στο περίστροφο.
– Πήρα ταξί και πήγα… Χτύπησα το κουδούνι πολλές φορές αλλά δεν απάντησε κανείς. Φώναξα όταν αποείδα, έκανα τον γύρο του σπιτιού απ’ τη μεριά του κήπου και… σκόνταψα πάνω στο πιστόλι! Το πήρα αλλά όταν έφτασα στην πισίνα είδα έναν άντρα ξαπλωμένο σε μια πολυθρόνα γεμάτο αίματα.
Ξανάβαλε τα κλάματα μόνο που τούτη την φορά το ρόλο του χαρτομάντιλου τον έπαιξε το πουκάμισό μου. Το κεφάλι της ακουμπούσε στο στήθος μου, η κοιλιά της… ω θεέ μου… και το χέρι της με το περίστροφο κρεμόταν χαλαρό στο πλάι. Της το πήρα, πριν πέσει κάτω και κάνει μπαμ. Το σήκωσα να το κοιτάξω και τότε ήταν που ο ανεμιστήρας έμεινε ακίνητος κι άρχισε να γυρίζει το ταβάνι κι όλο το γραφείο. Κρύος ιδρώτας μ’ έλουσε και κάποιος μου έσκιζε το στομάχι με τα τακούνια της Κορίνας.
– Το ‘φερα να το εξετάσουμε, μου ‘πε λίγο πιο ψύχραιμα. Είναι αποδεικτικό εγκλήματος, δεν είναι; Μπορεί να έγινε μ’ αυτό ο φόνος. Πάω να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου και να σου φτιάξω ένα καφέ και θα ‘ρθω να λύσουμε το μυστήριο.
– Δεν χρειάζεται, της φώναξα έξαλλος. Αρκετά έκανες. Καλύτερα να πας στο σπίτι σου και να τα πούμε πάλι αύριο. Άλλωστε, για να μαθαίνεις, έκανες έξι λάθη σήμερα. Πρώτον, δεν έπρεπε να πας.  Δεύτερον, δεν έπρεπε να πιάσεις το όπλο. Τρίτον, δεν έπρεπε να το φέρεις εδώ. Τέταρτον, έπρεπε να ειδοποιήσεις την αστυνομία και τις πρώτες βοήθειες μόλις βρήκες το θύμα. Πέμπτο, δεν πίνω ποτέ καφέ και έκτο, εγώ είμαι ο ντετέκτιβ εδώ μέσα.
– Συγνώμη Αμβρόσιε, μου είπε μυξοκλαίγοντας. Θα μάθω. Θα μάθω κι ύστερα θα δεις… Και πριν προλάβω να τραβηχτώ μου ‘σκασε ένα ρουφηχτό και παρατεταμένο φιλί στο στόμα.
Κατάλαβα ότι έφυγε από την φασαρία στο δρόμο. Έσκυψα κι άρχισα να ψάχνω το μπουκάλι κι ας ήταν άδειο.

Ώρες αργότερα κι ακόμα δεν κατάφερα να σκεφτώ κάτι της προκοπής. Το όπλο ήταν πειστήριο, και την ιστορία με την γκόμενα δεν θα την πίστευε κανείς, ούτε με σφαίρες. Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα… δεν ήταν καν παραίσθηση. Εφιάλτης ήταν.

Μόλις που πρόλαβα να κρύψω το περίστροφο. Ο υπαστυνόμος Έλπις εισέβαλε στο χάος κρατώντας κάτι που αν δεν το έβλεπα με τα ίδια μου τα μάτια δεν θα το πίστευα. Όχι πως έγινα πάλι αισιόδοξος αλλά στο χέρι κρατούσε αυτό που χρειαζόμουν από ώρα: ένα μπουκάλι Serkova.
– Νομίζω πως θα το χρειαστείς, μου είπε χαμογελώντας και με το γνωστό φλέγμα του. Για μην λες ότι μόνο εσύ συνεισφέρεις στον έρανο. Βρήκαμε το πτώμα του γιατρού Ζουράρη, συνέχισε χωρίς περιστροφές. Ξεκουραζόταν στην πισίνα όταν κάποιος του πρόσθεσε δυο κουμπότρυπες ακόμα στο πουκάμισο σχεδόν εξ’ επαφής. Όλη η πόλη το ‘χει τούμπανο ότι η νεαρή γυναίκα του, μπαινοβγαίνει από χτες στο γραφείο σου.
– Όλη η πόλη; Δηλαδή ποιος;
Πριν συνεχίσω έριξα μια κλεφτή ματιά στο παντελόνι μου αλλά η κατάσταση είχε ευτυχώς ηρεμήσει.
– Το ξέρεις ότι σ’ αυτό το κωλοκτίριο στεγάζονται πάνω από 10 γραφεία σε κάθε όροφο, συνέχισα μ’ αυτοπεποίθηση. Δηλ. περίπου 80 γραφεία, γιατί είναι εφταόροφο το οικοδόμημα και όχι μονοκατοικία.
– Αμβρόσιε μ’ αφήνεις έκπληκτο, με ειρωνεύτηκε. Δεν ήξερα ότι γνωρίζεις πολλαπλασιασμό. Όσο για το ποιος μου το είπε… θα σου πω βρε μαλάκα. Τα υπόλοιπα εβδομήντα εννέα γραφεία! Απορώ πώς φαντάστηκες ότι μια τέτοια γκόμενα θα περνούσε απαρατήρητη. Ξέρω ότι είσαι πιο έξυπνος. Αλλά και να μην ήξερες την γκόμενα, τι δουλειά έχει αυτό εδώ, και πριν προλάβω να αντιδράσω, άρπαξε το επισκεπτήριο του Ζουράρη πάνω απ’ το γραφείο μου.
Θυμήθηκα ότι από πίσω έγραφε with compliments. Συνέχισα όμως να το παίζω χαζός.
– Τώρα το μόνο που απομένει να μου πεις είναι ότι οι σφαίρες προέρχονται απ’ το σιδερικό μου, είπα. Αυτά δεν συμβαίνουν ούτε στα πιο φτηνά αστυνομικά μυθιστορήματα.
– Το βρήκες. Και ξέρεις γιατί τα αστυνομικά είναι φτηνά; Γιατί η ζωή είναι πιο τολμηρή απ’ την λογοτεχνία αγαπητέ μου Αμβρόσιε. Δεν θα σε συλλάβω, αλλά μην φύγεις απ’ την πόλη. Νομίζω ότι αυτή τη φορά την έχεις βαμμένη, εκτός κι αν θέλεις να μου πεις ή να μου δώσεις κάτι.
Έπεσε μια βαριά σιωπή. Ο υπαστυνόμος ήταν βέβαια φίλος. Προσπαθεί μάλλον να με προειδοποιήσει, σκέφτηκα. Λες να το ξέρει ο μπάσταρδος; Κι αν δεν το ξέρει, το υποθέτει, δεν είναι βλάκας.
– Καλά Αμβρόσιε, έσπασε την σιωπή. Σύντομα θα τα ξαναπούμε.
Δεν μπήκε στον κόπο να κλείσει πίσω του την πόρτα, Αλλά και να ‘μπαινε αυτός, μήπως θα έκλεινε η πόρτα; Το μόνο θετικό απ’ όλη αυτή την ιστορία είναι ότι βρήκα εγώ το όπλο μου και όχι η Αστυνομία. Γιατί γραμματεία δεν ήταν γραφτό ν’ αποκτήσω. Μάλλον θα αγόραζα τηλεφωνητή. Και φτηνότερα θα μου στοίχιζε και λιγότερους μπελάδες θα μου δημιουργούσε.
Έβγαλα το περίστροφο και το σκούπισα προσεχτικά με ένα χαρτομάντιλο και άδειασα τις σφαίρες. Έλειπαν δυο. Έπειτα το καθάρισα, το δίπλωσα σε μια παλιά εφημερίδα και πήγα και το ‘ριξα σ’ ένα γραμματοκιβώτιο, καμιά δεκαριά στάσεις λεωφορείου πιο πέρα από την Πειραιώς μεριά.

Είχαν περάσει ήδη δυο-τρεις μέρες. Δεν πήρα εφημερίδα για να μην φανεί ότι ενδιαφέρομαι. Στο μεταξύ συμμάζεψα το γραφείο, δηλαδή εκτός από τα έπιπλα και την γραφομηχανή, όλα τ’ άλλα τα τακτοποίησα στον πλησιέστερο κάδο σκουπιδιών. Τώρα θα βρίσκονται σε κάποια χωματερή, ενθύμια για τις επόμενες γενιές. Κάθε τόσο έβλεπα από το παράθυρο το δρόμο. Σε δόσεις. Οι γρίλιες απ’ τις μεταλλικές περσίδες τον έκοβαν φέτες. Δεν ξέρω τι περίμενα εκεί καθισμένος και στεγνός. Ίσως ενδόμυχα να νοσταλγούσα τις φωνές στο δρόμο από την αναστάτωση που προξενούσε το πέρασμα της Κoρίνας.
Το τηλέφωνο μου έβαλε ξαφνικά τις φωνές. Ήταν ο Έλπις.
– Το ‘ξερα ότι θα σε βρω εκεί, μου ‘πε με φιλικό υφάκι. Όταν σου είπα να μην φύγεις απ’ την πόλη, δεν εννοούσα να μην βγαίνεις απ’ το γραφείο. Αλλά για να κάθεσαι εκεί ή φέσι είσαι ή ανησυχείς, που σημαίνει ότι κάπου έβαλες και συ την ουρά σου.
– Κέρδισες, του ‘πα. Να περάσεις απ’ τα γραφεία της εταιρίας μας να πάρεις το δώρο σου. Κάθε μέρα έντεκα με μια.
– Κόψε τις σαχλαμάρες ρε Αμβρόσιε. Σου έχω νέα, είπε σοβαρά. Η γκόμενα ομολόγησε. Μπορεί ο νεκρός ν’ απόχτησε δυο επί πλέον κουμπότρυπες, αλλά απόχτησε κι ένα επί πλέον κουμπί. Το κρατούσε σφιχτά στο χέρι του.
Γι’ αυτό το ντεκολτέ της Κορίνας ήτανε τόσο ανοιχτό, σκέφτηκα εγώ.
– Πάντως πολύ γκόμενα, αδελφέ μου, συνέχισε λιγότερο σοβαρά ο Έλπις. Εδώ στο ανακριτικό, οι συνάδελφοι χτυπούσανε στους τοίχους σαν τυφλοπόντικες. Τα λιγούρια… χαχα… έπρεπε να ήσουν εδώ. Μεγάλη πλάκα. Αλλά τι σου τα λέω. Εσύ ούτε που την ξέρεις. Ούτε αυτή μας είπε τίποτα για σένα. Βέβαια δεν ξέρω στο δικαστήριο τι θα γίνει. Δεν βρήκαμε το όπλο του εγκλήματος. Μπορεί και να την γλιτώσει, λόγω ελλιπών ενοχοποιητικών στοιχείων. Πάντως η υπόθεση σχεδόν έκλεισε. Α, και να μην ξεχάσω. Βρήκαμε το όπλο σου. Κάποιος το έριξε σ’ ένα γραμματοκιβώτιο. Να έρθεις να το πάρεις για να υπογράψεις και την απόδειξη. Άντε τώρα σ’ αφήνω. Μπορείς να φύγεις κι απ’ τη πόλη… χαχα, το ‘κλεισε γελώντας.
Φτηνά την γλίτωσα, γαμώτο. Αυτό κι αν είναι κωλοφαρδία. Αλλά τι λέω ο ηλίθιος. Αυτή τα κανόνισε όλα. Ήξερε πως έτσι θα αντιδρούσα. Το κόλπο είναι πανάρχαιο κι εγώ κλασικό κορόιδο απ’ ό,τι φάνηκε τελικά. Έπρεπε να μάθω ποια είναι και να μην αφεθώ να πέσω σα χάνος στα καμπυλόγραμμα δίχτυα της. Αλλά αφ’ ενός όλα έγιναν πολύ γρήγορα κι αφ’ ετέρου όταν σου σερβίρουν ένα καλομαγειρεμένο μπιφτέκι σπάνια αναρωτιέσαι πριν το δοκιμάσεις από πού προέρχεται και ποιος το ‘φτιαξε. Άραξα κι έβαλα τα πόδια μου πάνω στο γραφείο. Από πάνω μου στριφογύριζε ο ανεμιστήρας. Έψαξα στο συρτάρι τη Serkova που έφερε τις προάλλες ο Ελπις αλλά το μπουκάλι ήταν άδειο. Δυστυχώς δεν θυμόμουν να το ήπια όλο εγώ. Έκλεισα τα μάτια και με ονειρεύτηκα στην αγκαλιά της Κορίνας. Tου παρά τρίχα θηλυκού μου Παρασκευά. Δεν βρήκα τίποτε παράξενο σ’ αυτό. Το παράξενο όμως δεν ήταν τόσο ότι πίναμε ουίσκι στην κουπαστή μιας βάρκας, όσο το ό,τι η Κορίνα χτυπούσε τα κύματα με την ουρά της.

(πηγή εικόνας)

 

_

περιγράφει ο Αμβρόσιος Σακάδας  &   καταγράφει ο Νίκος Γιαννόπουλος  (Σκηνοθέτης -Παραγωγός)

 

Αμβρόσιος Σακάδας

sakadasΟ Αμβρόσιος Σακάδας είναι ένα χαμένο κορμί. Ένας καθυστερημένος του ’68. Ένας ανώριμος σαρανταπεντάρης. Δεν στερείται σπουδών ούτε γνώσεων. Αγαπάει το διάβασμα κι έχει γνώμη σχεδόν για τα πάντα. Δεν επιδιώκει την επωνυμία. Την θεωρεί πηγή μπελάδων. Δεν αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα που τον περιβάλει παρά μόνο σαν μια σύμβαση. Σαν μια σειρά από εικόνες και λεκτικά τερτίπια. Η ζωή γι’ αυτόν είναι μια χειρονομία, ένα παιχνίδι όπου δεν τον ενοχλεί συνεχώς να χάνει. Το μεγάλο ελάττωμα του όμως είναι η τεμπελιά. Ο Αμβρόσιος Σακάδας βαριέται. Η κλασική του παιδεία τον βοήθησε να διαπιστώσει ότι η εργασία ουδέποτε υπήρξε μια ελληνική αρετή, γιατί ποτέ δεν καταγράφεται ως τέτοια στα αρχαία κείμενα. Γι’ αυτό δεν κάνει τίποτα για να αλλάξει τη δική του πραγματικότητα. Θεωρεί ότι οι επιθυμίες, οι φαντασιώσεις και τα διάφορα κορόιδα που κυκλοφορούν ανάμεσα μας έλκουν τις αλλαγές και την εκπλήρωση τους πολύ πιο αποτελεσματικά απ’ ότι αν ξόδευε τις δυνάμεις του και κουραζόταν. Έτσι κάθεται και περιμένει. Αντιδρά μόνο σ’ ένα πρωτογενές επίπεδο επιβίωσης κάνοντας περιστασιακά διάφορες δουλειές του ποδαριού. Η λιτή ζωή του στηρίζεται στα απολύτως αναγκαία: φαγητό, ύπνο, έρωτα, αλκοόλ και φυγή. Όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, απλά την κοπανάει για κάπου αλλού. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένας σύγχρονος φυγάδας ή πιο σωστά ένας αναχωρητής που αντί να διαλέξει την έρημο, επιλέγει συνεχώς μια πολύβουη πόλη. Άλλωστε στην έρημο θα ήταν από δύσκολο ως απίθανο να κάνει τον ντετέκτιβ. Θα ήταν επίσης δύσκολο να βρει κορόιδα και αλκοόλ. Και το χειρότερο, θα έπρεπε να προσεύχεται…

προσοχη:
Οι ιστορίες αυτές είναι αποτέλεσμα τυχαίων λαθών και μοιραίων συμπτώσεων. Οι χώροι, τα γεγονότα και τα πρόσωπα (εκτός από τον συγγραφέα) είναι φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα ή σχέση με την πραγματικότητα είναι απλά συμπτωματική.

Ακολουθήστε μας

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 16 – 17 Νοεμβρίου 2024

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 16 – 17 Νοεμβρίου 2024

Real News Καθημερινή  Πρώτο Θέμα  Το Βήμα της Κυριακής   Δώστε μας το email σας και κάθε Παρασκευήθα έχετε στα εισερχόμενά σας τις προσφορές των εφημερίδων (Δεν στέλνουμε ανεπιθύμητη αλληλογραφία ενώ μπορείτε να διαγραφείτε με...

Η συγγραφέας Ειρήνη Δερμίτζάκη προτείνει τις 5 καλύτερες δράσεις του Μαΐου

Η συγγραφέας Ειρήνη Δερμίτζάκη προτείνει τις 5 καλύτερες δράσεις του Μαΐου

Μπήκαμε στον δεύτερο μήνα των εκδηλώσεων Αθήνα Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου κι έτσι, με το δεύτερο αυτό άρθρο μου σας προτείνω κάποιες από τις εκδηλώσεις που θεωρώ πως ξεχωρίζουν αυτόν τον μήνα. Η πρώτη εκδήλωση αφορά εκείνους που αγαπούν το βιβλίο αλλά τους...

Μα εγώ… ξέρω

Μα εγώ… ξέρω

Χτες το μεσημέρι, πήδηξε από τον 5ο ένας παππούς. Σκεπασμένος με μια κουβέρτα, λίγη ώρα μετά, στο αίμα μουσκεμένη,  να κρύβει το παράταιρο θέαμα της σπασμένης μαριονέτας. Φωνές, ασθενοφόρα, κόσμος. Κόσμος… κουτσομπολιά … μα εγώ ξέρω Ανέβηκα στην ταράτσα και κοίταξα...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Επιμέλεια άρθρου

Διαβάστε κι αυτά

Μα εγώ… ξέρω

Μα εγώ… ξέρω

Χτες το μεσημέρι, πήδηξε από τον 5ο ένας παππούς. Σκεπασμένος με μια κουβέρτα, λίγη ώρα μετά, στο αίμα μουσκεμένη,  να κρύβει το παράταιρο θέαμα της σπασμένης μαριονέτας. Φωνές, ασθενοφόρα, κόσμος. Κόσμος… κουτσομπολιά … μα εγώ ξέρω Ανέβηκα στην ταράτσα και κοίταξα...

5. Πού είναι;

5. Πού είναι;

«Είναι μαζί σου;», τη ρωτά εξερευνώντας τον κόσμο τριγύρω της. «Τι να είναι μαζί μου;», αποκρίνεται η Καίτη νιώθοντας τα πόδια να μουδιάζουν. «Η Πηγή είναι μαζί σου; Πού είναι;», συνεχίζει και το παγωτό γλιστρά από το χέρι. Συνειδητοποιεί πως το κινητό είναι ακόμη...

5. Πού είναι;

4. Το παγωτό στο χέρι

«Αυτή είναι μία από τις εισόδους της Παλιάς Πόλης», λέει ο Πρόδρομος δείχνοντας την κεντρική πύλη. «Έναν καφέ, αγναντεύοντας αυτά τα τείχη, τον πίνω με μεγάλη ευχαρίστηση», ολοκληρώνει κλείνοντας το μάτι στη μικρή που τον παρατηρούσε μέσα από τον καθρέφτη. Αυτό ήταν...

2 σχόλια

2 Σχόλια

  1. Μάχη Τζουγανάκη

    Εγώ πάλι τη βρίσκω λογική την κατάληξη αυτής της ιστορίας… Πυρ..γυνή και θάλασσα αγαπητέ Αμβρόσιε… 🙂

    Απάντηση
  2. Ελένη - Χριστίνα Γκαμπούρα

    Σίγουρα ξέρετε να κρατάτε το ενδιαφέρον… Μου άρεσε πολύ!

    Απάντηση

Υποβολή σχολίου