Έλα.
Κόψε και φάε
Είναι γλυκός ο καρπός, όλο ζουμί
-όχι, δεν ξέρω τίνος είν’ το δέντρο-
Φώναξε και τον διπλανό
Να κόψει από το κλαδί, οποίο κλαδί να ’ναι,
Το ίδιο γλυκό θα ’ναι το φρούτο
Να χορτάσει κι αυτός
-ποιανού είναι δε γνωρίζω-
Να απλώσει χέρι
Κι αν δε φτάνει ας τεντωθεί
Κι αν πάλι δε φτάνει ας απλώσει πιο πολύ το χέρι
Μέχρι να του κοπούν οι τένοντες και να σκιστεί η σάρκα
Κι αν πάλι του μείνει μόνο η παραμόρφωση
Ας πάρει του γειτόνου το σκαμνί να πατήσει, τότε θα φτάσει.
Κι αν δεν αρκεί αυτό, ας πατήσει πάνω στις πλάτες άλλου.
Κι αν δεν τα καταφέρει,
Του δίνουμε μια και το κόβουμε
Το φέρνουμε στο ίδιο μπόι
Χαμηλώνουν στο ύψος του τα κλαδιά
Ή και χαμηλότερα, στο χώμα πάνω.
Ό,τι ακουμπά στη λάσπη το φτάνει ο καθένας
Για να πάρει. Να πάρει.
Κι άμα ξεραθεί ο κορμός
Τον παίρνουμε κι αυτόν.
Κάνει ωραία ζέστη
Για τα τομάρια μας η θράκα.
Φάε. Πες και του διπλανού
-δεν ξέρω τίνος είναι, σ’ το ξανάπα-.
Πέρασε το χθες -γέλα!-
Ξεμπερδέψαμε με τα πέτρινα χρόνια -γέλα!-
Πέρασε και άφησε μονάχα
Παραφουσκωμένες κοιλιές
Κι άδεια κρανία.
Αναθερμαίνουμε ψυχρούς πολέμους
Με Βολταρέν και έμπλαστρα καψαϊκίνης
Μας καίει τα χέρια η δραστική ουσία
Αλλά εκεί εμείς, όλο τους τρίβουμε.
Το σήμερα ξημέρωσε -γέλα!-
Λάμπει στα ψηλά ο ήλιος -γέλα!-
Φοράμε πάνω μας τον Θεό
Για αντηλιακό υψηλού δείκτη
Και γυαλιά σκούρα
Άμα κοιτά πολλή ώρα τον ήλιο
Τυφλώνεται ο άνθρωπος
Και βλέπει αλλιώτικα μετά
Όλο ουράνιες σφαίρες.
Το αύριο θα ’ρθει -γέλα!-
Είναι σίγουρο ότι θα μας προλάβει -γέλα!-
Θα βαδίζουν άλλοι για μας
Τέρμα ο κόπος
Άλλοι θα μιλάνε και θα σκέφτονται
Εμείς μόνο φαΐ και καλοπέραση
Δεν έπιασε ακόμα η ξυλοκαΐνη την ψυχή σου;
Γέλα!
Μα, γιατί δε γελάς;
Πάνω σ’ ένα άσπρο προσκέφαλο που μυρίζει
Ιδρώτα, χνώτα βαριά και ξέπνοα
και κολπικά υγρά
Κρατάς τα μάτια σου κλειστά, γυμνή κάτω
Από το λευκό σεντόνι.
Σηκώνομαι αργά
Φορώ τα ρούχα μου
Ξυπνάω με γλυκολογα τα παιδιά
Τα ταΐζω
Γλείφω τις τσίμπλες τους να φύγουν
Τα χτενίζω
Τα φιλώ.
Τα παρατάω έπειτα στα χέρια
των δασκάλων, να μάθουν όσα λάχει.
Δουλεύω με σθένος, τίμια
Χαμογελώ συχνά
Γελάω σπανιότερα, όμως το κάνω
Λέω και δυο κουβέντες αντρικές
Σηκώνομαι, βαδίζω, τρώω, κατουρώ
Όλα τα κάνω σωστά, όπως κι όλοι οι άλλοι.
Μα κι αν τα κάνω σωστά,
Τα κάνω μόνο με τη σάρκα.
Ό,τι άλλο
Έχει απομείνει δίπλα στην στερνική σου εκτομή,
Στο προσκέφαλο με τα χνώτα, τα μαλλιά και τα υγρά σου
Κάτω από το λευκό σεντόνι.
Γυρνάω και σε βρίσκω
Να απλώνεις μίαν ολόλευκη μπουγάδα.
Μοσχοβουλούν τα στρωσίδια.
Γεμίζεις δύο χούφτες με το στανιό, σπάταλα μετρημένος
Σκύβω, απλώνω πάνω σου κάθε μου ελάχιστο εκατοστό
Κρυώνεις, λέω
Πιάνω του ονείρου μου τη φόδρα
Τη φέρνω γύρω σου μια στροφή
Δυο, τρεις
Δε σαλεύω, λες, θα σπάσω
Θα συνηθίσεις απαντώ, φτάνει να μην κρυώνεις
Αργότερα με προσπερνάς στον δρόμο
Στο μήκος, στο πλάτος και στο μέσα ύψος
Θυμήσου τον Ίκαρο και πως
Πιο πάνω από μένα λιώνει το κερί.
Διπλώνεις κόντρα το φτερό
Σαλτάρεις, στόχο έχεις το ζερβό μου μάτι,
Δειλιάζεις τελευταία ώρα
Φέρνεις τον ορίζοντα στα μέτρα τα δικά μου.
Σε φτύνουν και σε γδέρνουν
Δεν είναι τίποτα μου λες, μα επιμένω
Σε βάζω στο αμόνι
Σηκώνω τη βαριά κι αρχίζω
Από τα οστά, τη σάρκα κι ό,τι σου ’χω δώσει
να φτιάχνω θώρακα Ολύμπιο
Μ’ όλη μου τη μαστοριά
Και το δικό μου σθένος
Και τον δικό μου κόπο
Αρκεί να γίνει σίγουρη δουλειά
Που να σου ταιριάζει όπως ξέρω.
Σε στηρίζω όρθιο, παραπατάς, σε πιάνω. Στέκεις.
Σε κοιτώ. Γελάω και την ίδια ώρα κλαίω.
«Τωρα είσαι έτοιμος. Γιε μου.»
Το σχόλιό σας είναι επιθυμητό!
Σας ευχαριστώ θερμά. Μεγάλη τιμή!
Για όλα τα υπόλοιπα στο 1000mgapousias.com
Τα ξαναλέμε σύντομα! ?