Ο μεγαλύτερός μου φόβος, η μοναξιά. Ο μεγαλύτερός μου εχθρός, ο χρόνος. Η μεγαλύτερή μου εμμονή, η συμμετρία. Το αγαπημένο μου αντικείμενο, η λουλουδάτη πολυθρόνα μπροστά στο τζάκι. Η αγαπημένη μου μυρωδιά, αυτή του γιασεμιού που φέρνει το καλοκαιρινό αεράκι απ τις φαρδιές μου μπαλκονόπορτες. Ο πιο αγαπημένος μου άνθρωπος, εκείνη. Εκείνη που μου λείπει.
*
Μόλις είχα ξυπνήσει κι ένιωσα κάπως απεριποίητα όταν άκουσα την εξώπορτα ν΄ανοίγει.
«Πού θα πάει αυτή η κατάσταση;» σκέφτηκα. «Μπουκάρει στο σπίτι ό,τι ώρα της καπνίσει, μιλάει δυνατά και ακατάπαυστα, ανοιγοκλείνει τις πόρτες, κοπανάει τους τοίχους..»
Πράγματι. Ήταν η μεσίτρια. Πρόταξε το χέρι της μπροστά με ευγένεια και τότε, ήταν η πρώτη φορά που την είδα.
Μια ψηλόλιγνη σιλουέτα με μακριά μαλλιά, που κινούνταν κομψά στο χώρο και με περιεργαζόταν με τα πράσινά της μάτια.
«Είναι ακριβώς όπως το ονειρεύτηκα. Φωτεινό κι ευρύχωρο, με τζάκι και ξύλινο πάτωμα. Μην ανησυχείτε καθόλου. Έχω μανία με την αισθητική, την καθαριότητα και την τάξη. Θα το προσέχουμε πολύ!»
Ο ξανθός άντρας που τη συνόδευε, έστρωσε νευρικά τη γραβάτα στο γιακιά του και της υπέδειξε να μην εκδηλώνει τον ενθουσιασμό της, μπας και ρίξουν την τιμή.
«Κι εγώ! Κι εγώ σε ονειρεύτηκα!» της φώναξα. Δεν ξέρω αν με άκουσε, πάντως, χαμογέλασε.
Από εκείνο το πρωινό κι έπειτα, βρισκόμασταν σχεδόν καθημερινά. Μου έφτιαχνε τη διάθεση. Ο βαριεστημένος τρόπος που έπινε τον καφέ της χαζεύοντας τις λεπτομέρειές μου, η τελειομανία με την οποία με περιποιούνταν, η έκφραση του προσώπου της όταν οι ρίγες στον τοίχο μου βγήκαν στο βάψιμο μωβ που γκριζίζει αντί για γκρι που μωβίζει- όλα μου φαινόντουσαν τόσο χαριτωμένα και αστεία – που συχνά απ΄τα χαχανητά μου έπεφταν στο πάτωμα ίχνη από σοβά.
Έμοιαζαν ένα ευτυχισμένο ζευγάρι, μολονότι καθόλου ταιριαστό. Εκείνη ξυπνούσε κι έφτιαχνε πρωινό χορεύοντας γελοία, κι ο ξανθός άντρας τη μάλωνε τρυφερά, δείχνοντας τη μεγάλη κοιλιά που νόμιζε πως είχε. Εκείνη χουχούλιαζε με κουβέρτες και βιβλία στον καναπέ, κι ο ξανθός άντρας την πλησίαζε παίζοντας δυνατά μέταλ κομμάτια στην ηλεκτρική του κιθάρα. Εκείνη έκρυβε ως και το τηλεκοντρόλ μέσα σε κουτί προκειμένου να μη διαταράσσεται η συμμετρία στο τραπέζι, κι ο ξανθός άντρας σκορπούσε ανέμελα ρούχα στις καρέκλες και φορεμένες κάλτσες στο δάπεδο. Με φρόντιζαν πολύ. Διόρθωσαν τις ρημαγμένες γωνίες μου, πέρασαν λούστρο στις φθαρμένες ξύλινες πλευρές μου. Ήταν πολύ χαρούμενοι κι εγώ το ίδιο. Έλεγαν με περηφάνια ότι ήμουν κουκλί κι εγώ καμάρωνα που με αποκαλούσαν έτσι.
Οι μέρες περνούσαν φέρνοντας νύχτες, που όμως για κάποιο λόγο που δεν είχα καταλάβει ακριβώς, γινόντουσαν όλο και πιο αθόρυβες. Εκείνη, ξυπνούσε κι έφτιαχνε πρωινό δίχως όμως να χορεύει γελοία, κι ο ξανθός άντρας χάζευε αδιάφορα τηλεόραση. Εκείνη, άρχισε να καπνίζει διαβάζοντας τα βιβλία της, κι ο ξανθός άντρας αποσυρόταν στο διπλανό δωμάτιο γιατί όπως έλεγε, τον ενοχλούσε ο καπνός. Εκείνη, άφηνε πια το τηλεκοντρόλ παρατημένο πρόχειρα στο τραπέζι, χωρίς να νοιάζεται πια για συμμετρία. Ο ξανθός άντρας; Όχι, εδώ δεν άλλαξε τίποτα. Εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να σκορπάει παιχνιδιάρικα ρούχα στις καρέκλες και φορεμένες κάλτσες στο δάπεδο.
Ένα πρωί ξύπνησα με αβάσταχτο πόνο. Η αριστερή μου πλευρά, δίπλα στην κουζίνα, είχε ραγίσει και μια βαθιά χαραμάδα έστεκε στο κέντρο της. Εκείνη, βγήκε απ΄την κρεβατοκάμαρα νευρική και κατηφής, έριξε λίγα ρούχα σε μια βυσσινή βαλίτσα κι έφυγε βιαστικά από το σπίτι, κλείνοντας την πόρτα, άηχα, πίσω της. Δεν την ξαναείδα.
Ζω πια με τον ξανθό άντρα. Ας μην είμαι αχάριστο.. δεν είναι τόσο άσχημα. Με φροντίζει, με διασκεδάζει με την κιθάρα του και είναι τακτικός – αν εξαιρέσουμε τα ρούχα που σκορπά στις καρέκλες και τις φορεμένες κάλτσες στο δάπεδο. Πολλές φορές είναι χαμογελαστός και ευδιάθετος, φτιάχνοντας και σε μένα το κέφι. Μα είναι και κάτι φορές που ξαπλώνει ανάσκελα στον καναπέ και κοιτάζει χαμένα και μελαγχολικά για ώρα το ταβάνι.
Μια τέτοια ώρα είναι κι αυτή. Κρατάει το κινητό στο δεξί του χέρι και με τραβάει μια φωτογραφία. Η οθόνη φωτίζει ακόμα. Ανοίγει κάποιο μήνυμα που μόλις έχει λάβει.
« Να το προσέχεις και να το αγαπάς», γράφει.
Είναι εκείνη. Εκείνη, που μου λείπει.
–
γράφει η Λίλιαν Λαοκράτη
0 Σχόλια