Ο Χρόνος είναι μια περίεργη υπόθεση, ειδικά όταν δεν έχεις πώς να περάσεις την ώρα σου, γιατί τότε είναι που δεν περνάει με τίποτα. Μοιάζει με ένα κενό γεμάτο σάπια αναμονή που, σαν κινούμενη άμμος, σε ρουφάει αργά σε μια παραλυτική χαύνωση. Η αναδουλειά με φέρνει συχνά αντιμέτωπο με αυτόν, τον κενό χρόνο.
Αντιστέκομαι υγροποιώντας το ρευστό έτσι κι αλλιώς παρόν μου. Η μαύρη τρύπα με καταπίνει. Σαν την τροφή στο έντερο γλιστράω αργά στο λαβυρινθώδες μονοπάτι του. Πάντα προς την ίδια ανεξιχνίαστη κατεύθυνση. Επειδή όμως μένω ακίνητος, αντίθετα με αυτό που συμβαίνει στη θεωρία της σχετικότητας, ο χρόνος με προσπερνάει. Τρέχει με την ταχύτητα του φωτός που δεν μπορώ να αντιληφθώ. Όταν συνέρχομαι δυσκολεύομαι να ξαναβρώ την πραγματική ροή του. Για αρκετή ώρα έχω κενά μνήμης κι άλλες φορές διαπιστώνω πως έχω χάσει ανεπιστρεπτί μερικά από τα τεύχη της μελλοντικής αυτοβιογραφίας μου. Να, λοιπόν, πώς προκύπτει, για ακόμα μια φορά, στη μακραίωνη ιστορία της ανθρωπότητας, από μια τυχαία αλλά συχνά επαναλαμβανόμενη κατάσταση, μια νέα θεωρία, που σεμνά θα τολμούσα να ονομάσω: «Η Θεωρία της Ασχετικότητας».
Ο ήχος του τηλεφώνου ήταν συμπαγής και συνεχής. Με βρήκε στον πάτο ενός τέτοιου κενού. Έπεσε στο κεφάλι μου σαν ξύλινη ανεμόσκαλα. Με τη βοήθεια του σκαρφάλωσα- ούτε κι εγώ ξέρω πώς- μέχρι το ακουστικό και η φωνή του υπαστυνόμου Έλπι ήταν η χειρολαβή στο λεωφορείο της γραμμής του συμβατικού χρόνου.
-Αμβρόσιε εσύ; Μήπως διακόπτω; με ρώτησε με ύφος επείγοντος περιστατικού.
-Χμ, απάντησα νωθρά εγώ. Εξαρτάται τι εννοείς. Αν εννοείς ότι…
-Οκ, οκ, με διέκοψε βιαστικά. Χρειάζομαι την βοήθεια σου. Διάβασες τις σημερινές εφημερίδες; Πέθανε ο Γκιλ Μπέητς. Πρωτοσέλιδο…
-Τι λες; είπα ξαφνιασμένος. Λες να το έκανε επίτηδες; Για να γίνει πρωτοσέλιδο; προσπάθησα να αστειευτώ.
-Αστειάκια, ε; χαχάνισε ο Ελπις. Δεν είχε ανάγκη από δημοσιότητα ανόητε. Το ξέρεις. Βέβαια, απ’ την άλλη πάλι δεν έχεις κι ολότελα άδικο. Τον βρήκαμε σήμερα το πρωί στις τρεις, μόνο του, κλειδωμένο στο ιδιαίτερό του γραφείο, μ’ ένα περίστροφο στο χέρι και ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο αυτί. Μάλλον αυτοκτόνησε, αλλά πρέπει να διερευνήσουμε όλες τις πιθανότητες.
-Ωραία, είπα. Εγώ σε τι θα μπορούσα να σας φανώ χρήσιμος; Να στείλω το περίστροφό μου για βαλλιστική εξέταση; Αυτή τη φορά έχει ατράνταχτο άλλοθι. Ήταν μαζί μου όλο το βράδυ.
-Κόψε τις μαλακίες, σε παρακαλώ. Διεξάγεται σοβαρή έρευνα και θέλω να δεις τι θα μπορούσες να μάθεις ανεπίσημα.
-Μάλιστα, είπα. Βάζω γρήγορα τα τακούνια μου κι έρχομαι απ’ το τμήμα.
Έτριψα τα μάτια μου για να ξυπνήσω και εστίασα στο γραφείο μου. Μια άδεια μποτίλια βότκας πάνω σ’ να βιβλίο κοσμούσαν σαν νεκρή φύση το έπιπλο. Θυμήθηκα αόριστα πλην σαφώς ότι μεθούσα. Μου ήταν όμως αδύνατο να θυμηθώ τι διάβαζα. Σήκωσα το μπουκάλι και σκανάρισα αυτό που ξεχώριζε πάνω στο στρογγυλό λεκέ που άφησε στο εξώφυλλο. Αν κρίνω από τον τίτλο: «Μετρώντας τον άχρονο χρόνο», το κωλοβιβλίο πρέπει να έχει κάποια σχέση μ’ αυτόν.
Μια ώρα αργότερα καθόμουν απέναντι από τον Έλπι που μου εξηγούσε περιληπτικά το συμβάν.
-Θέλω να έρθεις μαζί μου στην εταιρία. Απ’ την πρώτη επίσκεψη, διαπιστώσαμε ότι πρόκειται για αληθινό φρούριο. Τίποτα δεν μπαίνει και δεν βγαίνει χωρίς ηλεκτρονικό και φυσικό έλεγχο. Τα συστήματα ασφάλειας είναι τα τελειότερα στον κόσμο. Φυσικό άλλωστε αφού ο Μπέητς είναι ιδιοκτήτης της μεγαλύτερης επιχείρησης ηλεκτρονικών στον κόσμο. Κατέχει το 85% του…
-Ξέρω, ξέρω, τον διέκοψα. Είδα τις προάλλες στην τηλεόραση ένα ντοκιμαντέρ. Παρακάτω.
-Θα πάμε μαζί. Εσύ βρες τρόπο να μείνεις μέσα. Τρύπωσε και κρύψου όπου μπορείς. Ζήτησα ένταλμα αλλά δεν θα το έχω πριν τις έντεκα αύριο το πρωί. Στο μεταξύ μπορεί να εξαφανιστούν στοιχεία. Αν δεν είναι αυτοκτονία, η δουλειά έγινε από μέσα. Πιθανόν κάτι να βρεις.
-Κι αν με κάνουν τσακωτό;
-Θα σε ξελασπώσουμε ηλίθιε. Ενεργείς για την αστυνομία. Δεν είσαι μόνος. Φρόντισε όμως να μην σε πιάσουν. Θα μας γλιτώσεις από περιττές σκοτούρες.
-Πώς το μάθατε; ρώτησα πάλι
-Ανώνυμο τηλεφώνημα. Δεν ξέρουμε ακόμα ποιος, αλλά θα μάθουμε.
-Ωραία. Έχω καιρό να πάρω μια οδοντόβουρτσα;
Με κοίταξε αυστηρά.
-Ας έπλενες τα δόντια σου πριν έρθεις.
Ο Έλπις σηκώθηκε. Τον ακολούθησα.
32 όροφοι στο κέντρο της πόλης. Ένα σκοτεινό γυάλινο κτίριο σαν τον ογκόλιθο του «Οδύσσεια 2000». Μια κάθετη πόλη. Μια διαστημική βάση με 2500 υπαλλήλους. Η διοίκηση της μεγαλύτερης αυτοκρατορίας του κόσμου. Και όχι μόνο η διοίκηση. Όλα τα εργαστήρια έρευνας και εφαρμογών της εταιρίας. Μόνο με μια από τις πατέντες τους κι έλυνες τα οικονομικά προβλήματα της ζωής σου και όλων των απόγονών σου για αρκετές γενιές. Ένα φρούριο γεμάτο κάμερες και φωτοκύτταρα και αισθητήρες κάθε λογής και ένα ιδιωτικό στρατό από σεκιούριτι να προστατεύουν τα σπάνια μυστικά της ιδιοφυΐας του Γκιλ Μπέητς, του πλουσιότερου και πιο επιτυχημένου θνητού στο γνωστό μας σύμπαν. Η περιουσία του ισοσκέλιζε σχεδόν τον προϋπολογισμό όλου του δυτικού κόσμου. Και φυσικός θάνατος να τον έβρισκε πάλι η αστυνομία θα έκανε έρευνες για τον θάνατό του. Τέτοιοι άνθρωποι δεν πιστεύει κανείς ότι είναι δυνατόν να πεθάνουν, γιατί και ο Χάρος -και δε με νοιάζει η γνώμη σας-δεν μπορεί, θα ‘χει κι αυτός μια ταρίφα.
Πήραμε το ασανσέρ για τον τελευταίο όροφο. Εκεί ήταν το προσωπικό του γραφείο. Το άδυτο των αδύτων. Ο ναός του μέλλοντός μας. Η γεννήτρια της αυτοκρατορίας του. Η κρύπτη όλων των μυστικών. Ήταν ένα τεράστιο και πολυτελέστατο λοφτ, χωρίς συστήματα παρακολούθησης και σχεδόν χωρίς έπιπλα. Δεν υπήρχαν βιβλιοθήκες, συρτάρια και ντουλάπια, παρά μόνον ένα καθιστικό δίπλα στο μοναδικό γραφείο που αγνάντευε την πόλη από ψηλά. Δεν είχα ξαναδεί την πόλη έτσι. Το μπετόν έπνιγε σχεδόν κάθε άλλο στοιχείο σαν μια άγρια πέτρινη ζούγκλα. Οι δρόμοι, οι πλατείες και τα πάρκα ήταν ασήμαντες μουντζούρες και μέσα σ’ αυτά κάτι ακόμα πιο μικροσκοπικά σημαδάκια, σαν έντομα, να κινούνται. «Τι ήμασταν άραγε εμείς για κάποιον που μας έβλεπε έτσι;» Από τις βαρυσήμαντες αυτές σκέψεις με έβγαλε ο Έλπις. Μου έδειξε συνωμοτικά με το βλέμμα του ένα δεύτερο ασανσέρ στο βάθος του δωματίου. Ασανσέρ που πρέπει να χρησιμοποιούσε μόνο ο Κροίσος της γνώσης, ο απόλυτος άρχων των μελλοντικών αναγκών μας. Πιθανόν να οδηγούσε στη κεντρική μονάδα του προσωπικού του κομπιούτερ, που δέσποζε πάνω στο τέως μοναχικό του γραφείο. Ο Έλπις κουβάλησε επίτηδες μαζί του σχεδόν όλο το τμήμα. Το τεράστιο γραφείο ακόμα και μ’ όλο αυτό το συρφετό εξακολουθούσε να δείχνει άδειο, αλλά οι τρεις συνοδοί μας, είχαν εμφανές πρόβλημα να μας παρακολουθούν όλους ταυτόχρονα. Έτσι σε κάποια στιγμή χώθηκα στο ασανσέρ και ταξίδεψα μαζί του στον μυστικό υπόγειο κόσμο του μάγου της πληροφορικής. 32 όροφοι και 7 υπόγεια σε 12 δευτερόλεπτα. Ουάου! Αυτό θα πει ταχύτητα. Έμοιαζε περισσότερο με ελεύθερη πτώση, χωρίς αλεξίπτωτο. Ξανάστειλα το ασανσέρ στην παλιά θέση του και βάλθηκα να εξερευνώ τον χώρο. Έρημοι διάδρομοι προς κάθε κατεύθυνση, με πόρτες δεξιά και αριστερά. Δεν υπήρχαν παράθυρα ή πόρτες που να οδηγούν αλλού. Θα έλεγε κανείς ότι το ασανσέρ ήταν η μοναδική είσοδος και έξοδος. Ένας πράσινος ομοιόμορφος και χαμηλός φωτισμός τύλιγε τα πάντα. Δεν είχε προφανώς συστήματα ασφαλείας γιατί κανείς δεν με ενόχλησε στους εξερευνητικούς περιπάτους μου. Άνοιγα πόρτες και έκλεινα πόρτες. Παντού κλιματιζόμενες μονάδες κομπιούτερ. Ώσπου βρέθηκα σ’ έναν επίσης τυφλό αλλά αρκετά μεγαλύτερο χώρο στη μέση του οποίου υπήρχε μια σφαίρα φτιαγμένη από γυαλί και μέταλλο. Στη μέση της σφαίρας υπήρχε μια άλλη σφαίρα από τα ίδια υλικά, μόνο που η δεύτερη αυτή εσωτερική σφαίρα φιλοξενούσε ένα χειριστήριο μ’ ένα καντράν γεμάτο μετρητές και λαμπάκια κι ένα μοχλό που έμοιαζε με σφαιρικό Αστρολάβο σαν αυτόν που εφηύρε ο Πτολεμαίος πριν από 22 αιώνες.
Άραξα σε μια γωνιά και αφέθηκα στο κενό του χρόνου που λέγεται ύπνος. Ξύπνησα απ’ τον ήχο κάποιου που έσερνε τα πόδια του. Άνοιξα τα μάτια μου κι αντίκρισα μπροστά μου ένα γέρο να με κοιτάζει χωρίς έκπληξη.
-Ποιος είσαι εσύ παλικάρι μου;
Δεν βιάστηκα ν’ απαντήσω. Σηκώθηκα αμίλητος και με το πάσο μου, ταχτοποίησα το τσαλακωμένο κοστούμι μου και σκούπισα με την ανάστροφη του χεριού μου τις τσίμπλες απ’ τα μάτια μου. Δεν έδειξε να φοβάται.
-Έλα από δω λεβέντη μου. Πάμε να κάτσουμε κάπου πιο άνετα.
Μιλούσε ήρεμα σαν να ήταν απολύτως φυσιολογικό να βρίσκει αγνώστους στο υπόγειο κάθε τόσο. Τον ακολούθησα. Με οδήγησε σ’ ένα χώρο ευρύχωρο, αλλά επίσης χωρίς παράθυρα. Ήταν ένα είδος άνετης κατοικίας, κάτι σαν μπανγκαλόου, εξοπλισμένο με όλες τις οικιακές συσκευές. Φωτιζόταν όμως με λευκό φως- όχι μ’ εκείνο το αρρωστιάρικο πράσινο των άλλων χώρων- επίσης ομοιόμορφα κατανεμημένο.
-Αν θέλεις να ρίξεις λίγο νερό στο πρόσωπό σου, το μπάνιο είναι εκεί.
Έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου και μέχρι να τελειώσω, ο γέρος είχε ήδη στρώσει το τραπέζι. Όχι τίποτα σπουδαίο. Διάφορα τυριά κι αλίπαστα. Μου έγνεψε να κάτσω, ενώ σέρβιρε στα ποτήρια κρασί.
-Ελπίζω να μην θέλεις μπύρα. Εγώ δεν πίνω. Κάνει κακό στον προστάτη. Πίνω μόνο κρασί.
Πάτησε φρένο για να δει αν είχα να κάνω κάποιο σχόλιο. Δεν είχα όμως κι αυτός συνέχισε.
-Δεν είσαι από… θέλω να πω… δικός μας. Έτσι δεν είναι;
Εδώ έβαλε χειρόφρενο. Έτσι ήρθε αμετάκλητα η σειρά μου.
-Δεν ξέρω ακριβώς τι εννοείς γέρο. Λέγομαι Αμβρόσιος Σακάδας και είμαι ιδιωτικός ντετέκτιβ. Ερευνώ τον θάνατο του Μπέητς. Για να είσαι εδώ κάτι πρέπει να ξέρεις, δήλωσα.
-Τον ξέρω απ’ την ημέρα που πάτησε το πόδι του σ’ αυτή τη πόλη… Μόλις είχα ανοίξει μια μικρή εταιρία… πάνε πολλά χρόνια από τότε. Αυτός ήρθε και με βρήκε. Όλα αυτά που βλέπεις έγιναν μετά.
-Πλάκα μου κάνεις γέρο, είπα δύσπιστα. Ο Μπέητς δεν ήταν μεγαλύτερος από 50 ετών.
-Ήταν νεαρέ μου. Δυστυχώς ήταν… Αλλά και με μιαν άλλη έννοια δεν ήταν.
-Και ποια είναι αυτή η άλλη έννοια; ρώτησα ακόμα πιο δύσπιστος, αλλά ο γέρος με αγνόησε.
-Σκέφτηκα να τα πω όλα στον αστυνόμο σήμερα το πρωί, αλλά θα νόμιζε ότι έχασα τα λογικά μου. Σε διαβεβαιώνω όμως ότι είμαι μια χαρά. Η ιστορία είναι… Δύσκολα την πιστεύεις… Το μυστικό αυτό το κουβαλάω μια ζωή. Δεν το ‘χω πει σε κανέναν. Ποτέ. Τώρα όμως πέθανε… δεν πέθανε; Δε μπορώ να το κουβαλάω άλλο.
-Και θες υποθέτω να το μοιραστείς μαζί μου γιατί είμαι ο πιο κατάλληλος.
-Ιδιωτικός ντετέκτιβ δεν είσαι; είπε χαμογελώντας.
-Που σημαίνει; Τι σημαίνει; Κορόιδο; Εύπιστο κορόιδο.
-Όχι γιε μου. Δεν είπα κάτι τέτοιο.
Δεν χαμογελούσε. Ήπιε λίγο κρασί και μετά χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του απ’ το ποτήρι, ξεκίνησε.
-Δεν ξέρω κι εγώ πώς ν’ αρχίσω. Υπάρχουν πράγματα που δύσκολα γίνονται πιστευτά κι εσύ δεν είσαι καν επιστήμων.
-Είμαι όμως γεμάτος αυτιά, είπα εγώ. Δε φαντάζεσαι τι έχω ακούσει στη μίζερη ζωή μου. Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να μου προξενήσει την παραμικρή έκπληξη. Γι’ αυτό γέρο keep going… Μήπως έχεις λίγη βότκα;
-Μόνο κρασί, απάντησε ο γέρος. Ο γιατρός μου είπε να πίνω μόνο κρασί. Κι αυτό με μέτρο. Για την καρδιά… λίγο κρασί κάνει καλό.
-Ας είναι γέρο. Κρασί. Κρασί και ιστορίες. Μ’ αρέσουν οι καλές ιστορίες…
-«Οι ιστορίες είναι σαν τα φωτογραφικά στιγμιότυπα, εικόνες αρπαγμένες από την αγκαλιά του χρόνου με καθαρά, σκληρά περιθώρια», [i] απήγγειλε ο γέρος.
Απίστευτες γιε μου αλλά αληθινές πέρα ως πέρα… Ο Μπεητς που λες, και πιθανόν να μην είναι καν αυτό το όνομά του, δεν ήταν από δω. Ήρθε και με βρήκε προ πεντηκονταετίας. Τότε ήταν λίγο νεότερος, αλλά σαφώς μεγαλύτερος στα χρόνια από μένα. Έψαχνε κάποιον που να μπορεί να παράγει κάποιες πατέντες που έφερνε μαζί του. Εγώ μόλις είχα δημιουργήσει -όπως ήδη είπα- μια μικρή εταιρία. Οι πατέντες όμως του Μπεητς ήταν απίστευτα καινοτόμες και είχαν σχέση με πολλούς τομείς. Σχεδιασμό και παραγωγή ολοκληρωμένων κυκλωμάτων και παραγωγή λογισμικού για σχεδόν οτιδήποτε, από παραγωγή, διαχείριση, συγκέντρωση και μετάδοση πληροφοριών, από ψηφιακή επεξεργασία εικόνας και ήχου μέχρι διαχείριση δικτύων κλπ.
Αυτά που στο πανεπιστήμιο θεωρούσαμε πεδίο μελλοντικής και πρωτοποριακής έρευνας, αυτός τα είχε σχεδιασμένα και μάλιστα σε σημείο άμεσης υλοποίησης και εφαρμογής. Μην φανταστείς βέβαια ότι τα πράγματα ήταν τόσο εύκολα. Δεν μπορείς να ρίξεις έτσι απλά και ξαφνικά στην αγορά συστήματα που αναποδογυρίζουν τις πολύπλοκες σχέσεις της ζωής και της εργασίας. Αυτό είναι κάτι που θέλει μέθοδο και χρόνο. Πρέπει να γίνουν όλα με ρυθμούς που να μπορούν όλοι να παρακολουθήσουν και να προσαρμοστούν. Η κοινωνική αδράνεια, που είναι τεράστια, αντιστέκεται τρομαχτικά σε τέτοιες αλλαγές…
-Κι από πού είπες ότι ήρθε ο Μπέητς; τον διέκοψα.
-Δεν είπα. Τότε δεν ήξερα κιόλας. Για να είμαι ειλικρινής ούτε τώρα ξέρω. Απλά υποθέτω. Αυτός πάντως είναι ο βασικός λόγος που δεν έκανε εμφανίσεις και δεν έδινε συνεντεύξεις. Έγινε ο πιο δυνατός και πλούσιος άνθρωπος στον κόσμο και κανείς δεν ήξερε τίποτα για το παρελθόν του. Ούτε εγώ που τον έβλεπα περισσότερο απ’ όλους. Ήταν σαν να εμφανίστηκε απ’ το πουθενά.
-Τι λες τώρα, ρε γέρο. Αν έχει κάποιος τόσα πολλά λεφτά, μπορεί να σβήσει και να ξαναγράψει το παρελθόν του όσες φορές θέλει. Δεν είναι δύσκολο.
-Έτσι λες εσύ. Αυτό ίσως λέει και ο κοινός νους. Αλλά ο Μπεητς δεν μπήκε καν σ’ αυτόν το κόπο, παρόλα τα λεφτά του. Και ξέρεις γιατί δεν μπήκε; Γιατί ήρθε απ’ αλλού. Το παρελθόν του βρίσκεται αλλού. Το παρελθόν του είναι ίσως κι η αιτία του θανάτου του.
-Μάλιστα, είπα εγώ που, για ακόμα μια φορά, δεν καταλάβαινα τίποτα. Μήπως σε παίρνει να τα κάνεις λίγο πιο λιανά;
-Νομίζω, και μην το πάρεις στραβά, ότι είναι μάλλον απαραίτητο να σου πω λίγα πράγματα περί χρόνου, πριν συνεχίσουμε. Γιατί δεν φαίνεται να με παρακολουθείς.
Έγνεψα ναι με το κεφάλι μου. Ο γέρος συνέχισε.
-Ο χρόνος ήταν πάντοτε μια πρωταρχική φιλοσοφική έννοια, που οι αρχαίοι την αντιλαμβανόντουσαν μέσα από την φθορά, μέσα από την γήρανση, και μάλιστα, σαν μια ευθύγραμμη και μη αναστρέψιμη διαδικασία, που οδηγούσε αναπόφευκτα στο θάνατο. Ο Αριστοτέλης, πρώτος, συνέδεσε τον χρόνο με τον χώρο. «Αντιλαμβανόμαστε το χρόνο μόνο όταν έχουμε κίνηση», έγραφε κι εννοούσε τη μετακίνηση ενός αντικειμένου στον χώρο. Οι Στωικοί, το 300 π.Χ., δίδασκαν ότι τα πάντα κινούνται κυκλικά και κυρίως οι πλανήτες και ότι κάθε φορά που έρχονται στην αρχική τους θέση, σ’ εκείνη δηλαδή που είχαν όταν δημιουργήθηκε ο Κόσμος, αυτός καταστρεφόταν και ξαναγεννιόταν με την ίδια διάταξη που είχε προηγουμένως. Δηλαδή, οι άνθρωποι ξαναγεννιόνταν με τον ίδιο τρόπο, ξαναζούσαν στους ίδιους τόπους, στο ίδιο περιβάλλον και είχαν τις ίδιες ασχολίες. Κι αυτό, πίστευαν ότι είναι κάτι που έγινε πολλές φορές στο παρελθόν και θα επαναληφθεί άπειρες φορές στο μέλλον χωρίς να σταματήσει ποτέ. Έτσι τουλάχιστον γράφει ο Νεμέσιος, χριστιανός φιλόσοφος, το 400 π.Χ. στο σύγγραμμά του «Περί φύσεως των ανθρώπων». Η γενική αυτή άποψη των Στωικών περί αναδημιουργίας του Σύμπαντος βρίσκει σχετικά σύμφωνη την σύγχρονη Κοσμολογία. Παρόμοιες δοξασίες είχαν και άλλοι αρχαίοι λαοί, όπως οι Μάγια και οι Αζτέκοι και μάλιστα προσδιόριζαν αυτές τις περιόδους σε 260 και 32 χρόνια αντίστοιχα. Οι πιστοί της σχολής Χιναγιάνα -στην Ινδία- δίδασκαν ότι ο εσωτερικός κόσμος είναι προϊόν της κυκλικής ροής του χρόνου και πρόκειται για μια ψευδαίσθηση. Οι δε Ταοϊστές, πολύ πριν ανατείλει η εποχή του Αϊνστάιν, υποστήριζαν την αδιατάραχτη ενότητα κι αλληλεπίδραση χώρου και χρόνου. Ο Αυγουστίνος αναφέρει ότι για τον Θεό δεν υπάρχει χρόνος, αλλά αιωνιότητα, με την έννοια της άχρονης παρουσίας, μέσα στην οποία δεν έχουν νόημα οι έννοιες παρελθόν, παρόν και μέλλον. Βέβαια επικράτησε, και με το βάρος των απόψεων του Καντ, η λανθασμένη θεωρία του γραμμικού χρόνου -της ακαταπόνητης ροής του ως προς το μέλλον- κι όχι η ιδέα της συνεχούς ανακύκλωσης. Δεν υποστηρίζω ότι είναι πιο σωστή η δεύτερη. Αλλά η δεύτερη μιλάει για ανακύκλωση επειδή δεν διανοείται -κι είναι έξω απ’ την ανθρώπινη φαντασία- να δεχτεί την ταυτόχρονη ύπαρξη πολλών χρόνων…
-Συγνώμη; Πώς το είπες αυτό παππού;
-Όπως το άκουσες. Αλλά τώρα θέλω να με συγχωρήσεις για λίγο. Ας κάνουμε ένα διάλειμμα. Φταίει και το κρασί, φταίει κι ο προστάτης.
Σηκώθηκε και πήγε στην τουαλέτα. Όση ώρα άδειαζε την κύστη του, εγώ σκεφτόμουν ότι στην πραγματικότητα δεν είμαι ντετέκτιβ αλλά φοιτητής. Δεν είχα βέβαια απέναντί μου εκείνη τη μελαχρινούλα που με βασάνιζε, καθώς με κοιτούσε αθώα δήθεν με το στυλό στο στόμα. Ήταν περισσότερο σαν να έκανα ιδιαίτερο μάθημα. Κι ο γέρος μιλούσε σαν δάσκαλος -μάλιστα ήταν ιδιαίτερα σαφής- αλλά κι εγώ μάθαινα ένα σωρό ενδιαφέροντα πράγματα, άσχετα αν δεν ήξερα ακόμα πώς θα μπορούσα να τα χρησιμοποιήσω. Άλλωστε έτσι συμβαίνει συνήθως με τις σπουδές. Άλλο σπουδάζεις κι άλλο επάγγελμα κάνεις για να επιβιώσεις. Δεν έχω παράπονο. Το επάγγελμα του ντετέκτιβ, τελικά, μας προέκυψε ιδιαζόντως επιμορφωτικό. Έβαλα για πολλοστή φορά κρασί στο ποτήρι μου και βούτηξα ένα γατοκέφαλο στο λάδι μια αλίπαστης λακέρδας. Στο τραπέζι δεν είχε μείνει σχεδόν τίποτα, κι ας τσιμπούσαμε χωρίς βιασύνη, παρά μόνον άδεια πιάτα και άδεια μπουκάλια κρασιού.
Ο γέρος γύρισε ενώ ακόμα μασουλούσα. Κρατούσε μια καινούργια μπουκάλα κρασί. Την άνοιξε με τον αργό ρυθμό της ηλικίας του και σαν να ήθελε ν’ αποδείξει τη σχετικότητα του χρόνου ρώτησε χωρίς βιασύνη όταν ξαναγέμισε τα ποτήρια.
-Πού είχαμε μείνει;
-Κάτι είπες για πολλούς χρόνους…
-Είπα ότι υπάρχουν πολλοί χρόνοι; Υπάρχουν. Αυτό είναι σίγουρο. Ο καθένας από μας ζει στο δικό του χρόνο.
-Δεν έλεγες αυτό, άλλο έλεγες…
-Άλλο; Τι άλλο; με κοίταξε σαστισμένος σαν να κόλλησε η μίζα. Έκανε μια στάση λίγων δευτερολέπτων κι αίφνης ξαναπήρε μπρος.
-A… ναι, ναι. Έλεγα, γιε μου για τους κλώνους. Μάλιστα. «Είτε το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον ανήκουν σε τρεις διαφορετικές διαστάσεις, είτε υπάρχουν περισσότερα κανάλια χρόνου, περισσότεροι κλώνοι δηλαδή με παρελθόν, παρόν και μέλλον, όπου οι άνθρωποι ζουν σε πιο προηγμένους ή λιγότερο αναπτυγμένους αλλά ίδιους πολιτισμούς με τον δικό μας, ή -κι αυτό ακόμα είναι πιθανόν- ζουν σε πολιτισμούς που έχουν πάρει εντελώς άλλη κατεύθυνση από τον δικό μας…
-Μη με ρωτήσεις να σου πω, δεν ξέρω, είπα αστειευόμενος.
Ο γέρος που μόλις ξεφορτώθηκε το από -όχι- μόνο οικολογικής άποψης βλαβερό απόβλητο, συνέχισε τη διάλεξη, εκτοξεύοντας πολύπλοκες θεωρίες και ονόματα σαν αυτά των Ισπανών που σε προκαλούν να λες πάντα μετά: «κι ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα». Μάντευα τι θα έλεγε παρακάτω. Ήταν ηλίου φαεινότερο. Αλλιώς θα ήμουν κακός φοιτητής. Θα έλεγε ότι ο Μπεητς ήρθε από άλλη διάσταση του χρόνου. Με μια χρονομηχανή. Κι αυτό είπε.
-Ο Μπέητς ήρθε από μιαν άλλη διάσταση του χρόνου. Θυμάσαι τη συσκευή στη σάλα που σε μάζεψα; Είναι μια χρονομηχανή. Δεν ξέρω πώς δουλεύει. Ούτε πού μπορεί να παει. Ο Μπέητς όμως ταξίδευε συχνά κι έφερνε όχι μόνο νέες πατέντες αλλά και σχέδια για το πώς θα τις πλασάρουμε στην αγορά. Προφανώς ταξίδευε στο μέλλον. Αλλά και στο παρελθόν. Για να προετοιμάσει το έδαφος ώστε οι εμπορικές του συμφωνίες να είναι επιτυχείς. Αλλοίωνε επίσης τα στοιχεία των ερευνών των ανταγωνιστών του ώστε να μην βρεθούν στα μονοπάτια του.
– Τι ανταγωνιστές και κουραφέξαλα… Αν είναι όπως τα λες, αυτός έφερνε ιδέες απ’ το μέλλον. Τα ήξερε όλα πρώτος. Ποιος θα μπορούσε να τον ανταγωνιστεί;
– Δεν είναι απόλυτο αυτό, γιε μου. Ο Αϊνστάιν είπε πως αν δεν διατύπωνε την θεωρία της σχετικότητας θα την διατύπωνε κάποιος άλλος πολύ σύντομα. Πενήντα χρόνια δεν είναι μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από πέντε χρόνια ή πέντε μέρες για την επιστήμη. Ένα τυχαίο συμβάν και κάποιος βρίσκει κάτι 50 χρόνια νωρίτερα. Πρόσεξε όμως. Νωρίτερα από τι; Δεν μπορεί να εννοηθεί το νωρίτερα σε σχέση με τον εαυτό του. Γι’ αυτό σου μιλάω για κλώνους. Πενήντα χρόνια εκεί δεν είναι απαραίτητα πενήντα χρόνια κι εδώ. Ειδικά όταν κάτι είναι τόσο κερδοφόρο. Και οι μεγαλύτεροι επιστήμονες υποκύπτουν στον πειρασμό να στρέψουν την έρευνά τους εκεί που υπάρχουν μεγάλα κέρδη.
-Και ο Μπέητς, όπως τα λες, ταξίδευε στο χρόνο και σαμποτάριζε τις έρευνες των ανταγωνιστών του αντί να τους σπάσει το κεφάλι.
-Όχι, όχι. Είμαι σίγουρος ότι δεν έκανε τέτοια. Άλλωστε θα το έγραφαν οι εφημερίδες, διαμαρτυρήθηκε ο γέρος.
– Ποιες εφημερίδες; Από ποιο παρακλάδι του χρόνου; Θ’ αστειεύεσαι φυσικά… Άλλο όμως θέλω να ρωτήσω. Ας πούμε ότι μέχρις εδώ κατάλαβα, είπα. Με το άλλο τι γινόταν;
-Με το άλλο; Ποιο άλλο;
-Δεν γερνούσε. Εσύ δεν είπες ότι όταν σε βρήκε ήταν μεγαλύτερος σου; Ενώ τώρα που πέθανε, του ρίχνεις τουλάχιστον 30 χρόνια. Αυτό πάλι πώς γινόταν;
-Αυτό είναι το πιο εύκολο. Στη φυσική, όταν πήγαινες σχολείο, πόσο καλός ήσουν; με ρώτησε πάλι χαμογελώντας με πατρικό ενδιαφέρον.
-Γιατί;
-Για να δω τι εισαγωγή πρέπει να σου κάνω. Κοντεύει να ξημερώσει.
-Τα απαραίτητα, είπα εγώ. Πες τα απολύτως απαραίτητα.
-Ωραία. Θα ‘χεις ακούσει για τον Αϊνστάιν, ε;
Δεν είδε τον μορφασμό που έκανα. Σηκώθηκε και ξαναπήγε στην τουαλέτα, χωρίς να ζητήσει συγνώμη αυτή τη φορά. Άρχισα να γλαρώνω αλλά ο ήχος από το καζανάκι με συνέφερε. Άνοιξα τα μάτια την ώρα που ο γέρος καθόταν στο τραπέζι. Πρόλαβα να δω ένα υγρό λεκέ στο παντελόνι του.
-Η θεωρία της σχετικότητας λέει, με λόγια απλά, ότι ο χρόνος διαστέλλεται όπως και η μάζα ενός αντικειμένου, όταν αυξάνει η ταχύτητά του. Αν το αντικείμενο αυτό αποκτήσει την ταχύτητα του φωτός, ο χρόνος σταματάει. Ταυτίζεται με την αιωνιότητα. Το παράδοξο αυτό, για την κοινή λογική, της διαστολής του χρόνου, έχει αποδειχτεί πειραματικά. Δεν είναι υπόθεση. Βέβαια ο Αϊνστάιν, υποστηρίζει ότι αυτό ισχύει στον ευθύγραμμο χρόνο, αλλά προφανώς ισχύει όπως και να κινείται ο χρόνος. Αλλιώς δεν εξηγείται πώς ο Μπεητς πήγαινε μπρος, πίσω και όπου αλλού ήθελε με την μηχανή του. Έτσι αν υπολογίσουμε χονδρικά, ο Μπέητς μεγάλωσε μόνο 20 χρόνια σ’ ένα διάστημα 60 ετών. Αυτό σημαίνει ότι ταξίδευε τα δυο τρίτα του χρόνου αυτού, δηλ. 40 χρόνια. Με αλλά λόγια, σε 60 χρόνια μεγάλωσε 20, γιατί είκοσι χρόνια υπήρξε δέσμιος του χρόνου. Ο Αϊνστάιν, στην «Γενική θεωρία της σχετικότητας», λέει επίσης ότι αν συμπιέσουμε τη μάζα ενός αντικειμένου σε υπερβολικά μεγάλα επίπεδα, από ένα σημείο και ύστερα δεν μπορεί πλέον να σταματήσει το «ζάρωμά» της, το οποίο θα συνεχιστεί έως ότου να γίνει αόρατη και άνευ διαστάσεων και να χαθεί σε μια σημειακή «ρουφήχτρα». Η μάζα επομένως αυτή, όσο περίεργο και να ακούγεται, μπορεί θεωρητικά να ταξιδέψει μέσα στο χωρόχρονο και να καταλήξει σε ένα άλλο Σύμπαν που συνυπάρχει με το δικό μας, χωρίς να γίνεται αντιληπτό από εμάς. Απ’ αυτό το αντιπαράλληλο Συμπάν, η ίδια μάζα, μπορεί να ξαναεπιστρέψει και πάλι στο δικό μας Συμπάν, μέσα από μια νέα «ρουφήχτρα» του αντιπαράλληλου Σύμπαντος, που αγκαλιάζεται από την μαύρη τρύπα. Οι συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας όπως ο Βερν, ο Όργουελ και πολλοί άλλοι, το λένε «Πύλη» ή «Πόρτα». Το ίδιο είναι. Ο Μπέητς με τη χρονομηχανή, δημιουργεί στο εσωτερικό συνθήκες μαύρης τρύπας. Εκεί ο χώρος και ο χρόνος παύουν να υπάρχουν και ο επιβάτης μπορεί ανεμπόδιστα να μεταπηδάει όποτε επιθυμεί μπρος και πίσω στο χρόνο ή σε αντιπαράλληλους χρόνους χωρίς να διανύει καμία χρονική ή χωρική απόσταση. Αυτό κι αν είναι ανακάλυψη. Ο Μπέητς όμως την κρατούσε αποκλειστικά για τον εαυτό του.
-Και ο θάνατός του; Είπες ότι οφείλεται στο παρελθόν του…
-Γι’ αυτό ήμουν έτοιμος να σου μιλήσω. Αλλά όλο με διακόπτεις. Τέλος πάντων. Τι λέγαμε; Α, σου είπα και πιο μπροστά ότι αν κάτι δεν διατυπωθεί από κάποιον, θα διατυπωθεί σίγουρα από κάποιον άλλο, σύντομα ή αργότερα. Αυτό είναι νομοτέλεια. Ο Μπέητς, ή βρήκε ή έκλεψε την χρονομηχανη. Βέβαια, όποια κι απ’ τις δυο περιπτώσεις κι αν ισχύει, είμαι σίγουρος -γιατί δεν είναι ανόητος- ότι κατάστρεψε όλα τα στοιχεία για να κρατήσει το μυστικό του. Αλλά δεν υπολόγισε στην νομοτέλεια που αναφέραμε. Χτες βράδυ, όταν κοίταξα στη σάλα υπήρχαν δυο Χρονομηχανές. Αργότερα είχε πάλι μία. Όταν ανέβηκα να τον δω ήταν νεκρός. Έτσι ειδοποίησα ανώνυμα την αστυνομία και ξανακρύφτηκα στην μαύρη τρύπα μου. Μέτρησα τα μπουκάλια του κρασιού. Ήταν εφτά. Προφανώς έκανε καλό στη καρδιά αλλά οπωσδήποτε όχι στο κεφάλι.
-Σ’ ευχαριστώ παππού, είπα. Πολύ καλή η ιστορία σου και πολύ μορφωτική. Αλλά υπάρχει κι μιαν άλλη εκδοχή. Γνωριστήκατε με τον Μπέητς όταν ήσουν νέος, δραστήριος, γεμάτος φιλοδοξίες. Αυτός πάντα είχε όλες τις απαντήσεις ενώ εσύ καμία. Αυτός πήρε όλη τη δόξα και την εξουσία και εσύ τίποτα. Εσύ γερνούσες κι αυτός όχι. Με δυο λόγια έχασες τη ζωή σου. Αποφάσισες λοιπόν να τον σκοτώσεις. Βέβαια δεν είναι ώρα για τέτοια. Να είσαι σίγουρος όμως ότι θα τα ξαναπούμε. Υπάρχει άλλος τρόπος να φύγω από δω;
-Υπάρχει η χρονομηχανη, είπε και έβαλε τα γέλια. Στην έφερα ε, συμπλήρωσε. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος γιε μου παρά μόνο αυτός που ήρθες. Θα σε συνοδέψω μέχρι το ασανσέρ.
Έτσι κι έγινε. Επέστρεψα στον 32ο όροφο και όταν βγήκα απ’ το γραφείο με μπαγλαρώσανε. Δεν ξεμπέρδεψα εύκολα. Μου έκαναν σκληρή σωματική έρευνα. Στο τέλος πήραν, ευτυχώς, τηλέφωνο τον Έλπι.
-Τι στο διάβολο έγινε; με ρώτησε όταν με είδε.
-Από πού ν’ αρχίσω δεν ξέρω, του απάντησα. Υπάρχει κάποιος που θα στα πει καλύτερα. Πρέπει να κατεβούμε στα υπόγεια.
-Δεν μπορούμε. Όχι χωρίς ένταλμα. Αν όμως ο εισαγγελέας κουνήσει λίγο το κώλο του, θα το έχουμε νωρίς το απόγευμα.
-Τότε εγώ φεύγω κι έρχομαι αργότερα.
-Δεν κατάλαβες, είπε ο Έλπις. Πέσε στο καναπέ. Είναι ειδική παραγγελία για τέτοιες περιπτώσεις.
-Μα η ώρα είναι ακόμα 7 το πρωί, κι εγώ άρχισα να μοιάζω του Κλιντ Ίστγουντ, διαμαρτυρήθηκα. Ύστερα πρέπει να πλύνω και τα δόντια μου.
-Κόφτο Αμβρόσιε, γρύλισε ο υπαστυνόμος, γιατί θα κοιμηθείς σε κελί.
Πειστικό επιχείρημα. Δε λέω. Την έπεσα στο καναπέ. Με πήρε ο ύπνος πριν καν ακουμπήσω το κεφάλι μου στο μπράτσο. Άρχισα πάλι να πέφτω. Ταξίδευα στο χρόνο με τον παππού. Πετούσαμε πάνω απ’ τη ζωή μου. Τα ξανάβλεπα όλα σε αξελερε, αλλά ανάποδα. Μέχρι την εποχή που έπιασα για πρώτη φορά το πουλί μου. Μια μάζα που μεγάλωνε τόσο, μια μάζα που έτεινε στο άπειρο… Τα υπόλοιπα έγιναν γρήγορα.
Με ξύπνησαν στις 3 το απόγευμα. Εισβάλαμε στην εταιρία. Κατεβήκαμε κατ’ ευθείαν στο υπόγειο με το ιδιωτικό ασανσέρ. Όλα ήταν όπως τα άφησα αλλά ούτε ίχνος από τον γέρο και την χρονομηχανή. Μετά απ’ αυτό δεν είχα διάθεση να πω την ιστορία στον Έλπι, ούτε και σε κανέναν άλλο. Αλλά όταν γυρίσαμε στο τμήμα έκλεισε την πόρτα του γραφείου και μου ‘πε ότι αν ήθελα αμοιβή έπρεπε να του δώσω κάτι, ακόμα κι αν αυτό είναι άχρηστο. Δεν είμαι και πολύ απαιτητικός. Ενέδωσα εύκολα. Όταν τελείωσα την ιστορία ο Έλπις με κοίταξε ανήσυχος.
-Γιατί δεν γίνεσαι συγγραφέας Αμβρόσιε; Σε στείλαμε να κάνεις έρευνα κι όχι λογοτεχνία. Αν και μεταξύ μας η ιστορία σου είναι τόσο υπερβολική που δεν θα έπειθε κανένα. Δεν είναι καν αληθοφανής. Όπως ήδη διαπίστωσες στην εταιρία δεν γνωρίζουν την ύπαρξη του προσώπου που λες ότι μίλησες και κανείς δεν είδε κάποια συσκευή παρόμοια μ’ αυτή που μου περιέγραψες. Είναι απίστευτο τι ψέματα είσαι ικανός να αραδιάσεις προκειμένου να πάρεις μια ευτελή αμοιβή. Αμβρόσιε τράβα να κάνεις κάνα μπάνιο, βρωμάς.
-Και το ανώνυμο τηλεφώνημα; επέμεινα εγώ.
-Αυτό είναι το λιγότερο, απάντησε ο Έλπις. Μπορεί να το έκανε οποιοσδήποτε μέσα απ’ την εταιρία. Το θέμα είναι ότι δεν προκύπτουν στοιχεία για δολοφονία. Ακόμα κι αν είχες δίκαιο θα έπρεπε να καταδικάσουμε ερήμην σε θάνατο έναν εξωγήινο.
Ήθελα να του πω πως δεν ψάχναμε εξωγήινο, αλλά το γέρο που την κοπάνησε με το κωλομηχάνημα. Αλλά δεν θα γινόταν τίποτα. Έπρεπε να παραδεχτώ ότι τα μούσκεψα. Δεν έπρεπε να φύγω απ’ το υπόγειο. Έπρεπε να καλέσω τον Ελπι με το τηλέφωνο. Είχε όμως τηλέφωνο; Δεν θυμάμαι να είδα στο τσαρδί του γέρου τηλέφωνο. Αλλά πάλι τι διάολο… Ήμουν στην πιο προηγμένη τεχνολογικά εταιρία του κόσμου. Απ’ την άλλη είναι μάλλον αργά να τα σκέφτομαι όλα αυτά. Τον κωλόγερο. Μου την έφερε. Ας είναι. Έπαιξα κι έχασα αν και όχι περισσότερα απ’ ότι είχα πριν παίξω. Γύρισα στο γραφείο. Η χρονομηχανή μου, είχε το σχήμα της Absolute. Γέμισα το ποτήρι μου με καύσιμα κι η μαύρη τρύπα με ρούφηξε ξανά.
Το ίδιο βράδυ άκουσα στο ραδιόφωνο ότι ο θάνατος καταχωρήθηκε ως αυτοκτονία. Η κηδεία θα γινόταν στη Μητρόπολη την επόμενη. Μετά την πέσανε στις αναλύσεις και τα σχόλια για το φαινόμενο Μπεητς και οι χαιρετισμοί αρχηγών κρατών και διασημοτήτων κάθε λογής πήγαιναν κι έρχονταν. Γνωστή ιστορία. Το ‘κλεισα και το γραφείο άδειασε ξαφνικά. Τελικά κανείς δεν ζει παντοτινά και κανείς δε μπορεί να μείνει γι’ αρκετό διάστημα νέος. Ο ποιητής θα έγραφε πολύ ωραία:
«Χρόνος παρών και χρόνος παρελθόν
ίσως και οι δυο παρόντες είναι εις χρόνο μέλλοντα.
Κι ο μέλλον χρόνος έγκλειστος εις χρόνο παρελθόντα» [ii]
Αλλά ένας μεθύστακας αλήτης όπως εγώ, πιο κυνικά θα το διατύπωνε αλλιώς:
«Το παρελθόν μου μοιάζει με υπέρβαρη από άχρηστα αντικείμενα βαλίτσα και το μέλλον μου είναι μια σειρά από μακρείς πικρούς αποχαιρετισμούς. Το παρόν μου είναι μια άδεια μποτίλια που θα ρίξω σε λίγο στη θάλασσα και το τελευταίο καλό ποτό, μου άφησε ήδη μια στυφή γεύση στη γλώσσα μου».[iii]
[i] «Το τελευταίο φιλί» του Τζέημς Κράμλευ
[ii] Τ. Σ. Έλιοτ
[iii] Επανεγγραφή παραγράφου από το ‘’Το τελευταίο φιλί’ του Τζέημς Κράμλευ.
_
περιγράφει ο Αμβρόσιος Σακάδας & καταγράφει ο Νίκος Γιαννόπουλος (Σκηνοθέτης -Παραγωγός)
–
Αμβρόσιος Σακάδας
Ο Αμβρόσιος Σακάδας είναι ένα χαμένο κορμί. Ένας καθυστερημένος του ’68. Ένας ανώριμος σαρανταπεντάρης. Δεν στερείται σπουδών ούτε γνώσεων. Αγαπάει το διάβασμα κι έχει γνώμη σχεδόν για τα πάντα. Δεν επιδιώκει την επωνυμία. Την θεωρεί πηγή μπελάδων. Δεν αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα που τον περιβάλει παρά μόνο σαν μια σύμβαση. Σαν μια σειρά από εικόνες και λεκτικά τερτίπια. Η ζωή γι’ αυτόν είναι μια χειρονομία, ένα παιχνίδι όπου δεν τον ενοχλεί συνεχώς να χάνει. Το μεγάλο ελάττωμα του όμως είναι η τεμπελιά. Ο Αμβρόσιος Σακάδας βαριέται. Η κλασική του παιδεία τον βοήθησε να διαπιστώσει ότι η εργασία ουδέποτε υπήρξε μια ελληνική αρετή, γιατί ποτέ δεν καταγράφεται ως τέτοια στα αρχαία κείμενα. Γι’ αυτό δεν κάνει τίποτα για να αλλάξει τη δική του πραγματικότητα. Θεωρεί ότι οι επιθυμίες, οι φαντασιώσεις και τα διάφορα κορόιδα που κυκλοφορούν ανάμεσα μας έλκουν τις αλλαγές και την εκπλήρωση τους πολύ πιο αποτελεσματικά απ’ ότι αν ξόδευε τις δυνάμεις του και κουραζόταν. Έτσι κάθεται και περιμένει. Αντιδρά μόνο σ’ ένα πρωτογενές επίπεδο επιβίωσης κάνοντας περιστασιακά διάφορες δουλειές του ποδαριού. Η λιτή ζωή του στηρίζεται στα απολύτως αναγκαία: φαγητό, ύπνο, έρωτα, αλκοόλ και φυγή. Όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, απλά την κοπανάει για κάπου αλλού. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένας σύγχρονος φυγάδας ή πιο σωστά ένας αναχωρητής που αντί να διαλέξει την έρημο, επιλέγει συνεχώς μια πολύβουη πόλη. Άλλωστε στην έρημο θα ήταν από δύσκολο ως απίθανο να κάνει τον ντετέκτιβ. Θα ήταν επίσης δύσκολο να βρει κορόιδα και αλκοόλ. Και το χειρότερο, θα έπρεπε να προσεύχεται…
προσοχή:
Οι ιστορίες αυτές είναι αποτέλεσμα τυχαίων λαθών και μοιραίων συμπτώσεων. Οι χώροι, τα γεγονότα και τα πρόσωπα (εκτός από τον συγγραφέα) είναι φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα ή σχέση με την πραγματικότητα είναι απλά συμπτωματική.
από το μυστήριο της αυτοκτονίας μιας… αναγραμματισμένης διασημότητας που συνέβαλλε στην ψηφιοποίησή μας…και από μια βαρετή διαδικασία για τον Αμβρόσιο εύρεσης των υπόπτων.. φτάσαμε χωρίς να το καταλάβουμε καν οι αναγνώστες… σε μια συνοπτική και εξαιρετικά περιεκτική μελέτη πάνω στο Χρόνο. Μια επιστημονική μελέτη σερβιρισμένη σε ένα χορταστικό λογοτεχνικό πιάτο…μπας και χωνέψει κανείς τη βαρβαρότητα του χρόνου. Μου άρεσε ιδιαιτέρως αυτή η ιστορία.