Λένε ότι τα μαθηματικά και η φιλοσοφία γεννήθηκαν στην Ελλάδα γιατί οι αρχαίοι Έλληνες είχαν ανάγει την συζήτηση σε επιστήμη. Aκόμα κι όταν ανήκαν σε μια σχολή οι Έλληνες ήταν μεμονωμένοι διανοητές, κοινωνική θέση που εμφανίζεται πρώτη φορά στην Ιστορία. Άτομα που χρησιμοποιούσαν την ελευθερία της σκέψης τους, διατηρούσαν το δικαίωμα να προωθούν τις θέσεις τους, να αναπτύσσουν θεωρίες. Επιφορτίζονταν όμως με την υπεράσπισή τους, ως υπεύθυνοι της πνευματικής τους παραγωγής, απέναντι σε κάθε άνθρωπο που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει με τη σειρά του το δικαίωμα της κριτικής, της αμφισβήτησης, του αντίλογου, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Αν είναι αλήθεια όλ’ αυτά τότε το Dacapo είναι ένα σύγχρονο ανοιχτό λαϊκό πανεπιστήμιο. Σε αντίθεση βέβαια με τις “περιπατητικές” σχολές της αρχαιότητας η σχολή του Dacapo μπορεί να χαρακτηριστεί άκρως “καθιστική”. Στις συζητήσεις παίρνουν μέρος δημοκρατικά όλοι οι θαμώνες του μπαρ, τακτικοί ή περαστικοί, άνεργοι ή εργαζόμενοι, που κάνουν για λίγο σκασιαρχείο απ’ τη δουλειά τους, χασομέρηδες που δεν έχουν πώς να σκοτώσουν την ώρα τους και εργασιομανείς που μεταφέρουν εδώ τα επαγγελματικά ραντεβού τους γιατί το αλκοόλ κάνει τους ενδιαφερόμενους, αν όχι πιο χαλαρούς στις διαπραγματεύσεις, τουλάχιστον πιο ευχάριστους. Η συζήτηση μπορεί να πάρει πολλούς δρόμους. Όλα τα θέματα είναι καλοδεχούμενα, από τα πιο ευτελή μέχρι τα πιο πολύπλοκα και δυσνόητα, ανάλογα με τις διαθέσεις της στιγμής, την επικαιρότητα ή τον νταλκά κάποιου απ’ τους πελάτες. Κι όταν ένα θέμα πέφτει στο τραπέζι όλοι ορμούν διψασμένοι -γιούρια και αέρα- να πουν τις εμπειρίες τους, τα συμπεράσματα και τις βαθυστόχαστες σκέψεις τους, που τις υπερασπίζονται με το πάθος του επαγγελματία πότη, με τον αναρχικό εγωισμό του Έλληνα ξερόλα και με κάθε άλλο τρόπο, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Έτσι υπάρχει περίπτωση -πράγμα καθόλου σπάνιο- να σου σβουρίξει ο συνομιλητής σου μια στριφογυριστή μπουνιά στο δόξα πατρί και ‘συ να χρειαστεί ν’ απαντήσεις με μια καλοβαλμένη ψηλοκρεμαστή κλωτσιά στ’ αχαμνά, ατράνταχτα επιχειρήματα που μοιράζονται απλόχερα, χωρίς καμιά συναισθηματική φόρτιση και εντελώς άσχετα με το αν θα καταλήξετε ή όχι μετά να τρώτε αγκαλιά πατσά στην κεντρική αγορά, στην οδό Αθηνάς. Βέβαια όταν η συζήτηση παίρνει τέτοιες λεπτές αποχρώσεις ο Μίλτος παρεμβαίνει δημιουργικά αδειάζοντας τους θερμοκέφαλους στο δρόμο, πάντα χωρίς καμιά παρεξήγηση. Κατά κανόνα όμως όλα διεξάγονται φυσιολογικά και σπάνια δεν καταλήγουν σε κάποιο μονοφραστικό συμπέρασμα, ακόμα κι αν αυτό δεν έχει εμφανώς πρακτική εφαρμογή. Το πιο αγαπημένο όμως θέμα όλων είναι οι γυναίκες και τα εξαγόμενα συμπεράσματα δεν είναι συνήθως καθόλου κολακευτικά για το γυναικείο φύλο, αν και όλοι μοιράζονται αμέριστα την άποψη του λαϊκού βάρδου Ρασούλη:
“…από τη γυναίκα ούτ’ ένα καλό δεν είδα,
μα πίστεψε με ειν’ η μόνη μου ελπίδα…”[1]
Αυτή τη φορά όμως το πράγμα ξεχείλωσε εντελώς. Τους βρήκα να μιλούν για τις γυναίκες σαν να ήταν η Νο 1 κοινωνική απειλή σ’ ολόκληρο το σύμπαν.
– Τ’ αφεντικό μου προσέλαβε χτες μια γκόμενα για την ημερήσια βάρδια στο ταξί, παραπονιόταν ο Νώντας ο ταρίφας, όταν μπήκα στο μπαρ. Έτσι τώρα είμαι καταδικασμένος να ζω νύχτα.
– Έχει πιο πολλά τυχερά η νύχτα, σχολίασε πονηρά ο Μακρίδης, εκδότης και ιδιοκτήτης ραδιοφώνου λόγου και μπλα, μπλα.
– Οι γκόμενες έχουν χωθεί παντού, διαπίστωσε βαθυστόχαστα ο Μίλτος. Εμένα που με βλέπετε είμαι ίσως ο τελευταίος άρρεν μπάρμαν στον πλανήτη, συμπλήρωσε με έμφαση.
– Δείχνουν τις γάμπες τους και τα μπούτια τους και αφήνουν να σέρνονται ένα σωρό υποσχέσεις για τα υπόλοιπα, συνέχισε πικραμένος ο Νώντας. Ενώ οι άντρες; Τι μπορούν να κάνουν οι άντρες;
Πήρα την παγωμένη Serkova που μου πάσαρε ο Μίλτος και χώθηκα στη συζήτηση.
– Φταιν οι γυναίκες; Εμείς φταίμε που τις προσλαμβάνουμε, τα κορόιδα οι άντρες. Άλλωστε… δεν είναι αλήθεια ότι είναι ικανές για όλα, είπε πάλι ο εκδότης.
Η άποψή του δεν στάθηκε αρκετά δημοφιλής. Τον διέκοψαν αραδιάζοντας μια απίθανη λίστα με γυναίκες που κάνουν αντρικά επαγγέλματα. Μιλούσαν όλοι μαζί. Προσπάθησα να τους εξηγήσω πως αυτό θα έπρεπε να μας χαροποιεί γιατί επί χιλιάδες χρόνια το παίζουμε στήριγμα της κοινωνίας και οι κουβαλητές που νοιάζονται για όλα, ενώ αυτές, εκτός του ότι τα βρίσκουν όλα έτοιμα, ασχολούνται μόνο με τον εαυτό τους.
– Ήρθε η ώρα επιτέλους να τις αφήσουμε να κάνουν κάτι για να μας ανακουφίσουν από την κόπωση τόσων αιώνων ευθύνης κι εργασίας, πρότεινα.
– Τι λες βρε Αμβρόσιε, μου αντιγύρισε ο ταρίφας. Οι κάργες δεν χαμπαριάζουν για την μάπα μας, αλλά για τα λεφτά και το κουμάντο. Όπου υπάρχουν αυτά μαζεύονται οι τσούλες σαν τις μύγες. Αν τους τα δώσουμε θα χάσουμε και το καυλί μας.
Να μια ενδιαφέρουσα άποψη από κάποιον που σπουδάζει στο νυχτερινό σχολείο της ζωής. Ο Μίλτος έσπευσε να συμφωνήσει, αν και δεν είχε ούτε λεφτά ούτε εξουσία κι ήταν και παντρεμένος εφτά χρόνια με μια νοικοκυρά. Όταν του το υπενθύμισα μου ’ριξε στα μούτρα μια άλλη εξ’ ίσου ενδιαφέρουσα άποψη: ότι ο τζόγος είναι καθημερινός κι ότι δεν πρέπει νά ‘μαι τόσο απαισιόδοξος γιατί κανείς δεν ξέρει τι θα μας ξημερώσει. Η συζήτηση έκλεισε με το πρωτότυπο συμπέρασμα ότι όλες οι γυναίκες είναι κρυπτολεσβίες και ότι οι άνδρες δεν μπορούν να κάνουν τίποτα γι’ αυτό.
Όταν σηκώθηκα να φύγω, μετά την τέταρτη βότκα, το ηθικό όλων ήταν λίγο ψηλότερα. Ο Νώντας έδειχνε έτοιμος να μείνει ξύπνιος για πολλές νύχτες ακόμα, αρκεί να μην του έκανε αλκοτέστ η τροχαία σήμερα κι ο Μίλτος δυνάμωσε τη μουσική και πήρε θέση μάχης να πέσει ηρωικά στην επόμενη συζήτηση που θ’ άρχιζε σε λίγο από τους νέους πελάτες. Παρ’ όλα αυτά, καθώς έβαζε στη τσέπη του τα λεφτά μου, με ρώτησε λίγο αμήχανα.
– Αμβρόσιε, λες να ’ναι όλες λεσβίες;
– Είναι, του απάντησα, όσο είμαστε και όλοι εμείς οι άνδρες αδελφές
– Αν είναι… κατέληξε ο Μίλτος σκεπτικός, λέω, αν είναι… το προτιμώ από το να γυρίσω σπίτι κάνα βράδυ και να την πιάσω με κάνα μαντράχαλο.
Βγαίνοντας πήρε το μάτι μου μια πιτσιρίκα καθισμένη μόνη σ’ ένα τραπέζι στην απομέσα μεριά της βιτρίνας του μπαρ. Δεν ήμουν σίγουρος αν κοίταζε την αφεντιά μου ή την κίνηση γενικώς. Αυτό δεν με εμπόδισε όμως να επιστρέψω και να πάω να θρονιαστώ στο τραπέζι της.
– Καφέ; ρώτησα με όση γοητεία είχα στις τσέπες μου. Πρόσφατα μου είπαν ότι έφερνα κάπως στον Τζακ Νίκολσον.
– Αν είναι να κεράσεις, κέρνα κάτι πιο τονωτικό. Καφέ μόλις ήπια, απάντησε και μου ’ριξε ένα θανατηφόρο βλέμμα με τα φωτεινά πράσινα μάτια της. Ύστερα γύρισε το κεφάλι της σαν να μην ήμουν εκεί και βάλθηκε να χαζεύει πάλι την κίνηση στο δρόμο.
Παράγγειλα δυο βότκες και μέχρι να έρθουν της έριξα μια δεύτερη μάτια. Φαινόταν πιτσιρίκα, αλλά δεν ήταν. Πρέπει να κόντευε τα τριάντα. Ήταν διαβολεμένα ωραία κι αν εξαιρέσουμε τα υπέροχα πόδια της, όλα τα υπόλοιπα πάνω της, άφηναν να κυκλοφορούν τριγύρω ένα σωρό υποσχέσεις.
– Μη μου πεις ότι είσαι φοιτήτρια, την ξαναρώτησα.
– Όχι ακριβώς, έχω δυο χρόνια που τελείωσα.
– Δεν σ’ έχω ξαναδεί εδώ γύρω.
– Δεν θα φορούσες τα γυαλιά σου, είπε παιχνιδιάρικα κι αμέσως διόρθωσε. Πλάκα κάνω. Μόλις ήρθα από την Γαλλία… δηλαδή προχτές… για δουλειές. Εσύ;
– Εγώ είμαι εδώ από το πρωί… Πλάκα κάνω… Κι εγώ σ’ αυτά τα μέρη φρέσκος είμαι… Για δουλειές. Σήμερα μάλιστα κλείνω οχτώ μήνες. Κάτι σαν γενέθλια, να πούμε.
– Bien pour toi! είπε και πριν προλάβω ν’ αντισταθώ μου ’σκασε ένα ξεγυρισμένο υγρό φιλί στο στόμα, απ’ αυτά που σε κάνουν να νοσταλγείς ερημικές παραλίες και τεράστια αφρισμένα κύματα.
Σιγά να μην αντιστεκόμουν. Η μαγκιά μου πήγε περίπατο. Σκέφτηκα ότι κάτι τέτοια μόνο στο σινεμά και στα κόμικς συμβαίνουν. Ο Μίλτος, που έφτασε ακριβώς εκείνη τη στιγμή, λίγο έλειψε να ρίξει τις βότκες πάνω μας. Προσπαθώντας να διατηρήσει την ισορροπία του έκανε κάτι σαν χορευτική φιγούρα και τελικά κατάφερε να ακουμπήσει τα ποτήρια με το περιεχόμενό τους στο τραπέζι μας, χωρίς να συμβεί ατύχημα. Πήρε το δρόμο του γυρισμού μ’ ένα θαυμαστικό να του θολώνει το βλέμμα.
– Χάρηκα που σε γνώρισα, μου είπε η μικρή και τσούγκρισε το ποτήρι της στο δικό μου. Πίνω στην υγειά σου, συμπλήρωσε και κατέβασε τη βότκα μονορούφι. Μετά σηκώθηκε απλώνοντας το χέρι της γι’ αποχαιρετισμό. Όταν της το έσφιξα, κράτησε το χέρι μου και με κάρφωσε με τα απίθανα μάτια της μέχρι που σχεδόν κοκκίνισα. Σα χαμένος, το μόνο που κατάφερα να ψελλίσω ήταν:
– Εεε… Αμβρόσιος…
– Έλενα, απάντησε αυτή χαμογελώντας, απολαμβάνοντας προφανώς τη σαστιμάρα μου.
Εκείνη τη στιγμή στα μάτια της θα ’πρεπε να φέρνω του Ντάφυ Ντακ. Για ‘μένα όμως ήταν το πιο υπέροχο άκουσμα της βραδιάς. Έφυγε αφήνοντας πίσω της ανάλαφρα χνάρια γυναικείου αρωματισμένου μεθυσιού. Κι ούτε που πρόλαβα να τη ρωτήσω πού θα μπορούσα να την ξαναβρώ. Αν ήθελε φυσικά. Έτσι όμως που μ’ άδειασε, μάλλον δεν ήθελε. Λίγο η βότκα, λίγο το φιλί, λίγο η ζήλια για τα βλέμματα των άλλων που παρακολούθησαν το κομψό κούνημα των γοφών της, έκαναν το Dacapo να περιστρέφεται γύρω απ’ το κεφάλι μου, όπως η ουρά γύρω απ’ το σκύλο. Κατά τα άλλα δεν θυμάμαι ούτε πώς γύρισα στο γραφείο, ούτε ποιος με κουβάλησε, ούτε αν τελείωσα τη βότκα μου ή αν πήγε στράφι τελικά. Ούτε τι ονειρεύτηκα θυμάμαι, παρόλο που ξύπνησα πρωί -στις εννιά, πρωί είναι για μένα, δεν είμαι δα και ανθρακωρύχος- μ’ ένα μεγάλο υγρό λεκέ στο πάλαι ποτέ λευκό και νυν γκρι σώβρακό μου. Η διάθεση μου ήταν εξαιρετική.
Τις επόμενες τέσσερις μέρες το στομάχι μου γουργούριζε από μοναξιά. Κατασκήνωσα στο Dacapo κι έπλεα έρμαιο σαν καγιάκ σ’ ένα ποταμό από βότκα που με πήγαινε κατευθείαν στον καταρράχτη με τους μπελάδες. Έπιανα βάρδια στις 5 το απόγευμα και μπεκρούλιαζα μέχρι το πρωί. Ήμουν τόσο ευσυνείδητα συνεπής, που ο θαυμασμός της παρέας άρχισε να γίνεται οίκτος και τα υπονοούμενα έπεφταν βροχή. Είχα γίνει και το θέμα και το θέαμα της εβδομάδας, αλλά η γκόμενα δεν έλεγε να εμφανιστεί. Την Κυριακή δεν πήγα. Αγόρασα ένα μπουκάλι βότκα και άραξα στο γραφείο. Ο καιρός ήταν καλός και άνοιξα το παράθυρο. Στην απέναντι πολυκατοικία έβλεπαν τη “Λάμψη” στη διαπασών. Αριθμός επεισοδίου 2346.
Ένας αφελής πρίγκιπας, ονόματι Ξαβιέ Β’, ήθελε να παντρευτεί μια πρώην ναρκομανή, αλλά νυν καλόκαρδη και ξανθιά Μαγδαληνή. Ο ξαφνικός θάνατος όμως του πατέρα του από τους μισητούς επαναστάτες τον ανάγκασε να αναβάλει το γάμο για κάποιο από τα επόμενα 300 επεισόδια. Η ξανθιά, που όμως δεν την έλεγαν Μαγδαληνή αλλά Μπιάνκα, έδειξε την απαιτούμενη κατανόηση που της υπαγόρευε ο αμοιβαίος έρωτάς της και η επιταγή των 100.000 δολαρίων, που έλαβε σαν δώρο από τον παρακοιμώμενο του διαδόχου, που αναχώρησε εσπευσμένα να καταλάβει το κενό θρόνο.
Είναι απίστευτο πια τι βλέπει κανείς στην τηλεόραση. Μοιάζει με τζακούζι βλακείας. Βέβαια, βοηθά να περνάει η ώρα κι εγώ αυτή τη φορά το είχα πολύ ανάγκη. Το επόμενο αριστούργημα ήταν “Οι άνδρες με τα όλα τους” σε παιδική έκδοση. Επρόκειτο για μια στιγμή μοναδικής, για τον σύγχρονο πολιτισμό, έμπνευσης του μέγα Μικρούτσικου. Την ώρα που μια πιτσιρίκα ρωτούσε έναν σπυριάρη μπόμπιρα τι γνώμη είχε για το φιλί, χτύπησε το τηλέφωνό μου. Αναγκάστηκα να το σηκώσω κι έχασα έτσι την απάντηση.
– Αμβρόσιος Σακάδας, λέγεται…
– Πού είσαι ρε, ρώτησε μια φωνή με συγκρατημένο συνωμοτικό τόνο. Ήρθε…
– …………………
– Ο Μίλτος είμαι… Αμβρόσιε μ’ ακούς; Το πρόσωπο μόλις ήρθε σου λέω, πρόσθεσε κι έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο.
Αν πηδούσα απ’ το παράθυρο δεν θα’ φτανα πιο γρήγορα στο Dacapo. Ήταν καθισμένη στο ίδιο τραπέζι κι έπινε καφέ. Έκατσα δίπλα της χωρίς να πω τίποτα, σαν αδέσποτο δαρμένο σκυλί. Στο μαγαζί επικρατούσε μια ύποπτη ησυχία. Ήξερα ότι όλοι είχαν το νου τους σε μας, αν και υποκρίνονταν το αντίθετο.
– Πώς πάει; με ρώτησε με το γνωστό θανατηφόρο βλέμμα.
– Πώς να πάει… ρουτίνα, απάντησα εγώ.
– Η ρουτίνα είναι έγκλημα, μου είπε χωρίς καθόλου σκέψη.
– Ενώ το έγκλημα δεν είναι ρουτίνα;
Στην άθλια κατάσταση που ήμουνα, ακόμα κι εγώ απόρησα για την ετοιμότητά μου. Γύρισε και με κοίταξε για πρώτη φορά με ενδιαφέρον. Ρούφηξε τον καφέ της χωρίς βιασύνη και συνέχισε.
– Στο έγκλημα δεν πρέπει να συμπεριλαμβάνεται η κλοπή, εκτός κι αν το θύμα είναι ο περιπτεράς της γωνίας…
Πήρα μια βαθιά αναπνοή ανακούφισης. Κάτι κολλητικό φαίνεται να υπήρχε στον αέρα του Dacapo κι αυτό ήταν… Δεν αισθανόμουν πια άβολα. Ξανάγινα αυτό το κάτι από Τζακ Νίκολσον. Μόλις βρέθηκε ένα κανάλι επικοινωνίας. Η απάντηση ήρθε σαν να την είχα έτοιμη. Μάλιστα μου φάνηκε ότι την περίμενα αυτή την συζήτηση.
– Θα εννοείς προφανώς ότι η κλοπή είναι ένας άλλος τρόπος ανακατανομής του πλούτου. Τέτοιες μαλακίες λέγαμε κι εμείς το ’70, όταν το μοναδικό όνειρο που είχαμε ήταν η κοινωνία ισότητας που θα φέρει η αναπόφευκτη επανάσταση, αλλά και πιο πριν, όταν στις αλάνες παίζαμε τον Ρομπέν των Δασών ή τον λήσταρχο Νταβέλη, σχολίασα επιθετικά.
Με κοίταξε στα μάτια μ’ ένα χαμόγελο που δήλωνε φανερά ότι το διασκέδαζε.
– Εσύ δεν έκλεψες ποτέ Αμβρόσιε; με προκάλεσε.
– Οι Κινέζοι λένε “αν είναι να κάνεις κάποιο κακό, κάν’ το μεγάλο”.
– Είδες; Στην ουσία λέμε το ίδιο πράγμα. Λέμε ναι στον Αρσέν Λουπέν, στο Φαντομά, στη μεγάλη ληστεία του τραίνου, στην κλοπή των θυρίδων του υποκαταστήματος της Πίστεως από τους τύπους που άνοιξαν το τούνελ και όχι στον Τζακ τον Αντεροβγάλτη και στις άλλες τέτοιες παρανοϊκές αηδίες.
– Δεν έχεις και πολύ άδικο, απάντησα. Αλλά πώς και ανοίξαμε μια τέτοια συζήτηση;
– Μπαρ δεν είναι; Στα μπαρ μπορείς να μιλάς για οτιδήποτε και με οποιονδήποτε. Εσύ πρέπει να το ξέρεις καλά αυτό, είπε και έπιασε δουλειά πάνω μου, με τολμηρότερες σωματικές επαφές απ’ ότι επιτρέπει ο νόμος σε δημόσια μέρη.
Λες και περίμενε την κατάλληλη ατάκα για να παίξει το ρόλο του, ο Μίλτος εμφανίστηκε από το πουθενά κι άφησε δυο διπλές βότκες στο τραπέζι μας.
– Αυτά τα κερνάει το μαγαζί, είπε με στόμφο κι αποσύρθηκε διακριτικά στον πάγκο του.
Αυτό μου άρεσε στο Μίλτο. Ήταν ένας μπάρμαν που διατηρούσε ακόμα ρομαντικές αντιλήψεις. Η Έλενα κρατούσε το χέρι μου κι εγώ άρχισα να φαντασιώνομαι διάφορα. Ρούφηξα τη βότκα μου έχοντας απόλυτη επίγνωση ότι ρίχνω λάδι στη φωτιά.
– Έχεις αυτοκίνητο Αμβρόσιε; με ρώτησε ξαφνικά.
– Έχω είπα , και της έδειξα το Honda civic. Μοντέλο του ’75.
– Μοιάζετε, είπε τρυφερά. Θα μπορούσες να το βαφτίσεις Χουντίνι. Η ύπαρξη τέτοιων μοντέλων συνιστούν ένα θαύμα.
Ίσως να έπρεπε να προσβληθώ, αλλά δεν το είχα σκοπό.
– Μένω απέναντι, είπα.
Ήταν η τελευταία φράση που ανταλλάξαμε. Η υπόλοιπη νύχτα πέρασε χωρίς πολλά λόγια, αλλά μ’ εκείνη τη γλύκα που φέρνει στη ζωή μας το αναπάντεχο. Κοιμηθήκαμε, όταν ο ήλιος για πρώτη φορά ξεπρόβαλε χαμογελαστός ανάμεσα από τις βρώμικες πολυκατοικίες αυτής της άθλιας πόλης. Αρνούμαι να καταθέσω άλλες λεπτομέρειες για το τι ακριβώς συνέβη μεταξύ μας εκείνο το βράδυ. Δεν μπορώ όμως να κρύψω το αυτονόητο. Ήμουν ερωτευμένος με μια παντελώς άγνωστη που είχε την ηλικία της κόρης μου -αν είχα κόρη- και το όνομά της μπορεί να μην ήταν καν Έλενα.
Το μεσημέρι της Δευτέρας, όταν ξύπνησα, η Έλενα ήταν άφαντη. Το κορμί μου ήταν μουδιασμένο και το κεφάλι μου σχιζόταν στα δυο από τον πιο ηδονικό πόνο. Κοίταξα γύρω, αλλά με μεγάλη απογοήτευση διαπίστωσα ότι δεν άφησε κάποιο σημείωμα ή έστω κάποιο άλλο ίχνος που να λέει… κάτι ρε φίλε, οτιδήποτε. Μπήκα στο μπάνιο να ξυριστώ και όταν πασάλειψα το πρόσωπό μου με μια σαπουνάδα της κακιάς ώρας χτύπησε το κωλοτηλέφωνο. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς ήταν δυνατόν να χτυπάει κάθε φορά που είχα κάτι να κάνω. Το άρπαξα εκνευρισμένος:
– ………, πήγα κάτι να πω, αλλά η σαπουνάδα μπήκε στο στόμα μου. Σκουπίστηκα με την ανάστροφη του χεριού μου.
– Έλα, ακούστηκε ο συνομιλητής μου.
– Έλα, τι έλα; είπα συγχυσμένος.
– Έλα Αμβρόσιε, εγώ είμαι, ο Νώντας. Έχεις δουλειά; Θέλω να σου μιλήσω… Είναι πολύ σοβαρό… Να ‘ρθω; Σε παίρνω από το Dacapo… Έρχομαι, είπε και χωρίς να περιμένει απάντηση το ‘κλεισε.
Μερικοί άνθρωποι είναι για τα πανηγύρια. Ο μαλάκας ο ταρίφας μ’ έκανε τούρμπο. Δεν γουστάρω τέτοια τηλεφωνήματα. Ξαναγύρισα στο μπάνιο και σκουπίστηκα με μια πετσέτα. Ύστερα άνοιξα την πόρτα και ο Νώντας ήταν κιόλας εκεί με το χέρι του μετέωρο, μια και δεν πρόλαβε να χτυπήσει το κουδούνι. Έμοιαζε να’ χει ανέβει με τα πόδια απ’ τις σκάλες, αλλά τελικά ο καημός του ήταν πολύ μεγαλύτερος.
– Αμβρόσιε, μου ‘κλέψαν το αυτοκίνητο.
– Ποιο αυτοκίνητo, το ταξί; τον ρώτησα.
Δεν ήμουν πια θυμωμένος, ενώ αυτός ήταν για κλάματα.
– Όχι ρε το ταξί. Το Ford escort. To πάρκαρα χτες σ’ ένα δρομάκι πίσω από το Intercontinental, γιατί εκεί κάνουμε σκάντζα το ταξί, και το πρωί που πήγα να το πάρω δεν ήταν πουθενά. Μου το κλέψαν.
Έκατσε αποκαμωμένος στον καναπέ και με κοίταζε σαν δαρμένο σκυλί. Μόνο που εγώ δεν ήμουν ο αφέντης του.
– Μάλιστα, είπα κι ήταν το καλύτερο που βρήκα να πω.
– Τι μάλιστα βρε Αμβρόσιε… Ακόμα χρωστάω τις δόσεις… Πόσα θες για να το βρεις; Πήγα στην αστυνομία και μου είπαν ότι αν δεν βρεθεί σε 24ρεις ώρες πιθανόν να μη βρεθεί ποτέ. Μάλλον το πήραν τίποτα σκατοαλβανοί και τ’ αυτοκίνητο μπορεί να είναι τώρα στα Τίρανα…
– Κι εγώ τι είμαι ρε Νώντα, ο Έλληνας πρόξενος; είπα και κάθισα στο γραφείο απέναντί του.
– Φαντάστηκα πως κάτι μπορεί να… κάποια καλή ιδέα… έχεις πείρα εσύ… κάτι ξέρεις από πιάτσα… ένα τηλέφωνο στον κατάλληλο άνθρωπο…
– Νώντα βούλωσ’ το, ούρλιαξα εγώ. Βγάλε για λίγο το σκασμό γιατί μου ‘χεις σπάσει τα νεύρα.
Ο Νώντας ψάρωσε και η σιωπή επέτρεψε στραπατσαρισμένη στο κονάκι μου, αλλά μόνο για λίγα δευτερόλεπτα.
– Ξέρεις, είδα και τη δικιά σου, …την τύπισσα… αυτή ρε που τραβιέσαι εδώ και κάτι λίγο…
– Πού την είδες ρε Νώντα, τον ρώτησα καρδιοχτυπώντας.
– Στο ξενοδοχείο. Ήταν δεν ήταν δώδεκα. Γύρισα να κοιτάξω για το escort. Δεν ήθελα να πιστέψω ότι μου το πήραν. Έλεγα μήπως κάνω λάθος… ξέρεις εσύ… καμιά φορά… Τρόμαξα να τη γνωρίσω. Στεκόταν στην είσοδο και περίμενε… αγνώριστη σου λέω… θεοκόμματος…
Σηκώθηκα και τον τράβηξα απ’ το σακάκι. Τον έσπρωξα έξω και έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Ο ταρίφας δεν καταλάβαινε τι γίνεται κι ήταν στη διαμαρτυρία, “Πού πάμε. Τι θα γίνει με τo escort”, “Πες κάτι ρε Αμβρόσιε” κι άλλα τέτοια. Μισή ώρα αργότερα την είχαμε στήσει έξω από το Intercontinental και περιμέναμε. Ο Νώντας δεν έβγαζε άχνα, αλλά κι εγώ δεν πήγαινα πίσω. Το ρολόι μου έδειχνε τρεις, όταν τον έστειλα στο περίπτερο να πάρει τσιγάρα. Μια μαύρη λιμουζίνα σταμάτησε στην είσοδο κι ένα κορόιδο με στολή και καπέλο άνοιξε την πίσω πόρτα. Από μέσα βγήκε η Έλενα. Ήταν όντως αγνώριστη με το ξώπλατο φόρεμα, τις τακουνάρες και το γουναρικό. Τα μαλλιά της όμως ήταν μακριά και λίγο αν χάζευα ούτε που θα τη γνώριζα. Γκόμενα άνευ προηγουμένου. Λαμπερή, λυγερή και αισθησιακή. Καθώς την έβλεπα να μπαίνει στο ξενοδοχείο είχα την έντονη επιθυμία να τρέξω και να την αρπάξω. Αλλά παλουκώθηκα εκεί που ήμουν. Ευτυχώς ο Νώντας αγόρασε δυο πακέτα γιατί όταν η Έλενα ξαναεμφανίστηκε, η ώρα ήταν περασμένες οχτώ. Δυο λεπτά μετά έκανε την εμφάνισή της η ίδια λιμουζίνα. Και το ίδιο κορόιδο της άνοιξε την πίσω πόρτα για να μπει. Την πήραμε από πίσω. Το Honda έμοιαζε μικροσκοπικό μπροστά στην αυτοκινητάρα που ακολουθούσαμε κι αυτό έκανε την παρακολούθηση ακόμα πιο εύκολη. Η λιμουζίνα την άφησε Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου, γωνία. Ύστερα έκανε τον κύκλο από Σταδίου και πάρκαρε στην πιάτσα, Βουκουρεστίου χαμηλά. Εμείς ήταν αδύνατο να βρούμε να παρκάρουμε και μετά από δυο γύρους από Σίνα, Ακαδημίας και Β. Όλγας βάλαμε πλώρη πάλι για το Intercontinental. Μια ώρα μετά η λιμουζίνα την άφηνε πάλι μπροστά στο ξενοδοχείο.
– Θα μου εξηγήσεις τι στο διάολο κάνουμε, με ρώτησε κλαψουρίζοντας ο Νώντας.
Απορώ πώς έμεινε σιωπηλός τόση ώρα.
– Δεν ξέρω ακριβώς, αλλά κάτι δεν πάει καλά.
– Κι αυτό έχει σχέση με το escort; ρώτησε πάλι ο Νώντας.
– Δεν νομίζω, έκανα εγώ.
– Τότε εμένα τι με τραβολογάς; Νόμιζα ότι κάτι θα κάναμε για το…
– Βγάλε για λίγο απ’ το μυαλό σου το γαμημένο το σαράβαλο, τον μάλωσα. Σε θέλω εδώ μαζί μου να κανείς το κυνηγόσκυλο. Μπορείς να πάρεις άδεια για απόψε;
Ο ταρίφας με κοίταξε όλος παράπονο. Ύστερα είπε δειλά.
– Θα με αφήσεις να οδηγήσω εγώ; Για να κάνω κάτι… γιατί εσύ δε λες και πολλά… Έxω άδεια γι’ απόψε… Είπα στ’ αφεντικό μου ότι ψάχνω το escort.
Άφησα τον ταρίφα στο Χουντίνι κι έκατσα στο καφέ του ισογείου με τα μάτια καρφωμένα στη reception. Κατά τις έντεκα, η Έλενα έσκασε μύτη από το γυάλινο ασανσέρ. Αυτή τη φορά φορούσε ένα δερμάτινο τζάκετ κι ένα κολλάν με ίσια παπούτσια. Όλα μαύρα. Έσερνε μια κομψή μικρή βαλίτσα με ρόδες, σαν αυτές των αεροσυνοδών και τα μαλλιά της ήταν πάλι κοντά. Από μακριά έμοιαζε με έφηβο. Ήταν η Έλενα που ήξερα. Πήρε το δρόμο για την πίσω πόρτα. Ήμουν σίγουρος ότι πάει στο πάρκινγκ. Έτρεξα έξω και με τον ταρίφα στο τιμόνι κάναμε το γύρο του τετραγώνου. Κοιτάζαμε στην έξοδο του πάρκιγκ όταν ο Νώντας έμπηξε μια φωνή.
– Αμβρόσιε το escort… Εκεί, εκεί, μου έδειχνε απέναντι και πιο κάτω.
Πεταχτήκαμε έξω και τρέξαμε προς την κατεύθυνση του Νώντα. Δίπλα στο Ford, απ’ τη μεριά του πεζοδρομίου, ήταν πεσμένη μια κουκούλα μπεζ και η Έλενα μάς κοίταζε αποσβολωμένη μ’ ένα μάτσο αντικλείδια στο χέρι. Ίσα που πρόλαβα ν’ αρπάξω τον Νώντα που ήθελε να της σπάσει το κεφάλι. Όσο για μένα, ήμουν έτοιμος να τη ρωτήσω αλλά παραδόξως ήξερα την απάντηση πριν προλάβει να την ξεστομίσει. Κάτι του τύπου “και τι περιμένεις τώρα να σου πω”. Εγώ παρόλα αυτά ήμουν πρόθυμος να τη συγχωρήσω -στο κάτω κάτω ο Νώντας βρήκε τ’ αυτοκίνητό του- αλλά η Έλενα γύρισε και το έβαλε στα πόδια. Πριν καν προλάβουμε να κουνηθούμε την είδαμε, λίγα μέτρα πιο κάτω, να πέφτει στην αγκαλιά του υπαστυνόμου Έλπι. Την πάσαρε σε δυο άλλους με πολιτικά που της πέρασαν χειροπέδες κι αυτός ήρθε αργά χαμογελώντας προς το μέρος μας.
– Θα ’θελα να ξέρω πού διάολο ψαρεύεις τους πελάτες σου Αμβρόσιε, είπε όταν έφτασε κοντά.
– Αυτός ειν’ ο πελάτης μου, απάντησα πικαρισμένος κι έδειξα τον ταρίφα.
– Και τι δουλειά έχετε εδώ; ρώτησε πάλι ο Έλπις.
– Τίποτα, ήμασταν περαστικοί, δήλωσα γρήγορα εγώ για να προλάβω μην τυχόν και κάνει καμιά γκάφα ο ταρίφας.
– Ασφαλώς, είπε ειρωνικά ο Έλπις. Περαστικοί από τις τρεις το μεσημέρι. Σας κάναμε όλη μέρα χάζι και σπάγαμε πλάκα.
Γέλασε με το πάσο του. Μούγκα εμείς.
– Αμβρόσιε, τώρα έχω δουλειά… Θα τα πούμε άλλη φορά… Κανονικά θα ‘πρεπε να σας τσουβαλιάσω, αλλά σχεδόν ξέρω τι θα μας πείτε. Ας μη χάσουμε λοιπόν τον πολύτιμο χρόνο μας. Στο “επανεξαναδείν”…
Απομακρύνθηκε αργά. Μπήκε σ’ ένα μπατσάδικο χωρίς διακριτικά και χάθηκε προς Συγγρού μεριά. Ο ταρίφας κι εγώ παρκάραμε το Χουντίνι έξω απ’ το Dacapo. Στο δρόμο συμφωνήσαμε να μην το κουβεντιάσουμε το πράγμα με τους άλλους. Ο Νώντας όμως ήταν ενθουσιασμένος και κέρναγε όλο το βράδυ λέγοντας κάθε τόσο πόσο καλός ντετέκτιβ ήμουνα που του βρήκα το escort. Ο οίκτος ξανάγινε θαυμασμός κι εγώ μούσκευα τη δόξα μου στην κερασμένη βότκα μέχρι τελικής πτώσης. Κατά τα άλλα δεν θυμάμαι ούτε πώς γύρισα στο γραφείο, ούτε ποιος με κουβάλησε. Ούτε τι ονειρεύτηκα θυμάμαι, παρόλο που δεν ξύπνησα πρωί –ήταν περασμένες δυο- και μ’ ένα σκοτεινό λεκέ να μουντζουρώνει τη διάθεσή μου. Αισθανόμουν απαίσια.
Ένα γρήγορο ντους, ένα βιαστικό ξύρισμα και βγήκα για εφημερίδες. Στη δεύτερη σελίδα έγραφε για την Έλενα. Δεν την έλεγαν Έλενα, αλλά Χρυσή. Η αστυνομία την καταζητούσε σε τέσσερις χώρες. Επρόκειτο για απατεώνα ολκής. Το κόλπο στην Αθήνα ήταν απίστευτο. “Διάλεξε σ’ ένα από τα κεντρικά κοσμηματοπωλεία ένα ακριβό κολιέ και ζήτησε να της το παραδώσουν στο ιατρείο του άντρα της. Ύστερα έκλεισε ένα ραντεβού μ’ ένα γνωστό αθηναίο ψυχίατρο -δε λέμε ονόματα, έχει ιατρείο στη Βουκουρεστίου- με το πρόσχημα ότι ο άντρας της -κοσμηματοπώλης- έχει το βίτσιο να πουλάει κοσμήματα στους φίλους και γνωστούς της και δεν ήξερε πώς να το αντιμετωπίσει. Ο ψυχίατρος συνηθισμένος να ακούει οτιδήποτε, της ζήτησε να έρθει στις οχτώ, αλλά αυτή επέμενε για τις εννιά. Έπειτα ειδοποίησε να της στείλουν το κολιέ στις εννέα παρά τέταρτο και πήγε στο ιατρείο στις οκτώμισι. Η γραμματέας έλειπε και ο γιατρός ήταν με άλλο πελάτη. Ο κοσμηματοπώλης έκλεισε και πήγε να παραδώσει ο ίδιος το ακριβό κολιέ. Η γκόμενα τού ζήτησε να το φορέσει εξηγώντας του ότι θέλει να κάνει έκπληξη στον άντρα της. Ύστερα ζήτησε συγνώμη και μπήκε στην τουαλέτα να φρεσκαριστεί. Ο γιατρός τέλειωσε με τον προηγούμενο πελάτη και κάλεσε στο ιατρείο του τον κοσμηματοπώλη. Η απατεώνισσα το έσκασε και μέχρι να βρούνε άκρη οι δυο σύζυγοι και να ειδοποιήσουν την αστυνομία πέρασε τουλάχιστον μισή ώρα”.
Στο μεταξύ η Χρυσή γύρισε στο ξενοδοχείο και αφού άλλαξε πήγε να το σκάσει με το αυτοκίνητο του Νώντα. Δεν του το έκλεψε. Το σκέπασε απλά με μια κουκούλα και το ζώο ο ταρίφας έψαξε όλη τη γειτονιά, αλλά ούτε που του πέρασε απ’ το μυαλό ότι το αυτοκίνητό του ήταν εκεί σκεπασμένο. Γιατί το αυτοκίνητο του Νώντα; Καθαρή σύμπτωση. Όλα αυτά δεν υπήρχαν στην εφημερίδα γιατί δεν τα γνώριζε ούτε η αστυνομία. Όσο για το πώς την τσάκωσαν, πρέπει μάλλον να ήταν καρφωτή από κάποιο παλιό συνεργάτη που πιθανόν να τον έριξε στη μοιρασιά.
Πέταξα την εφημερίδα στον πάγκο του Μίλτου και όλοι συμφωνήσαμε ότι οι γυναίκες είναι ικανές για όλα και γι’ αυτό οι άνδρες το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι ν’ αγρυπνούν.
Με τα λεφτά που μου έδωσε δώρο ο Νωντας πλήρωσα όλα τα χρέη μου, συμπεριλαμβανομένων και των καθυστερημένων ενοικίων, και μου ‘μειναν μόνο κάτι λίγα να κεράσω τη παρέα. Ο Μίλτος όμως το θεώρησε επιτυχία του μπαρ και τους κέρασε όλους εκ μέρους μου χωρίς να μου πάρει λεφτά. Serkova σ’ όλους. Ήμουν πλέον ο VIP του “Dacapo”.
“…H γνωστή απατεώνας Χρυσή δραπέτευσε από το αυτοκίνητο που την μετέφερε στις φυλακές, ενώ αυτό βρισκόταν σε κίνηση. Βρήκαν τον αστυφύλακα δεμένο με τις χειροπέδες της κι αναίσθητο στο πίσω μέρος του φορτηγού. Πρέπει να σας υπενθυμίσουμε ότι ενώ συνελήφθη για την κλοπή ενός πανάκριβου κολιέ, το κολιέ δεν ανεβρέθη…”
Αυτό δεν ήταν όνειρο, αλλά μια είδηση στα ψιλά στο αστυνομικό δελτίο της εφημερίδας, την επομένη. Εικάζουν πως υπήρξε εξωτερική βοήθεια αλλ’ αυτό άμα θέλουμε το πιστεύουμε. Πάντως για καλό και για κακό έριξα μια ματιά απ’ το παράθυρο να δω αν ήταν το Χουντίνι από κάτω, αν και δεν ήταν εύκολο να πάει κανείς μακριά με δαύτο. Ύστερα την έπεσα για ύπνο αγκαλιά με τη μεθυσμένη επιθυμία να μου καταβροχθίζει τα σωθικά, αφήνοντας ξεκλείδωτη την πόρτα του γραφείου μου. Δεν ξέρεις καμιά φορά…
[1] LP: “Η εκδίκηση της γυφτιάς”
_
περιγράφει ο Αμβρόσιος Σακάδας & καταγράφει ο Νίκος Γιαννόπουλος (Σκηνοθέτης -Παραγωγός)
–
Ο Αμβρόσιος Σακάδας είναι ένα χαμένο κορμί. Ένας καθυστερημένος του ’68. Ένας ανώριμος σαρανταπεντάρης. Δεν στερείται σπουδών ούτε γνώσεων. Αγαπάει το διάβασμα κι έχει γνώμη σχεδόν για τα πάντα. Δεν επιδιώκει την επωνυμία. Την θεωρεί πηγή μπελάδων. Δεν αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα που τον περιβάλει παρά μόνο σαν μια σύμβαση. Σαν μια σειρά από εικόνες και λεκτικά τερτίπια. Η ζωή γι’ αυτόν είναι μια χειρονομία, ένα παιχνίδι όπου δεν τον ενοχλεί συνεχώς να χάνει. Το μεγάλο ελάττωμα του όμως είναι η τεμπελιά. Ο Αμβρόσιος Σακάδας βαριέται. Η κλασική του παιδεία τον βοήθησε να διαπιστώσει ότι η εργασία ουδέποτε υπήρξε μια ελληνική αρετή, γιατί ποτέ δεν καταγράφεται ως τέτοια στα αρχαία κείμενα. Γι’ αυτό δεν κάνει τίποτα για να αλλάξει τη δική του πραγματικότητα. Θεωρεί ότι οι επιθυμίες, οι φαντασιώσεις και τα διάφορα κορόιδα που κυκλοφορούν ανάμεσα μας έλκουν τις αλλαγές και την εκπλήρωση τους πολύ πιο αποτελεσματικά απ’ ότι αν ξόδευε τις δυνάμεις του και κουραζόταν. Έτσι κάθεται και περιμένει. Αντιδρά μόνο σ’ ένα πρωτογενές επίπεδο επιβίωσης κάνοντας περιστασιακά διάφορες δουλειές του ποδαριού. Η λιτή ζωή του στηρίζεται στα απολύτως αναγκαία: φαγητό, ύπνο, έρωτα, αλκοόλ και φυγή. Όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, απλά την κοπανάει για κάπου αλλού. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένας σύγχρονος φυγάδας ή πιο σωστά ένας αναχωρητής που αντί να διαλέξει την έρημο, επιλέγει συνεχώς μια πολύβουη πόλη. Άλλωστε στην έρημο θα ήταν από δύσκολο ως απίθανο να κάνει τον ντετέκτιβ. Θα ήταν επίσης δύσκολο να βρει κορόιδα και αλκοόλ. Και το χειρότερο, θα έπρεπε να προσεύχεται…
προσοχη:
Οι ιστορίες αυτές είναι αποτέλεσμα τυχαίων λαθών και μοιραίων συμπτώσεων. Οι χώροι, τα γεγονότα και τα πρόσωπα (εκτός από τον συγγραφέα) είναι φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα ή σχέση με την πραγματικότητα είναι απλά συμπτωματική.
Ο Αμβρόσιος ή αλλιώς ο σωσίας του Τζακ Νίκολσον…έχει έναν πολύ χαρακτηριστικό τρόπο να λύνει μυστήρια. Σχεδόν του σερβίρονται στο πιάτο! Τη βρήκα χορταστική τη συγκεκριμένη ιστορία, κανονικό επεισόδιο με τα όλα του, ωραίες περιγραφές και σκηνικό γεμάτο μυστήριο που μέχρι το τέλος περιμένεις να δεις τι θα γίνει. Τελικά όταν μπλέκει μια γυναίκα στις ιστορίες του Αμβρόσιου…όπως έχουμε ήδη δει..κινεί άνετα τα νήματα και τον αφήνει να λούζεται μετά όλα τα γεγονότα επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά ποιο είναι το ασθενές και ποιο το ισχυρό φύλο…
Σε ευχαριστώ, όχι μόνο για το κολακευτικό σχόλιο όσο αφορά στην ιστορία μου….. αλλά και για το συμπέρασμα που αν και πασιφανές δεν είναι σε όλους εξίσου αυτονόητο….
Εξαιρετική ιστορία Νίκο. Τολμώ να πω πως δεν την έγραψες απλώς αλλά τη σκηνοθέτησες κιόλας με πάρα πολύ ωραίο τρόπο! Πολλά μπράβο κι από μένα!
΄Κάθε φορά που σας διαβάζω εντυπωσιάζομαι!Ο Αμβρόσιος μου ειναι εξαιρετικά συμπαθής!Μπαίνω στο κλίμα της ιστορίας και νιώθω σαν να είμαι εκεί και παρακολουθώ την εξέλιξή της!!Να είστε καλά!! Καλές Γιορτές!!
ΚΩΣΤΑ, ΑΝΝΑ,
Χαίρομαι που περνάτε καλά διαβάζοντας τις ιστορίες μου. Βλέπω τον εαυτό μου περισσότερο σαν διασκεδαστή παρά σαν συγγραφέα….ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΣΕ ΟΛΟΥΣ…..