Σολωμέ Διονύσιε μέγα, της Ελλάδας σπουδαίο βλαστάρι,
να δεχτείς, μια ωδή από μένα, το φτωχό, σου ζητώ μία χάρη,
με μελάνι μελιού θυμαρίσιου, να συντάξω, για σε, συναξάρι,
με θαυμάσιους ύμνους κι επαίνους, μελωδία, οσίου τροπάρι,
με βιολί βιρτουόζου παιγμένη, που κρατεί ασημένιο δοξάρι,
και κρυστάλλινου ήχου φλογέρα, καλλιτέχνημα, από πυξάρι.
Με μοσχάτο κρασί ποτισμένος, απ της Ζάκυνθος το γιοματάρι,
βοηθώντας, το λίγο, με μέτρο, το μυαλό σου καλά να σαλπάρει,
τον υπέροχο έγραψες ύμνο, ένα γνήσιο μαργαριτάρι,
στη σημαία μας αφιερωμένο, με του Μάντζαρου τ’ ανοιξαντάρι,
ατενίζοντας, συγκινημένοι, ν’ ανεβαίνει ψηλά στο κοντάρι.
Όλοι οι στίχοι στη Λευτεριά μας, κομπολόγι από κεχριμπάρι,
σαν Θρακιώτες χορεύουν για σένα, κρατημένοι ζωνάρι, ζωνάρι
με τσαλίμια, τρελές πιρουέτες, τσαλακώνοντας φρέσκο χορτάρι.
Πατριώτες καλοί απ το Τζάντε, στο λαιμό τους φορώντας φουλάρι,
με καντάδες σε απογειώνουν, γεια σου αετέ μου και παλικάρι.
Της φυλής τη διχόνοια, γράφεις, σαν τη λαίλαπα, σαν το βαρδάρη,
να γινόταν εξαίρετο θαύμα, άτι άγριο, με καβαλάρη,
στα καπούλια του να την πετάξει και πολύ μακριά να την πάρει.
Την ενότητα την εκθειάζεις και εύχεσαι να βγει για σαφάρι,
μια γροθιά να το κάνει το έθνος, δυνατό κι αγριεμένο λιοντάρι,
μια χρυσόφτερη παραφυάδα, σε ανθισμένο κλωνάρι, σμάρι,
να χουφτώσει σκληρά γιαταγάνια, βγάζοντας τα από το θηκάρι,
με μποστάρισσα τη Λευτεριά του, περπατώντας στο ίδιο αχνάρι,
που αφήνει, στη Γη, με βιασύνη, το ανάλαφρο της ποδάρι,
τους βαρβάρους να διώξει για πάντα, βάζοντας τους γερό χαλινάρι,
κι από την πλάτη να αποσείσει, το βαρύ της σκλαβιάς το σαμάρι.
Αποδίδοντας ευεργεσία, και ικετεύοντας να φρενάρει,
της εζήτησες, σιμά, να κλάψει, στου φιλέλληνα το μαξιλάρι.
Παραδείσου μυρίπνοο άνθος, των Ιόνιων Νήσων καμάρι,
μια ομάδα Αγγέλων, για πάντα, απ’ το πλούσιο, Θείο, κελάρι,
τα γλυκύτατα φρούτα σαν μέλι, Διονύσιε να σε τρατάρει.
_
γράφει o Μιχάλης Δημητρίου
0 Σχόλια