[…] Κάρφωσα το βλέμμα μου πάνω τους. Μ’ έκοψε κρύος ιδρώτας. Όχι πάλι. Δεν ήθελα πια να αισθάνομαι σαν άλογο κούρσας. Δεν ήθελα άλλο να τρέχω για την πρωτιά. Αλλά κάθε φορά που προσπαθούσα να απασχολήσω τον εαυτό μου με κάτι διαφορετικό, να του αποσπάσω την προσοχή από την επιβεβλημένη τελειότητα, έρχονταν εκείνες να μου θυμίσουν τα καθήκοντά μου.
«Λίζα, πού κοιτάς;» Ο γιατρός γύρισε να κοιτάξει πίσω του. Η γωνία που κοιτούσε δεν είχε τίποτα το αξιοπρόσεκτο. Για την ακρίβεια ήταν εντελώς άδεια.
«Τίποτα. Αφαιρέθηκα.» Προσπάθησα βεβιασμένα να κατευθύνω το βλέμμα μου στον γιατρό, αλλά τα κοριτσάκια επέμεναν να μου τραβούν την προσοχή.
«Δεν μου αρέσει εδώ, Λίζα, πάμε σπίτι! Θέλουν να σε κάνουν χοντρή και άσχημη!»
Πάλευα να κρατήσω το βλέμμα μου στο πάτωμα και να αγνοήσω τα μικρά μου ανθρωπάκια.
«Λίζα, ποιες φωνές;» Ο γιατρός επέμενε και δεν θα έφευγε χωρίς απάντηση για να συμπληρώσει το παζλ του. Ευτυχώς για μένα, ήμουν πολύ καλή στα ψέματα.
«Τις φωνές των ανθρώπων γύρω μου. Τις προσδοκίες τους, που ποτέ δεν θα φτάσω.»
Η δικαιολογία που σκαρφίστηκα δεν ήταν και τελείως ασύνδετη με την πραγματικότητα. Επικριτικότητα και χαμηλή αυτοεκτίμηση. Μετά από επτά χρόνια ψυχοθεραπείας είχα πλέον μάθει ότι αυτό είναι το δόλωμα για κάθε ψυχοθεραπευτή. Αυτό περίμενε να ακούσει. Το τρώει αμάσητο και ασχολείται μόνο με αυτό κι εσύ μπορείς και πάλι να κρυφτείς πίσω από το δάχτυλό σου. Ένα πράγμα που έμαθα όλα αυτά τα χρόνια είναι πως όταν κρύβεσαι είσαι πιο ασφαλής.
Ο γιατρός παρ’ όλα αυτά δεν φάνηκε να πείθεται. Πήρε μια καρέκλα και την έβαλε ακριβώς απέναντί μου. Κάθισε και με κοίταξε στα μάτια. Ίσος προς ίσον. Δεν το είχα συνηθίσει αυτό. Άρχισα λίγο να τον συμπαθώ. Όχι ότι έχω πολλή εμπιστοσύνη στην κρίση μου σε τέτοια θέματα. Φέρομαι στους ανθρώπους όπως και στον εαυτό μου, ταλαντεύομαι ανάμεσα στην εξιδανίκευση και την απομυθοποίηση σαν εκκρεμές` μια φράση ή ένα βλέμμα μπορεί να τους κάνει ήρωες στα μάτια μου, αλλά φτάνει μια λάθος στιγμή για να τους ρίξω δίχως δεύτερη σκέψη στα τάρταρα. Μεταξύ περηφάνιας και ντροπής κάνω διαδρομές, όταν σκέφτομαι και τον εαυτό μου, με την διαφορά ότι δεν μπορώ να με κοροϊδέψω πια· όσο κι αν διατηρείται ο έλεγχος, γνωρίζω καλά ότι στο τέλος θα σπάσω και τότε δεν αξίζω τίποτα πια και κάθε παλιά μου επιτυχία ξεχνιέται και με μια σπρωξιά πέφτω στα τάρταρα και την κόλαση της ενοχής. Όλα αυτά τα γνωρίζω καλά. Το μυαλό μου τα γνωρίζει, τα έχει εμπεδώσει εδώ και χρόνια, αλλά την ψυχή μου φαίνεται να δυσκολεύεται να την πείσει.
Προσπάθησα να μείνω ανέκφραστη καθώς δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια μου. Έκλεισα τα μάτια και τα δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά μου. Σιχαινόμουν να δείχνω αδυναμία, δεν ήθελα τον οίκτο κανενός.
«Λίζα, άκουσέ με. Δεν με νοιάζει αν μου πεις ψέματα. Δεν με νοιάζει αν μου κρύβεις πράγματα. Είναι φυσιολογικό. Η εμπιστοσύνη κερδίζεται.»
«Δεν καταλαβαίνετε, κανείς δεν με καταλαβαίνει.» Δεν καταλαβαίνει κανείς, γιατί κανείς δεν ακούει. Γιατί οι κραυγές μου είναι σιωπηλές. Ήμουν πάντα τόσο τέλεια, που δεν ήθελα να κάνω θόρυβο. Δεν έμαθα να ουρλιάζω φωναχτά, όπως οι κανονικοί άνθρωποι. Κι οι κραυγές ακούγονται μόνο μέσα στο μυαλό μου. Όταν πήγα να τις πνίξω, απέκτησαν υπόσταση, ξέφυγαν από τον έλεγχό μου, αλλά με πονούσαν λιγότερο, γιατί έμοιαζαν πλέον να μην ξεκινάνε από εμένα, αλλά από κάποιους αγνώστους με τους οποίους απλώς συγκατοικούσαμε στο ίδιο σώμα. Φυσικά δεν του μίλησα για τις φωνές. Κλείδωσα τα συναισθήματά μου σε ένα ασφαλές συρτάρι του μυαλού μου, προσπάθησα να πάρω το ύφος του φυσιολογικού ανθρώπου, εκείνου που έχει τον έλεγχο και περίμενα υπομονετικά το κήρυγμα που θα ακολουθούσε.
«Είμαι διατεθειμένος να προσπαθήσω.»
Τον κοίταξα διστακτικά. Μου φάνηκε συγκινητική η προσπάθειά του. Αντλούσε κι εκείνος επιβεβαίωση από τα μάτια μου εκείνη την στιγμή, αλλά όχι με τον απελπισμένο τρόπο που συνήθως υιοθετώ εγώ άθελά μου. Τη ζητούσε επίμονα αλλά αποστασιοποιημένα, συγκρατημένα, με την υπομονή εκείνου που ξέρει ότι θα την κερδίσει γιατί την αξίζει, δίχως όμως να την απαιτεί. Με την ψυχραιμία εκείνου που δεν κρέμεται η ζωή του από την επιβεβαίωση που θα λάβει. Δεν ήθελα να εκτεθώ, αλλά η ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον νίκησε την περηφάνια μου. Και το συρτάρι με τα κλειδωμένα μου συναισθήματα έσπασε κι αυτά πετάχτηκαν έξω σαν θεριά ανήμερα, έτοιμα να με κατασπαράξουν και τα πετούσα κι εγώ σαν μπαλάκια προς το μέρος του γιατρού, γιατί τα φοβόμουν – αλλά όσο τον πλησίαζαν, έμοιαζαν λιγότερο απειλητικά, σαν να μικραίνουν και να χάνουν την δύναμή τους. Δεν έμοιαζε με τοίχο αυτός ο γιατρός, όπως μου φαίνονταν όλοι οι προηγούμενοι, για να μου τα γυρίσει πίσω, αλλά ήταν σαν να ήταν φτιαγμένος από άλλο υλικό, με βλέμμα που απορροφά τα τέρατα ή τα κατατροπώνει, ή τέλος πάντων τα ανέχεται, δίχως ίχνος οίκτου ή περιφρόνησης για τον δημιουργό τους. Δηλαδή εμένα.
«Ξέρετε ποια ήμουν πριν να αρρωστήσω; Μία αριστούχος που θεωρούσε το δεκαεννιά αποτυχία, αυτό ήμουν. Οι γονείς μου με καμάρωναν, ήμουν το παιδί- θαύμα. Πιο ώριμη από τα άλλα παιδιά, ευγενική, δημιουργική, δραστήρια, έξυπνη. Και ξέρετε τι έχω γίνει; Ένα τίποτα. Δεν έχω πια τίποτα, τίποτα. Έχω χάσει τα πάντα. Οι γύρω μου με λυπούνται. Και το σιχαίνομαι αυτό. Το σιχαίνομαι.» Η φωνή μου έσπασε. Άλλοι μετράνε προβατάκια για να κοιμηθούν, εγώ μετράω λάθη. Μετράω τον χαμένο χρόνο. Μετράω και ζυγίζω όλα όσα έχασα. Πτυχίο, φίλους, την αξία του λόγου μου. Δεν είμαι αξιόπιστη πια. Πάντα υπόσχομαι στους ανθρώπους που αγαπώ πράγματα που δεν μπορώ να κάνω. «Δεν θα υποσιτιστώ σήμερα, δεν θα ξεράσω.» Με έχουν πάρει χαμπάρι πια, δεν πιστεύουν τίποτα από όσα λέω. Κάποτε ο λόγος μου ήτανε συμβόλαιο. Αυτές οι μέρες πέρασαν ανεπιστρεπτί. Τώρα το μόνο πού ’χει μείνει είναι μια καχεκτική σκιά του εαυτού μου και κούφια λόγια. Νόμιζαν ότι ήμουνα χρυσός. Μα μόλις γρατζουνίστηκα φάνηκε από κάτω ο τσίγκος.
«Είμαι ένα πρεζάκι. Πρεζάκι της ανορεξίας και της βουλιμίας, πρεζάκι του εμετού. Και ξέρετε γιατί; Γιατί ο εμετός είναι λύτρωση για μένα.»
Ο γιατρός παραξενεύτηκε. «Γιατί λύτρωση; Δεν πονάς, δεν υποφέρεις;»
«Αυτός είναι ο σκοπός.» Σχεδόν απολαμβάνω το είδωλό μου στον καθρέφτη του μπάνιου, αφού ξεράσω. Τσαλακωμένη, ηττημένη, ένα ράκος. Ακάλυπτη μπροστά στην αλήθεια, αντικρίζω το αληθινό μου πρόσωπο, δίχως την μάσκα. «Τι στο καλό κάνεις μέσα στα μάτια των άλλων;» με ρωτάω, αλλά μετά έρχονται τα δυο μικρά κορίτσια, οι βασανιστικές μου φίλες, για να μου σκουπίσουν το πρόσωπο και να μου δώσουν συγχαρητήρια.
«Τι εννοείς;»
«Ο εγκέφαλος βάζει προτεραιότητες. Ο οξύς σωματικός πόνος καλύπτει προσωρινά τον ψυχικό πόνο. Ουσιαστικά προσπαθώ να σωματοποιήσω τον ψυχικό πόνο. Το πρόβλημα στο όλο σκηνικό είναι ότι επιτυγχάνεται ένα προσωρινό μούδιασμα. Μετά πρέπει να επαναληφθεί. Πάνω-κάτω σαν τα ναρκωτικά.»
Ο γιατρός έπιασε το νόημα. Με κοίταξε εντυπωσιασμένος.
«Ξέρω ότι γνωριζόμαστε μισή ώρα μόνο Λίζα, αλλά ένα πράγμα μπορώ να σου πω με σιγουριά. Το μυαλό σου το έχεις ακόμα. Και το χρησιμοποιείς πολύ καλύτερα από τους άλλους ανθρώπους.»
Χαμογέλασα ελαφρά, ή τουλάχιστον έτσι νομίζω, αν κρίνω από το χαμόγελο που μου ανταπέδωσε ο γιατρός. Κι αυτό ήταν το πρώτο ειλικρινές χαμόγελο που ζωγραφίστηκε στα χείλη μου εδώ και πολύ καιρό.
***
Οι μέρες στην κλινική ήταν πανομοιότυπες. Πρωινό και εμετός στις επτά, μεσημεριανό και εμετός στη μία, δείπνο και εμετός στις έξι. Χάπια στις οκτώ, χάπια στις δύο, χάπια στις επτά. Ανάμεσα στο πρωινό και το μεσημεριανό, η καθιερωμένη επίσκεψη από τον γιατρό μου. Σε μία τέτοια επίσκεψη ήταν που αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να κάνει ένα πείραμα.
«Οι νοσοκόμες μού λένε ότι ανησυχούν, γιατί σε ακούν να ξερνάς μετά από κάθε γεύμα.»
Χαμήλωσα το βλέμμα ντροπιασμένη.
«Πρέπει να το νικήσεις αυτό Λίζα. Μόνο εσύ μπορείς. Δοκίμασε να μην ξεράσεις ένα μόνο γεύμα. Φάε αυτό που θέλεις, ούτε παραπάνω, ούτε λιγότερο. Ένα γεύμα είναι μόνο. Ο οργανισμός σου δεν απορροφάει θρεπτικά στοιχεία πια, οι εξετάσεις σου είναι πολύ κακές.» Το βλέμμα του σκοτείνιασε. «Δεν θα αντέξει το σώμα σου για πολύ ακόμα.»
«Ένα γεύμα», σκέφτηκα. Be my guest.
Η ώρα του μεσημεριανού πλησίαζε απειλητικά. Μία παρά τέταρτο. Ήδη άκουγα τα καροτσάκια με τους δίσκους να βγαίνουν από το ασανσέρ. Η καρδιά μου σχεδόν συγχρονίστηκε με τους χτύπους του ρολογιού. Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ.
«Ήρθαν τα μπιφτεκάκια σου.» Η νοσοκόμα μού χαμογέλασε αφήνοντάς τον δίσκο στο γραφειάκι. «Όλα καλά Λίζα;»
«Ναι, όλα υπό έλεγχο,» της είπα με μία κοφτή ανάσα, όση μπόρεσα να μαζέψω.
«Φώναξέ με μόλις τελειώσεις, να σου φέρω τα χάπια σου.»
Η νοσοκόμα έφυγε, η πόρτα έκλεισε και ο δίσκος, προς μεγάλη δυσαρέσκειά μου, ήταν ακόμα εκεί μπροστά μου. Δύο μπιφτέκια, κολοκυθάκια βραστά, δυο φέτες ψωμί και ένα ζελέ.
Έμεινα να τον κοιτάω για αρκετά λεπτά. Χρειαζόμουν ένα σχέδιο.
Πήρα το πλαστικό μαχαίρι και έκοψα το ένα μπιφτέκι στη μέση. Μέριασα το υπόλοιπο ενάμισι, το ψωμί και το ζελέ. Μετά πήρα δυο κολοκύθια από το πιάτο με τα δάχτυλά μου και πήγα στην τουαλέτα να ξεπλύνω το λάδι τους με αρκετό νερό. Στο πιατάκι του ψωμιού, έβαλα το γεύμα που θα έτρωγα: μισό μπιφτέκι και δύο κολοκύθια. Τον υπόλοιπο δίσκο τον άφησα πάνω στο κρεβάτι, μακριά από το οπτικό μου πεδίο. Όσο λιγότερο τρώω, τόσο πιο ισχυρή αισθάνομαι. Σαν να έχω χάσει μεν τον έλεγχο του εαυτού μου, αλλά τουλάχιστον έχω την δύναμη να ελέγχω τι μπαίνει στο στομάχι μου.
Πήρα το πιρούνι και έκοψα τη μικρότερη πιρουνιά που θα μπορούσε να πάρει άνθρωπος. Το μύρισα. Το έβαλα στο στόμα και μάσησα. Ξεροκατάπια με δυσκολία. Ήπια λίγο νερό και σκούπισα στην χαρτοπετσέτα τον ιδρώτα μου.
«Γιατί τρως Λίζα; Σε πείσανε να μας αφήσεις;» Το κοριτσάκι έβαλε τα κλάματα. Το διδυμάκι φαινόταν θυμωμένο.
«Γιατί τρως μπιφτέκι; Είναι μοσχάρι, το μισό είναι λίπος. Και σίγουρα το πασαλείψανε με λάδια πριν να σ’ το σερβίρουνε. Και τα κολοκύθια νομίζεις ότι δεν έχουν απορροφήσει λάδι; Θέλουν να σε κάνουν σαν τα μούτρα τους.»
«Σκασμός!» Στην προσπάθειά μου να τους επιβληθώ, το μόνο που κατάφερα ήταν να βγάλω μια πνιχτή κραυγή. Ο ιδρώτας τώρα έσταζε από τα φρύδια μου σε σβώλους και η καρδιά μου χτυπούσε ακανόνιστα. Πήρα άλλη μια χαρτοπετσέτα και ξανασκούπισα τρεμάμενη το μέτωπό μου. Άρχισα να βεβαιώνομαι πως δεν θα τα καταφέρω.
Όμως για πρώτη φορά, αυτό δεν είχε σημασία πια. Ένιωσα πως ό,τι κι αν γίνει, ακόμα κι αν προσπαθώ μάταια να νικήσω, εμένα μου φτάνει που ξέρω ότι προσπάθησα. Δεν ξέρω αν θα περάσει όλο αυτό ή αν θα με συντροφεύει ως το τέλος της ζωής μου. Εγώ προσπάθησα. Και κάθε μέρα θα ελπίζω, όσο κι αν μου πάνε κόντρα οι πιθανότητες. Θα ανοίγω τα μάτια, θα τα κλείνω, μέχρι να μπορέσω να διακρίνω, ανάμεσα στο μαύρο και στο άσπρο, τις τόσο γλυκές γκρι αποχρώσεις της ζωής. Αυτές που δεν σε βάζουν να διαλέξεις στρατόπεδο. Αυτές που σε αγκαλιάζουν όταν πονάς και σαν σούρουπο φθινοπώρου, σου μαλακώνουν την ψυχή.
Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό, κατάπια και την τελευταία λιλιπούτεια μπουκιά. Μου πήρε μισή ώρα να κατεβάσω δυο κολοκύθια και μισό μπιφτέκι, αλλά τα κατάφερα. Τώρα μένει μόνο να νικήσω το ένστικτο της αρρώστιας, την αγάπη του μυαλού μου στο αίσθημα του άδειου στομαχιού. Τον εμετό.
Πήρα αμέσως το δίσκο με τους υπόλοιπους πειρασμούς και τον έβαλα πίσω στο καρότσι στο διάδρομο. Μπήκα στο δωμάτιό μου σχεδόν τρέχοντας κι έκλεισα την πόρτα γρήγορα.
«Χαζή είσαι; Γιατί δεν το έφαγες όλο; Αφού θα το ξεράσεις έτσι κι αλλιώς.» Τα κοριτσάκια άρχισαν να γελάνε κοροϊδευτικά. Ήξεραν ότι με είχαν του χεριού τους. Μια τους λέξη ήταν ικανή να συνθλίψει κάθε ψήγμα λογικής μέσα μου.
«Τι περιμένεις; Πήγαινε τώρα, αλλιώς θα χωνευτεί.»
Με κυρίεψε τρόμος. Έτρεξα στην τουαλέτα πιάνοντας βιαστικά τα μπλεγμένα μαλλιά μου με ένα λαστιχάκι. Έκανα να σκύψω πάνω από τη λεκάνη. Σταμάτησα σκυμμένη κοιτώντας το νερό. Τα λόγια του γιατρού τριβέλιζαν το μυαλό μου. «Ένα γεύμα μόνο». Ένα βήμα τη φορά.
Είμαι χρυσός.
Είμαι τσίγκος.
Είμαι εγώ. Ούτε τσίγκος, ούτε χρυσός.
Ο πόνος ήταν αφόρητος. Τινάχτηκα όρθια και γύρισα προς τη βρύση. Την άνοιξα στο κρύο και άρχισα να πετάω άγαρμπα νερό στο πρόσωπό μου. Το παγωμένο νερό δεν μπορούσε να με ξυπνήσει από τον εφιάλτη. Κι έμοιαζε ο αέρας να τελειώνει και να ξεμένω από οξυγόνο και το νερό περισσότερο με έπνιγε παρά με αναζωογονούσε κι ήταν σαν να βυθίζομαι σε μια παγωμένη λίμνη ή θάλασσα, να χάνομαι στα βάθη της, δίχως τίποτα να με κρατάει στην επιφάνεια.
«Τι σαχλαμάρες κάνεις; Χάνεις χρόνο! Ξέρνα τώρα, αλλιώς θα χωνευτεί!»
Αφήνοντας το νερό να τρέχει, έσκυψα πάνω από τη λεκάνη.
«Ένα γεύμα… ένα γεύμα.»
Γύρισα απότομα στο νιπτήρα και κοίταξα το είδωλό μου στον καθρέφτη.
«Τελείωνε, θα έρθει η νοσοκόμα με τα χάπια. Κάν’ το τώρα!»
Σε μια ύστατη προσπάθεια να αντιδράσω, χτύπησα με όλη μου τη δύναμη τη γροθιά μου στον καθρέφτη. Ο καθρέφτης θρυμματίστηκε, αλλά η γροθιά μου παρέμεινε εκεί, κολλημένη. Με το αίμα να στάζει στον νιπτήρα μαζί με τα δάκρυά μου και θρύψαλα καρφωμένα στο χέρι μου.
Η νοσοκόμα μπούκαρε τρομαγμένη από τον θόρυβο στο δωμάτιο και άνοιξε την πόρτα του μπάνιου.
«Για όνομα του θεού Λίζα! Τι έκανες;»
«Τα κατάφερα,» ψέλλισα μισολιπόθυμη. Τα κατάφερα. Όμως αυτή τη φορά δεν το έκανα για εσάς. Για τα μπράβο σας, τα πρέπει και τα μη. Για πρώτη φορά το έκανα για μένα. Για να με σώσω. Για να με αγαπήσω, ακόμα και ατελή. Μπορεί στην επόμενη δυσκολία να μην τα καταφέρω. Οι “τέλειοι” δικαστές θα με δικάσουν ξανά. Όμως αυτό που δεν γνωρίζουν είναι ότι για πρώτη φορά θα με βρουν να στέκομαι όρθια στην πλευρά της υπεράσπισης. Μπορεί και να πεθάνω προσπαθώντας. Αλλά θα το παλέψω με όλη μου την δύναμη. Με όση μου έχει απομείνει. Γιατί φαίνεται να την έχω εξαντλήσει όλη σε έναν αγώνα δρόμου. Δεν θέλω να είναι αγώνας δρόμου η ζωή μου. Δεν θέλω να είμαι άλογο κούρσας πια με μόνο στόχο του τη νίκη. Δεν θέλω τις οπλές να με εμποδίζουν να νιώσω το γρασίδι. Δεν θέλω να με πυροβολήσουν όταν γεράσω. Όταν θα σταματήσω να τους διασκεδάζω στον ιππόδρομο μαζεύοντας κενές νίκες. Θα σταματήσω να συλλέγω νίκες και ήττες. Κυρίως ήττες. Θα παραμείνω συλλέκτης ωστόσο. Συλλέκτης ευτυχισμένων στιγμών. Αυτές θα κυνηγώ και θα τις τοποθετώ σαν τρόπαια στην καρδιά μου. Κι εκείνοι που με αγαπούν θα είναι ξανά περήφανοι για μένα. Όχι για τις νίκες μου πια, αλλά για την συλλογή μου από ευτυχισμένες στιγμές. Σαν αυτή που ζω τώρα, περνώντας το κατώφλι της Γαλήνης με το εξιτήριο στο χέρι.
Στην άλλη μεριά ξεκινάει και πάλι η ζωή μου. Φοβάμαι, δεν το κρύβω. Κατεβαίνοντας τα σκαλάκια της εξόδου ρίχνω μια κλεφτή ματιά σε ό,τι αφήνω πίσω. Τις βλέπω να με κοιτάνε με παράπονο, με τα παιδικά τους προσωπάκια απορημένα. Μόνο που τώρα δεν προστάζουν, δεν χλευάζουν, δεν μιλούν, απλά παρακολουθούν. Και ίσως πάντα να παρακολουθούν.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα, σαν να έβγαλα μόλις το κεφάλι μου από το νερό, σαν να αναδύθηκα από τον σκοτεινό βυθό του ωκεανού, σαν ένα χέρι να με τράβηξε, δίχως καλά-καλά να το καταλάβω. Σε μια ανάσα σαν κι αυτή βρίσκεται η αληθινή ανακούφιση. Τους χαμογελώ γυρνώντας τους αργά και σταθερά την πλάτη, ξέροντας ότι δεν έχει νόημα να τις μισήσω. Αυτές με οδήγησαν εδώ. Και το ταξίδι μού έμαθε πολλά. Και κυρίως ότι το μόνο χέρι που θα με βγάλει στην επιφάνεια για να πάρω ανάσα είναι το δικό μου.
(Επιμέλεια κειμένου: Σπύρος Ανδρουλάκης )
_
γράφουν οι Βίβιαν Μπουκουβάλα & Μηλέβα Αναστασιάδου
0 Σχόλια