Η Μαργαρίτα μέχρι την εφηβεία της ήταν όνομα και πράγμα. Όπως κι εκείνο το συμπαθητικό λουλουδάκι, δεν ξεχώριζε από το πλήθος άλλων κοριτσιών που γέμιζαν τα δημόσια σχολεία του τόπου μας: καλόβολη, ντροπαλή, ομορφούλα, όλο γλυκές καμπύλες στο μουτράκι της και δέρμα σαν καμωμένο από γάλα. Στο σχολείο μέτρια μαθήτρια, με έφεση προς τα φιλολογικά και τις ξένες γλώσσες. Χωρίς πολλούς φίλους, αλλά ποτέ μόνη.
Είχε έναν αδερφό, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερό της, που τον λάτρευε, όπως όλοι στην οικογένειά τους. Παππούδες, γιαγιάδες, θείοι, θείες και, πρώτοι και καλύτεροι οι γονείς της. “Το παιδί”, έλεγαν οι παππούδες στο χωριό και το στόμα τους έσταζε μέλι. Ο Αντώνης. Όλα τα έκανε τέλεια –όλοι περίμεναν το καλύτερο απ’ αυτόν.
Δεν της έκανε εντύπωση, ο Αντώνης ήταν αγόρι –το πρώτο στην οικογένεια. Πιο ψηλός, πιο δυνατός, μπορούσε να σκαρφαλώνει καλύτερα από εκείνη, να τρέχει πιο γρήγορα, να κολυμπά. Ο πατέρας έλεγε ότι ήταν κοφτερό μυαλό στα μαθηματικά και διαρκώς τον επαινούσε. Αντίθετα, μόνο μια φορά είχε ασχοληθεί να τη βοηθήσει κι εκείνη σε κάτι ασκήσεις, για να φύγει λίγο μετά εξοργισμένος. Ενώ τόσα χρόνια έβλεπε να κάθονται οι γονείς της με τον αδερφό της και να τον βοηθούν στα διαβάσματά του και περίμενε πώς και πώς να μεγαλώσει, να πάει κι αυτή σχολείο για να γίνει το ίδιο, να χαρεί κι εκείνη την παρουσία τους και την προσοχή τους, είδε με απογοήτευση ότι μαζί της βαριόνταν, δεν προλάβαιναν, δεν ασχολούνταν.
Κανείς δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται για το τι κάνει η Μαργαρίτα. Θα μπορούσε αυτό το γεγονός να τη θυμώσει -όπως τόσα άλλα δευτερότοκα- και να την κάνει να προσπαθήσει μόνη της περισσότερο, για να τους αποδείξει ότι είχαν άδικο. Αντίθετα, εκείνη από μικρή παραιτήθηκε και έκανε μόνο όσα ήταν απαραίτητα για να μην τραβά ιδιαίτερα την προσοχή. Ο αδερφός της ήταν τελικά ο μόνος που ασχολιόταν μ’ αυτήν. Όταν μεγάλωσε λίγο κι έπαψε να βρίσκει ευχαρίστηση στο να την ταλαιπωρεί και να τη θυμώνει, την έπαιρνε πότε-πότε μαζί του κι έκανε παρέα με την παρέα του. Όμως πάντα της φαινόταν ότι αυτό το έκαναν οι φίλοι του μόνο και μόνο για να ευχαριστήσουν εκείνον. Όλοι τον αγαπούσαν.
Εκεί πάνω στην εφηβεία τα πράγματα άλλαξαν. Το σώμα της άρχισε να γίνεται πιο μεστό, το στήθος της μεγάλο. Τα αγόρια τράβηξαν το ενδιαφέρον της όμως, πιθανότατα λόγω της ντροπαλοσύνης με την οποία την είχε φορτώσει το συντηρητικό περιβάλλον στο οποίο είχε μεγαλώσει, δεν μπόρεσε να τους το δείξει και έτσι δεν είχε καμιά ιδιαίτερη επιτυχία σ’ αυτό το παιχνίδι. Την εποχή εκείνη έφυγε ο Αντώνης για σπουδές στην Αγγλία κι η Μαργαρίτα έχασε κι εκείνες τις λιγοστές ευκαιρίες που είχε να βγαίνει μαζί του καμιά βόλτα τα βράδια. Συνέχισε να ακολουθεί τα πιο δημοφιλή κορίτσια της τάξης της για να μη μένει μόνη, παρότι εκείνες πολλές φορές δεν έκρυβαν τον φθόνο τους όταν παρατηρούσαν ότι κοιτούσαν κι εκείνη τ’ αγόρια. Αρκετά ευφυής για να καταλαβαίνει ότι για κείνες ήταν αναλώσιμη και ότι μαζί τους δεν την έδενε καμιά ουσιαστική σχέση φιλίας, η Μαργαρίτα δεν στεναχωριόταν ιδιαίτερα. Της αρκούσε αυτή η επίφαση φιλίας για τις ώρες που περνούσε στο σχολείο, ένιωθε ασφάλεια όταν βρισκόταν μαζί τους. Ήταν χαρωπή γιατί ήξερε ότι κανείς δεν θα ενδιαφερόταν ν’ ασχοληθεί με τις στενοχώριες της και προσπαθούσε να συμμετέχει στην παρέα τους, γελούσε, παρότι τα αστεία τους δεν τα έβρισκε και τόσο αστεία, θαύμαζε όπως όλες οι άλλες με εξεζητημένες αντιδράσεις μια καινούρια μπλούζα, παρότι δεν της έκανε καμιά ιδιαίτερη εντύπωση. Μα στην προστατευτική αγκαλιά του δωματίου της είχε αρχίσει να προβληματίζεται τι θα κάνει στη ζωή της, αν θα βρισκόταν κάποιος να την αγαπήσει γι’ αυτό που ήταν. Κούρνιαζε στο κρεβάτι της με τα πολλά μαξιλάρια κι άφηνε τη σκέψη της να πλανιέται.
Τα Μαθηματικά και οι Φυσικοχημείες την άφηναν αδιάφορη, όπως και η Βιολογία, τα Αρχαία. Διατηρούσε μόνο το ενδιαφέρον της για τα Αγγλικά (πήρε χωρίς κόπο το Proficiency) και τη Λογοτεχνία. Διάβαζε με βουλιμία ρομάντζα κι ονειρευόταν τη μέρα που ο πρίγκιπάς της θα της χτυπούσε την πόρτα. Ο πρίγκιπάς της θα ήταν άνετος και θα ’χε την κοψιά του μεγαλύτερού της αδερφού. Οι σκέψεις της αυτές την απασχολούσαν τις περισσότερες ώρες της ημέρας, με αποτέλεσμα να μην έχει καιρό για διάβασμα. Άλλωστε και η οικογένειά της δε φαινόταν να έχει μεγάλες βλέψεις γι’ αυτήν. Εκτός από όλο τους τον χρόνο και το ενδιαφέρον, είχαν επενδύσει τις περισσότερες οικονομίες τους στις σπουδές του Αντώνη, τον οποίο επειδή ατύχησε δυο φορές στις Πανελλαδικές εξετάσεις έστειλαν στην Αγγλία. Η Μαργαρίτα ήξερε πως το οικογενειακό κομπόδεμα δεν θα επαρκούσε για να κάνουν και μ’ αυτήν το ίδιο. Η μάνα της της το ’λεγε κάθε τόσο, πιέζοντάς την να διαβάσει, της φώναζε να μην είναι τεμπέλα, να κάνει περισσότερες δουλειές στο σπίτι, της έλεγε ότι κανείς δεν θα την ήθελε έτσι αχαΐρευτη που ήταν. Όμως δεν θυμόταν ποτέ να είχε αφήσει το γιόκα της να στρώσει μόνος του μια φορά το κρεβάτι του όσο έμενε μαζί τους. Από μικρά που ήταν όλα για τον Αντώνη, χωρίς αυτό να σημαίνει πως την πολυένοιαζε κιόλας. Ο πατέρας της είχε παντρευτεί μεγάλος, ήταν ήδη πατημένα σαράντα οχτώ όταν την έκαναν. Ήταν δημόσιος υπάλληλος. Η μητέρα της μια ταπεινή γυναίκα απ’ το χωριό του, δώδεκα χρόνια μικρότερή του. Είχαν φτιάξει μια καθαρά πατριαρχική οικογένεια με τον πατέρα να φέρνει τα λεφτά στο σπίτι και να παινεύεται για τις εγκυκλοπαιδικές του γνώσεις και τη μητέρα να μεγαλώνει τα παιδιά και να τα απειλεί κάθε φορά που έκαναν αταξία “άμα το μάθει ο πατέρας σου…”. Γι’ αυτούς η Μαργαρίτα ήταν βέβαιη ότι ποτέ δεν είχαν γνωρίσει την Αληθινή Αγάπη στην οποία αναφέρονταν τα βιβλία της.
Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν να μην περάσει στις Πανελλαδικές και να περάσει τον επόμενο χρόνο βοηθώντας για ένα χαρτζιλίκι στον φούρνο της γειτονιάς της, μέχρι να δει τι θα κάνει. Μια χαρά ήταν εκεί, παρόλο που τα λεφτά ήταν λίγα, όμως κάποτε ήρθε να την αντικαταστήσει μια ανιψιά της φουρνάρισσας και η Μαργαρίτα έμεινε άνεργη. Με τις φίλες απ’ το σχολείο είχε χαθεί, άλλες πέρασαν σε σχολές κι έφυγαν απ’ τη μικρή τους πόλη, άλλες έκαναν την επανάστασή τους και βολτάριζαν με τ’ αγόρια τους κι όταν τη συναντούσαν με το ζόρι της έλεγαν ένα γεια, ενώ την ξεψάχνιζαν με το βλέμμα τους να βρουν κρυμμένες θλίψεις. Στο μικρό διαμέρισμα των γονιών της κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του πατέρα δεν υπήρχε δυνατότητα να ανακαλύψει, πόσο μάλλον να αναπτύξει την νεοαποκτηθείσα της γυναικεία φύση.
Στο σπίτι έπιανε αόριστες κουβέντες που σταματούσαν όταν έμπαινε στο δωμάτιο και αφορούσαν τον Αντώνη, κάτι δεν πήγαινε καλά στο Λονδίνο, όμως δεν ήθελαν εκείνη να ξέρει. Την απέκλειαν από εκείνες τις συζητήσεις -ακριβέστερα, ήταν ανακοινώσεις του πατέρα- και ένιωθε ασήμαντη και παρείσακτη. Δεν έμαθε για το πρώτο ταξίδι του πατέρα στο Λονδίνο, παρά μόνο όταν εκείνος έφευγε με τη μικρή του βαλίτσα για το αεροδρόμιο.
Το δεύτερο ταξίδι του ακολούθησε λίγους μήνες μετά, έπειτα από ένα τηλεφώνημα που τον έκανε να σπεύσει στο Λονδίνο καθώς ο Αντώνης νοσηλευόταν στην εντατική μονάδα θεραπείας από υπερβολική χρήση ναρκωτικών. Είχε φύγει δυο ώρες αργότερα για το αεροδρόμιο κι ήταν τότε, δεν θα ’χε καν φτάσει ο πατέρας στο «Ελευθέριος Βενιζέλος», που η μάνα της έγινε χείμαρρος, τα δάκρυά της έτρεχαν ποτάμι καθώς εξομολογιόταν στην κόρη της για το πρόβλημα του Αντώνη με την ηρωίνη. Τότε έμαθε ότι και το προηγούμενο ταξίδι του πατέρα είχε γίνει για να τον συμμαζέψει κι ότι έκτοτε φοβούνταν πως κάποτε θα ’ρχόταν μια στιγμή σαν κι αυτή. Ο πατέρας της γύρισε δυο μέρες μετά με τον Αντώνη, τον αγαπημένο τους γιο, τη λατρεία τους, μέσα σε ένα ξύλινο φέρετρο. Η κηδεία έγινε την επομένη.
Ακολούθησε οικογενειακός νευρικός κλονισμός -μόνο ο πατέρας αρνήθηκε να πάρει ηρεμιστικά- και βαρύ πένθος. Συγγενείς ξεχασμένοι από το πουθενά πλημμύρισαν το μικρό τους διαμέρισμα. Κι όταν όλοι αυτοί έφυγαν, έμειναν οι τρεις τους, καθένας μόνος, να κοιτούν τους τοίχους στο άδειο σπίτι. Το μικρό διαμέρισμα γέρασε θαρρείς στους λίγους επόμενους μήνες, θα ’λεγε κανείς πως κρατούσαν τα πατζούρια κλειστά για να μην φαίνονται οι σταλαγματιές της υγρασίας που λέκιαζαν τους τοίχους εκείνο τον χειμώνα. Μια κρύα ηλιόλουστη μέρα η μάνα έδωσε το σύνθημα πως γι’ αυτήν το πένθος περνούσε σε επόμενο στάδιο. Με διάπλατα τα παράθυρα παρόλη την παγωνιά πήρε να τρίβει και να σαπουνίζει τους τοίχους. Ποτέ της δεν ξαναμίλησε πια για τον Αντώνη. Ποτέ της δεν ξαναμίλησε για οτιδήποτε πέρα από τα ψώνια του σούπερ μάρκετ και τις μικρές καθημερινές ανάγκες του σπιτιού. Ο πατέρας της εκείνη την περίοδο έπαθε το πρώτο του εγκεφαλικό. Το πρόσωπό του κρέμασε απ’ τη μια μεριά και θα ’πρεπε να περάσει καιρός πριν κατορθώσει να κυκλοφορεί ξανά μ’ ένα μπαστούνι.
Η μόνη τελικά που κατόρθωσε να ξεπεράσει το πένθος για τον αδερφό της ήταν η Μαργαρίτα. Ήταν νέα κι ο οργανισμός της δυνατός. Απλά και ήσυχα κάθε μέρα πήγαινε προς το καλύτερο. Άρχισε ξανά να μπορεί να συγκεντρώνει τη σκέψη της και να ξεχνιέται διαβάζοντας ένα βιβλίο, ολοένα και συχνότερα μπορούσε να νιώθει πως ήταν καλύτερα. Το έπαιρνε σιγά-σιγά απόφαση πως έτσι είχαν τα πράγματα: ο αγαπημένος της μεγάλος αδερφός είχε πεθάνει.
Χάρηκε όταν ένα παιδί που είχε γνωρίσει στο φούρνο, ο Κώστας, της είπε ότι μπορούσε να παρακολουθήσει ένα σεμινάριο σε κάποιο ΚΕΚ και να ασκήσει το επάγγελμα του security, υπηρεσίες ασφάλειας. Το να μπορεί να βγαίνει καθημερινά οχτώ ώρες από το σπίτι και να πληρώνεται της φαινόταν πως ήταν ένα βήμα στη ζωή της που ήταν καιρός να το τολμήσει. Άλλωστε μ’ αυτή τη δουλειά, απ’ ό,τι έλεγαν, θα είχε μπόλικο χρόνο να διαβάζει τις ώρες που θα διαρκούσε η βάρδιά της. Κι έπειτα δεν είχε κάτι καλύτερο να κάνει. Το είπε στους γονείς της, μα εκείνοι προτίμησαν να μην την ενθαρρύνουν. Με τα λίγα λεφτά που είχε μαζέψει από τον φούρνο ανέλαβε να πληρώσει η ίδια τα δίδακτρά της και γράφτηκε στο ΚΕΚ.
Ο ίδιος Κώστας ήταν που τη βοήθησε να βρει δουλειά στη Stability, εταιρεία παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, τέσσερις μήνες μετά την απόκτηση της άδειάς της, ο ίδιος Κώστας, αυτός που της έκανε έρωτα για πρώτη φορά μες στ’ αυτοκίνητό του κι έπειτα την άφησε να τον ψάχνει και ν’ αναρωτιέται γιατί, τι είχε κάνει λάθος.
Η Stability την τοποθέτησε μπροστά σ’ ένα υποκατάστημα της HSBC δυο τετράγωνα μακριά από το πατρικό της σπίτι. Θα έπρεπε να προσέρχεται στη δουλειά της μισή ώρα νωρίτερα, αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα γιατί το σπίτι της ήταν δίπλα, να είναι περιποιημένη και ευπαρουσίαστη φορώντας τη στολή. Μέχρι τότε παρέμενε η ίδια καλόβολη, ευγενική Μαργαρίτα, όμως τη θέση του χαμόγελου στο πρόσωπό της είχε πάρει μια μόνιμη θλίψη, προϊόν του χαμού του αδερφού της και ένα βλέμμα αβεβαιότητας και ανασφάλειας μετά την εγκατάλειψή της από τον Κωστή. Η πρώτη της επαφή με το αντίθετο φύλο την είχε απογοητέψει.
_
γράφει ο Πάνος Παπαμιχάλης
0 Σχόλια