“Οἱ ἄνθρωποι, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, εὐχαριστοῦνται περισσότερον
νὰ ἀκούωσι πράγματα ἰδεαστικά, παρὰ ἀληθῆ…[…]“
Θα συνεχίσουμε σήμερα τα δύο προηγούμενα σημειώματα για το ιδεολογικό και πνευματικό κλίμα της προεπαναστατικής Ελλάδας με μια αναφορά στον Ανώνυμο πατριώτη που έγραψε την Ελληνική Νομαρχία. Ο συγγραφέας της Νομαρχίας αφιερώνει το βιβλίο του στον ήρωα Ρήγα Βελεστινλή, το όνομα του οποίου συναριθμούται εἰς τὸν κατάλογον τῶν Ἐπαμεινώντων, Λεωνίδων, Θεμιστοκλέων, καὶ Θρασυβούλων:
ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΥΜΒΟΝ
τοῦ μεγάλου καὶ ἀειμνήτου Ἕλληνος
ΡΗΓΑ
τοῦ ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῆς Ἑλλάδος ἐσφαγιασθέντος,
χάριν εὐγνωμοσύνης ὁ συγγραφεὺς τὸ
πονημάτιον τόδε ὡς δῶρον ἀνατίθησι.
«Εἰς ποῖον ἄλλον ἔπρεπε νὰ ἀναθέσω ἐγὼ τὸ παρόν μου πονημάτιον, ὦ ἀξιάγαστε Ἥρως, παρὰ εἰς ἐσὲ ὁποὺ ἐστάθης ὁ πρόδρομος μιᾶς ταχέας ἐλευθερώσεως τῆς κοινῆς πατρίδος μας Ἑλλάδος, καὶ ἐθυσίασες τὴν ζωήν σου δι᾿ ἀγάπην της; Δέξαι το λοιπὸν μὲ τὸ συνηθισμένον σου ἑλληνικόν, ἱλαρὸν καὶ καταδεκτικὸν βλέμμα, καὶ δέξαι το πρὸς τούτοις ὡς ἀρραβῶνα ἐκδικήσεως τοῦ λαμπροῦ αἵματός σου κατὰ τῶν τυράννων τῆς Ἑλλάδος. Ἡ δὲ Ἑλλὰς ἅπασα θέλει δοξάσει διὰ παντὸς τὸ ἀθάνατον ὄνομά σου, συναριθμοῦσα αὐτὸ εἰς τὸν κατάλογον τῶν Ἐπαμεινώντων, Λεωνίδων, Θεμιστοκλέων, καὶΘρασυβούλων».
Αρραβώνας εκδικήσεως
Ο σκοπός του βιβλίου είναι καθαρά πολεμικός (ἀρραβῶνας ἐκδικήσεως) και έχει σκοπό να παρακινήσει τους ραγιάδες σε ένοπλη εξέγερση κατά των Οθωμανών, οι οποίοι παρουσιάζονται με τα μελανότερα χρώματα:
“Ἡ ὀθωμανικὴ διοίκησις εἶναι τυραννική. Οἱ νόμοι των εἶναι ἀτελεῖς, σκληροὶ καὶ ὀλίγοι. Ἡ πρώτη διαταγὴ τῶν νόμων των εἶναι, νὰ νομίζουν τοὺς λόγους τοῦ τυράννου ὡς νόμους ἀπαραβάτους. Ἡ θρησκεία των συνίσταται εἰς τὸ νὰ δοξάζουν ἕνα θεόν, καὶ ὀλίγους προφήτας, ἐξ ὧν ὁ πρῶτος εἶναι ὁ Μωάμεθ. Εἶναι ὅμως πλήρεις δεισιδαιμονιῶν καὶ πιστεύουσι πολλὰ γελοιώδη πράγματα (Τοὺς σεληνιαζομένους νομίζουσιν ὡς ἁγίους). Τὰ ἤθη των εἶναι βάρβαρα. Ὁ χαρακτήρ των σοβαρὸς καὶ ὑπερήφανος. Ἡ ἀμάθειά των ἄκρα καὶ γενική.
Ὁ τύραννος εἶναι πάντη ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε στοχασμὸν περὶ τῆς διοικήσεως, καὶ εἶναι ὡσὰν νὰ μὴν εἶναι· οἱ νόμοι των δέ, ἐπειδὴ τὸν ἀποθεώνοσι, διὰ τοῦτο δὲν τοῦ συγχωροῦσι νὰ λάβῃ γυναῖκα ὡς σύζυγον, ὡς πρᾶγμα οὐτιδανὸν πρὸς τὴν μεγαλειότητά του . Ἐβγαίνει μίαν φορὰν τὴν ἑβδομάδα ἀπὸ τὸ παλάτιόν του καὶ ὑπάγει νὰ προσκυνήσῃ τὸν κτίστην τοῦ Παντὸς εἰς τὸν ναόν του.»
Οι παρατηρήσεις του δεν απείχαν εν γένει πολύ από την πραγματικότητα της εποχής, έχει ωστόσο σημασία να σημειώσουμε ότι η κοινωνική θέση των Ελλήνων της αυτοκρατορίας παρουσιάζεται διαφοροποιημένη κατά περιοχές, για λόγους που μόνο να υπαινιχθούμε μπορούμε εδώ: στις παραδουνάβιες ηγεμονίες οι Έλληνες κατέχουν ανώτατα αξιώματα, στη Χίο και αλλού ζουν ως φιλήσυχοι αγρότες, ενώ σε περιοχές με πληθυσμιακή υπεροχή των Οθωμανών γενικώς υποφέρουν.
Ενδεχομένως είναι περιτό να σημειώσουμε την σαφώς διαφοροποιημένη κοινωνική θέση των προκρίτων (τουρκοχριστιανών) των αρματολών και διαφόρων στρωμάτων της ανώτερης εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Χωριστή περίπτωση είναι επίσης οι ένοπλοι αρειμάνιοι Σουλιώτες και οι ανυπότακτοι Μανιάτες, οι οποίοι συγκροτούν τα πιο εμπειροπόλεμα σώματα στον Ελλαδικό χώρο και θα προσφέρουν σημαντικά στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Οι προηγούμενοι συνθέτουν ένα ευρύ πλέγμα συμφερόντων, δηλαδή αξιώσεων ισχύος, το οποίο υπονομεύει πρακτικά το σχεδιασμό και τη κοινή επαναστατική δράση κατά των Οθωμανών. Ο πολύς αγροτικός λαός, η ραχοκοκαλιά της Επανάστασης, βρίσκεται επίσης σε διαφορετική κοινωνική και οικονομική θέση.
Ο Ανώνυμος στρέφει τα πυρά του τόσο εναντίον των Τούρκων και των Τουρκοχριστιανών όσο και κατά της δεισιδαιμονίας, της αμάθειας, των καλογήρων και της διαφθοράς του κλήρου. Οι Τούρκοι και οι Οθωμανοί είναι ομοίως βυθισμένοι στις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες -ακόμα και οι πιο μορφωμένοι ουλεμάδες πιστεύουν σε παραδοξολογίες οι οποίες φάνταζαν αστείες στα μάτια πολλών δυτικών περιηγητών και ιστοριογράφων.
Η περίοδος του Βυζαντίου
Σε σημαντικό μέρος του βιβλίου επιχειρείται μια ιστορική ανασκόπηση της πορείας του ελληνικού γένους στη διάρκεια των αιώνων. Ο σκοπός είναι και εδώ σαφής και κάποτε ρητά διατυπωμένος: αν οι Έλληνες γνωρίσουν την ένδοξη ιστορία των προγόνων, τα πολιτικά και πολιτισμικά επιτεύγματά τους και βεβαίως τα ηρωικά πολεμικά τους κατορθώματα, θα διεκδικήσουν πιο αποφασιστικά την Ελευθερία από το ζυγό των απίστων. Ο νεοελληνικός διαφωτισμός αντλεί τα παραδείγματα του κατεξοχήν από την Αρχαία Ελλάδα και το Μεγαλέξαντρο. Η περίοδος του Βυζαντίου εμφανίζεται μάλλον ως παρακμή, σε σχέση με τη δόξα των Αρχαίων Ελλήνων. Διαβάζουμε σχετικά:
«Ἀπὸ τότε, λοιπόν, ὁποὺ ἐστερεώθη ὁ χριστιανισμός, ἕως εἰς τοὺς 1453, ἀντὶς νὰ αὐξήσουν τὰ μέσα τῆς ἐλευθερώσεώς των, φεῦ! ἐσμικρύνοντο. Ἡ δεισιδαιμονία καὶ ὁ ψευδής τε καὶ μάταιος ζῆλος τῶν ἱερέων καὶ πατριαρχῶν, κατεκυρίευσεν τὰς ψυχὰς τῶν βασιλέων, οἱ ὁποῖοι, ἀντὶς νὰ ἐπιμελοῦντο εἰς τὸ νὰ διοικῶσι τὸν λαόν, καθὼς ἔπρεπε, ἄλλο δὲν ἐστοχάζοντο, παρὰ νὰ φιλονικῶσι, καὶ νὰ κτίζωσιν ἐκκλησίας. Τότε εἰς τὴν Ἑλλάδα ἐφάνησαν τρεῖς κυριότητες· ἡ τυραννία, τὸ ἱερατεῖον, καὶ ἡ εὐγένεια, αἱ ὁποῖαι διὰ ἕνδεκα αἰῶνας σχεδόν, κατέφθειραν τοὺς Ἕλληνας καὶ κατερήμωσαν τὴν Ἑλλάδα. Ἡ ματαιότης τῶν πατριαρχῶν, καὶ πάπων ἐπροξένησεν τὸ σχίσμα ἀναμέσον ἡμῶν καὶ τῶν Λατίνων, καὶ ἡ δεισιδαιμονία ἥνωσεν εἰς αὐτὸ ἓν μῖσος φοβερὸν μέχρι τῆς σήμερον.»
Το ανώτατο εκκλησιαστικό ιερατείο, σύμφωνα με την άποψη του Ανωνύμου, ὑπερασπίσθη τὴν ἀμάθειαν, προκειμένου να διαιωνίσει την κυριαρχία του. Στα μάτια του η Ελευθερία προϋποθέτει τη γνώση και τη μόρφωση, το φωτισμό του γένους. Το σαφώς ανώτερο μορφωτικό επίπεδο των Ελλήνων ή Χριστιανών υπηκόων της αυτοκρατορίας καταγράφεται από πολλούς ιστορικούς ως μια από τις αιτίες της Επανάστασης:
«Ἀφοῦ, λέγω, τὸ ἱερατεῖον ἠθέλησε νὰ ἑνώσῃ τὰ ἐκκλησιαστικὰ ἐντάλματα μὲ τοὺς πολιτικοὺς νόμους, διὰ νὰ τιμᾶται ἐν ταὐτῷ καὶ νὰ ὁρίζῃ χωρὶς δυσκολίαν, ἐκατάλαβεν, ὅτι ἀναγκαῖον ἦτον πρότερον νὰ τυφλώσῃ τὸν λαὸν μὲ τὴν ἀμάθειαν, διὰ νὰ στερεώσῃ καλλιότερα τὸν σκοπόν του, καὶ οὕτως ἐπροσπάθησεν νὰ ἐσβήσῃ κάθε σπουδὴν εἰς τὴν Ἑλλάδα, καὶ ὑπερασπίσθη τὴν ἀμάθειαν.»
Την ελληνική κλασική παιδεία και τη φιλοσοφία την είχαν εξοβελίσει τα πονήματα των ιερέων και οι βίοι των Αγίων:
«Αἱ ἐπιστῆμαι, ὁποὺ πρότερον ἤνθιζον, ἄρχισαν νὰ μαρανθῶσι, τὰ σχολεῖα ἐσφαλίσθησαν, οἱ διδάσκαλοι ἐμωράνθησαν, καὶ ἡ ἀλήθεια μὲ τὴν φιλοσοφίαν ἐξωρίσθησαν. Ἄλλο βιβλίον δὲν εὑρίσκετο, εἰμὴ τὰ πονήματα τῶν ἱερέων. Κάθε φιλόλογος ἄλλο δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἀναγνώσῃ, εἰμὴ τὰ θαύματα καὶ τοὺς βίους τῶν ἁγίων, καὶ οἱ ταλαίπωροι Ἕλληνες, ἀγκαλὰ καὶ φιλελεύθεροι, ὑστερημένοι ὅμως ἀπὸ τὸ φῶς τῆς φιλοσοφίας, ἔγιναν σχεδὸν δοῦλοι κατὰ συνήθειαν, μεμεθυσμένοι δὲ ἀπὸ τὴν ἀμάθειαν καὶ δεισιδαιμονίαν, ὑπήκουον καὶ ἐφοβοῦντο τοὺς τυράννους των, χωρὶς νὰ ἠξεύρουν τὸ διατί. Ἕνας ἀφορισμὸς τοῦ ἀρχιερέως ἐτρόμαζεν τόσα μιλλιούνια ἀνθρώπων».
Εκ των υστέρων, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι η σύνθεση της αρχαιότητας με τη βυζαντινή περίοδο συνέβη στην πραγματικότητα κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι τόμοι των αρχαίων συγγραφέων, όταν δεν έγιναν προσανάμματα στους φούρνους των μοναστηριών ή φυσέκια για τον πόλεμο, μεταφράστηκαν και διαβάστηκαν από πολλούς μορφωμένους της εποχής οι οποίοι επιχείρησαν να συνδέσουν την αρχαία φιλοσοφία με το χριστιανικό πνεύμα. Η διαδικασία ήταν μακρά και πολύπλοκη για να την αναλύσουμε περισσότερο, να πούμε μόνο ότι επιλεγμένα χωρία των αρχαίων ερμηνεύτηκαν εκ νέου, προκειμένου να εναρμονιστούν με τη χριστιανική διδασκαλία, ενώ πλήθος έργα και συγγραφείς καταδικάστηκαν στη διάρκεια των αιώνων. Ωστόσο, στα σχολεία και τις σχολές των Βυζαντινών πολλοί αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι διατήρησαν το κύρος τους, λίγο ή πολύ λογοκριμένοι, ενώ άλλοι αποσιωπήθηκαν μερικώς ή ερμηνεύτηκαν διαφορετικά, από τον εσκοτισμένο νου των θεολογούντων:
«Ἔπρεπε νὰ ξαναγυρίσῃ ὁ Χριστός, διὰ νὰ σᾶς φωτίσῃ, ἐπειδὴ ἐσεῖς οὔτε κἂν στοχάζεσθε νὰ ἀνοίξητε ποτὲ ἓν βιβλίον, διὰ νὰ λαμπρύνητε τὸν ἐσκοτισμένον σας νοῦν».
Σε κάθε περίπτωση, νομίζουμε ότι η τέτοια αντιμετώπιση του Βυζαντίου συνδέεται κυρίως με τις πολιτικές επιδιώξεις Ελλήνων οπαδών του πολιτικού Διαφωτισμού, με ό,τι σήμαινε αυτό. Ορθώς από άποψη πολεμικής, θεωρήθηκε ότι η επίκληση και η ανάδειξη της βυζαντινής δόξας θα ενίσχυε την κοινωνική θέση ισχύος του εκκλησιαστικού μηχανισμού. Το Πατριαρχείο διαισθάνθηκε των κίνδυνο και απάντησε με δεκάδες αφορισμούς αποκλεισμούς και λιβέλους εναντίον των Διαφωτιστών.
Μορφές όπως ο Θεόφιλος Καΐρης, ο Κοραής και ο Ρήγας αντιμετώπισαν την οργή της επίσημης Εκκλησίας, η οποία, όπως είναι επόμενο, επιχειρεί να διατηρήσει και να αυξήσει την εξουσία και τα προνόμια που κατείχε στη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας. Το ζήτημα της ιδεολογικής ηγεμονίας, ας το πούμε έτσι, ήταν σαφές και με συγκεκριμένα πρακτικά αποτελέσματα. Έχουμε ξαναγράψει ότι δεν υπάρχουν ιδέες, υπάρχουν μόνο άνθρωποι-υποκείμενα, οι οποίοι τις χρησιμοποιούν στον διαρκή και ακατάπαυστο αγώνα για ισχύ: αν οι ιδέες ήταν τόσο αιώνιες, λαμπρές και ωφέλιμες ή τέλος πάντων εάν είχαν καθολική και πανανθρώπινη αξία -όπως διακήρυσσαν όσοι τις πρέσβευαν-, τότε πρέπει να εξηγήσουμε για ποιο λόγο μερικές δεκάδες χιλιάδες σελίδες εξαιρετικά περίτεχνου θεολογικού και πολιτικού στοχασμού έχουν πέσει στην αφάνεια.
Η απάντηση είναι νομίζουμε απλή: στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία οι ιδέες εμφανίστηκαν και υιοθετήθηκαν επειδή ήταν λειτουργικές, δηλαδή μπορούσαν να αποτελέσουν όπλο εναντίον των εκάστοτε αντιπάλων. Άπαξ και εξέλιπε η εν λόγω ιστορική συγκυρία, οι ιδέες είτε άλλαξαν περιεχόμενο, είτε έπεσαν στη λήθη, αγνοώντας τις δοξασίες των ιδεαλιστών και του σοφού θείου Πλάτωνα.
Γυμνώνουσι τὸν λαόν
Η διαφθορά του κλήρου είναι σχεδόν γενική (γυμνώνουσι τὸν λαόν), δεν αφορά δηλαδή μεμονωμένες περιπτώσεις, αλλά προκύπτει από το γεγονός ότι οι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι ασκούσαν εξουσία -συχνά ως διοικητές, δικαστές και φοροεισπράχτορες- μάλλον με τον ίδιο τρόπο που το έπρατταν οι Μουσουλμάνοι αξιωματούχοι. Αμφότεροι ήταν εν γένει λαομίσητοι, ενώ το πλήθος των μοναχών που διαβιούσε παρασιτικά σε βάρος των φτωχών αγροτικών πληθυσμών στερούσε από το έθνος ένα ζωτικό κομμάτι του.
Είναι γνωστό και τεκμηριωμένο ότι η Σιμωνία, η προαγωγή δηλαδή κληρικών και μοναχών σε εκκλησιαστικό αξίωμα με προσφορά οικονομικών ανταλλαγμάτων, ήταν καθεστώς και οι αλλαξοπατριαρχίες απέβησαν μια εξαιρετικά κερδοφόρα υπόθεση για τους Οθωμανούς και τους Τούρκους. Τα ποσά ήταν αρκετά υψηλά και (προ)καταβάλλονταν συνήθως από εύπορους Φαναριώτες ή πλούσιους εμπόρους. Εν γένει τα προνόμια αγοράζονταν τοις μετρητοίς, χωρίς διακρίσεις ως προς την προέλευση του χρυσού. Ολόκληρα χωριά, εθνικές ή θρησκευτικές ομάδες ή περιοχές μπορούσαν να εχουν ειδική μεταχείριση αν έβρισκαν τις άκρες και κυρίως τα χρήματα.
Στη συνέχεια ο Πατριάρχης πουλούσε ή μάλλον νοίκιαζε με τη σειρά του τις επισκοπές μαζί με τα δικαιώματα τους επί της φορολογίας και η κερδοσκοπία έφτανε μέχρι το τελευταίο παρεκκλήσι. Επί Όθωνα, θα κλείσουν 400 μοναστήρια που είχαν λιγότερους από πέντε μοναχούς και τεράστιες περιουσίες. Γράφει ο Ανώνυμος:
«Ἡ Σύνοδος ἀγοράζει τὸν πατριαρχικὸν θρόνον ἀπὸ τὸν ὀθωμανικὸν ἀντιβασιλέα διὰ μίαν μεγάλην ποσότητα χρημάτων, ἔπειτα τὸν πωλεῖ οὗτινος τῆς δώσῃ περισσότερον κέρδος, καὶ τὸν ἀγοραστὴν τὸν ὀνομάζει πατριάρχην. Αὐτός, λοιπόν, διὰ νὰ ξαναλάβῃ τὰ ὅσα ἐδανείσθη διὰ τὴν ἀγορὰν τοῦ θρόνου, πωλεῖ τὰς ἐπαρχίας, ἤτοι τὰς ἀρχιεπισκοπάς, οὗτινος δώσῃ περισσοτέραν ποσότητα, καὶ οὕτως σχηματίζει τοὺς ἀρχιεπισκόπους, οἱ ὁποῖοι πωλῶσι καὶ αὐτοὶ εἰς ἄλλους τὰς ἐπισκοπάς των. Οἱ δὲ ἐπίσκοποι τὰς πωλῶσι τῶν χριστιανῶν, δηλαδὴ γυμνώνουσι τὸν λαόν, διὰ νὰ ἐβγάλωσι τὰ ὅσα ἐξώδευσαν. Καὶ οὗτος ἐστὶν ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖον ἐκλέγονται τῶν διαφόρων ταγμάτων τὰ ὑποκείμενα, δηλαδὴ ὁ χρυσός.»
Ο ίδιος, επικαλούμενος συχνά το αληθινό νόημα της χριστιανικής Αγάπης και την γλυκύτητα του Ιησού, καλεί να σταματήσει η χειροτονία νέων ιερέων, να κατεδαφιστούν τα μοναστήρια, να μορφωθούν οι καλόγεροι και να απαγορευτεί η περιφορά των ιερών λειψάνων. Καλεί ακόμη τον Πατριάρχη να εμποδίσει τα θαύματα, διὰ νὰ ἐξαλείψῃ τὴν δεισιδαιμονίαν. Διαβάζουμε σχετικά:
«Καὶ ἐσεῖς, ὦ ἐπίσκοποι καὶ ἀρχιεπίσκοποι, παύσατε, διὰ ὄνομα τοῦ θεοῦ, παύσατε πλέον ἀπὸ τὸ νὰ χειροτονήσετε ἱερεῖς, καὶ μή, φοβούμενοι νὰ πτωχύνῃ ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ ὑπηρέτας, τὴν γεμίζετε ἀπὸ ἀναξιωτάτους σκλάβους. Παύσατε ἀπὸ τὸ νὰ ἁρπάζητε πλέον, διότι ὅσα ἔχετε σᾶς φθάνουν νὰ ζήσητε ὡς ὁ Χριστὸς ἀγαπᾶ. Μάλιστα δὲ σύ, ὦ πατριάρχα, ὁποὺ ὡς κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας σέβεσαι παρὰ πάντων καὶ τιμᾶσαι, προσπάθησον νὰ διορθώσῃς τὰ κακά, ὁποὺ ἐπροξένησεν ἡ ἀμέλειά σου. Ἔκλεξον ἀρχιερεῖς τοὺς σοφοὺς καὶ ἐναρέτους, καταδάφισον ὅλα τὰ μοναστήρια, διὰ νὰ ὀλιγοστεύσῃς τὰ βάρη τοῦ λαοῦ, διόρθωσον μερικὰς συνηθείας τῆς θρησκείας, ὁποὺ τὴν σήμερον φανερῶς βλάπτουσι κατὰ πολλὰ τοὺς χριστιανούς (35). Ὑποχρέωσε ὅλους τοὺς καλογήρους, νὰ ὑπάγουν νὰ σπουδάξουν εἰς τὰ σχολεῖα καὶ νὰ μεταχειρισθοῦν ἐκεῖνον τὸν καιρόν, ὁποὺ ἐξοδεύουσι εἰς τὸ νὰ περιφέρωνται ἀπὸ ὀσπίτιον εἰς ὀσπίτιον, εἰς τὴν μελέτην τῶν σοφῶν τῆς ἐκκλησίας καὶ εἰς τὸν ὀρθὸν λόγον. Πρόσταξε νὰ μένουν τὰ λείψανα τῶν ἁγίων εἰς τὰς ἐκκλησίας καὶ νὰ μὴν ἀποκαταστῶνται εἶδος ἐμπορίου. Ἐμπόδισε τὰ θαύματα, διὰ νὰ ἐξαλείψῃς τὴν δεισιδαιμονίαν.»
Ο Θεός των Χριστιανών από τη μια καλούσε το ποίμνιο να υπομείνει αγογγύστως την Οθωμανική εξουσία, ως θεία τιμωρία και δοκιμασία επί της γης, και από την άλλη ενέπνεε με οράματα αγωνιστές σαν το Μακρυγιάννη να πάρουν τα όπλα: είτε λοιπόν ήταν διπρόσωπος και κυκλοθυμικός -πράγμα ανεπίτρεπτο σύμφωνα με έγκυρες θεολογικές πηγές- είτε οι άνθρωποι ερμήνευαν κάθε φορά τη θέληση Του αναλόγως με τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις ισχύος τους. Με τέτοιον τρόπο, η επίκληση της Αρχαίας δημοκρατικής Ελλάδας μπορούσε να νομιμοποιήσει ακόμα και την Τυραννοκτονία, την οποία η επίσημη Εκκλησία απέρριπτε μετά βδελυγμίας. Ο Θεός, όταν απαιτούσε ραγιάδικη υποταγή (σφάξε με αγά μου ν’ αγιάσω), εξυπηρετούσε τις επιδιώξεις της Εκκλησίας και του σουλτάνου. Ο Θεός που ευλογούσε τα καριοφίλια και εμψύχωνε τους ραγιάδες να πιάσουν τ’ άρματα της εκδίκησης και της απελπισίας δούλευε για την Επανάσταση.
αναδημοσίευση από τον Ερανιστή
0 Σχόλια