«Η Γεύση της ερήμου» της Ιφιγένειας Θεοδώρου
Η Συρία που άφησα, η πικρή γεύση της απώλειας
Ιανός, Τρίτη 24 Ιανουαρίου στις 18.00
Γιώργος Βέης , Ποιητής
Νίκος Μεγγρέλης, Δημοσιογράφος
Το 1853 η εκκεντρική Αγγλίδα Τζέιν Ντίγκμπι, απογοητευμένη από θυελλώδεις έρωτες και τρία διαζύγια, ταξιδεύει στη Μέση Ανατολή κατά τα πρότυπα των Ευρωπαίων περιηγητών του 19ου αιώνα. Καθ’ οδόν προς την Παλμύρα ερωτεύεται τον σεΐχη Ελ Μεζράμπ, τον συνοδό-μεταφραστή της, μυείται στη νομαδική ζωή των Βεδουίνων και μένοντας μαζί του γίνεται το σύμβολο του αντικομφορμισμού στην εποχή της.
Στα χνάρια της Τζέιν Ντίγκμπι, σ’ ένα ταξίδι αναβάπτισης και διαφυγής από τα προβλήματα που κατακλύζουν την Αθήνα του 2010, αναζητάει κι η Τζένη Ράλλη ένα αλλιώτικο ξεκίνημα. Στη Δαμασκό γνωρίζει τον Ρωμανό Καφαντάρη, ο οποίος της αποκαλύπτει τη σύγχρονη τοιχογραφία της χώρας, αλλά και την αέναη σύγκρουση που μαίνεται στη διχασμένη ψυχή του. Ο Ρωμανός και η Τζένη θα βρεθούν αντιμέτωποι με τις κάννες των όπλων, το τέρας ενός εμφύλιου πολέμου, αλλά και την αλήθεια που τους αποκαλύπτει ένα άγνωστο παρελθόν.
Επίκαιρο όσο ποτέ το βιβλίο της Ιφιγένειας Θεοδώρου, δίνει και πάλι τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον τόπο όπου διαδραματίζεται η ιστορία. Η συγγραφέας, έχοντας ζήσει στη Συρία, γίνεται συνοδός-δραγουμάνος μας σ’ ένα οδοιπορικό στα σταυροδρόμια της Μέσης Ανατολής και στην απεραντοσύνη της ερήμου και σκιαγραφεί με διακριτικότητα κι αγάπη τη χώρα που τη φιλοξένησε, μια κοινωνία στα πρόθυρα της έκρηξης λίγο πριν από την εμφύλια σύρραξη. Συγχρόνως μας βυθίζει στα δαιδαλώδη σοκάκια του πιο κρυφού μας εαυτού, εκεί που οι συμπτώσεις καιροφυλακτούν, η πραγματικότητα συναντάει το παραμύθι και το απρόβλεπτο γκρεμίζει τον βράχο του εφησυχασμού και της ρουτίνας μας
Ο ποιητής Γιώργος Βέης, διπλωμάτης και πρέσβης μέχρι πριν από λίγο καιρό στην ΟΥΝΕΣΚΟ και ο δημοσιογράφος Νίκος Μεγγρέλης μαζί με την συγγραφέα προσκαλούν σε μια συζήτηση με τίτλο « Το τέλος των βεβαιοτήτων, Συρία, αιτία του κακού ή εξιλαστήριο θύμα;» αιτίες και απόρροιες του πολέμου που έχει μεν ως πρόσχημα το βιβλίο «Γεύση της ερήμου» που όταν κυκλοφόρησε το 2012 η πικρή γεύση των γεγονότων έμενε μόνο στα όρια της προφητείας.
Γιατί τίποτα πια δεν είναι δεδομένο. Ζούμε το τέλος των βεβαιοτήτων. Οι χθεσινοί ευγενικοί γείτονες της συγγραφέως βρίσκονται ίσως διασκορπισμένοι σε προσφυγικά στρατόπεδα, οι τυχαίοι συνταξιδιώτες νεκροί ή ζηλωτές του φανατισμού και τα πολιτιστικά μνημεία, πόλοι έλξης θαυμασμού και τουριστικού συναλλάγματος κάποτε, τώρα φαντάσματα και αναμνήσεις ενταφιασμένες σε φωτογραφικές μηχανές. Σήμερα μετά εξι χρόνια εμφύλιου σπαραγμού, με χιλιάδες νεκρούς, εκατομμύρια σύριους πρόσφυγες και τη χώρα ρημαγμένη από τον φανατισμό και τα συμφέροντα, στεκόμαστε αμήχανοι μπροστά στα ερείπιά της, είτε πρόκειται για παγκόσμια αριστουργήματα, όπως η Παλμύρα, είτε για δεκάδες γειτονιές ισοπεδωμένες από τους βομβαρδισμούς, από πυρά που μετά βίας διακρίνονται αν είναι φίλια ή εχθρικά. Βρισκόμαστε διχασμένοι, ως κοινωνία, μπροστά στην τραγωδία των προσφύγων που απελπισμένοι εγκαταλείπουν τις εστίες τους και αναζητούν τη σωτηρία μακριά από τις εμπόλεμες περιοχές.
Στην ουσία είναι μια συνάντηση των φίλων της Συρίας, όλων εκείνων που ταξίδεψαν και την γνώρισαν ως τόπο με βαθύ ιστορικό παρελθόν, χάθηκαν στα σουκ του Χαλεπιού και της Δαμασκού, περπάτησαν κάτω από τις κιονοστοιχίες της Παλμύρας και της Απάμειας, θαύμασαν την μεγαλοπρέπεια του Ευφράτη και τα σημάδια των ελληνιστικών και βυζαντινών χρόνων από άκρη σε άκρη της χώρας. Μια συνάντηση με όλους εκείνους που δεν πρόλαβαν, ως αλλοτινοί περιηγητές, να ταξιδέψουν σ΄αυτή τη γη της ανάνηψης και της αυτογνωσίας και θα αρκεστούν στο πλούσιο φωτογραφικό υλικό της συγγραφέως Ιφιγένειας Θεοδώρου που κατέγραψε με τον τρόπο της την Συρία που αγάπησε, τη Συρία που άφησε….
«Ο πόλεμος είναι τρέλα, κατάλυση του πολιτισμού. Το 14ο αιώνα στα αναρρωτήρια του Χαλεπιού θεράπευαν την τρέλα με τη βοήθεια του νερού και της μουσικής. Σήμερα το Χαλέπι έχει μόνο χαλάσματα. Λυπάμαι για τις χιλιάδες ζωές που χάνονται από φανατισμό, για τα σημάδια του πολιτισμού που σβήστηκαν από μισαλλοδοξία, αλλά πιο πολύ φοβάμαι τη δύναμη του ανθρώπου, όχι να δαμάζει, αλλά να καταστρέφει τη φύση και να μην υπολογίζει τον συνάνθρωπό του».
–