Η Ντιάν που γνωρίσαμε στο βιβλίο «Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι διαβάζουν και πίνουν καφέ» έχει επιστρέψει στο Παρίσι, στην καθημερινότητά της, στη φιλία της με τον Φελίξ, μέχρι και μια νέα ερωτική γνωριμία κάνει. Δυστυχώς όμως πρέπει να γυρίσει στην Ιρλανδία γιατί η γυναίκα που την είχε φιλοξενήσει είναι ετοιμοθάνατη. Έτσι οι οδυνηρές αλλά και οι ευχάριστες αναμνήσεις επιστρέφουν και σωριάζουν όλες της τις προσπάθειες να ξεπεράσει τον Έντουαρντ, ειδικά τώρα που τον βρίσκει με ένα δικό του παιδί!
Το δεύτερο βιβλίο της διλογίας ήταν καλύτερο. Εξακολουθεί να είναι γραμμένο με τη χαρακτηριστική γρήγορη γραφή, όμως παρόλο τον ρομαντισμό που αποπνέει, καταπιάνεται με ένα δύσκολο θέμα και το χειρίζεται σωστά και από άποψη έκφρασης και από άποψη συναισθημάτων. Στο προηγούμενο βιβλίο, χάρη στον Έντουαρντ και παρά το άσχημο τέλος της σχέσης τους, η Ντιάν καταφέρνει να κάνει το πρώτο βήμα μακριά από τον νεκρό της σύζυγο και να αφεθεί σε μια νέα σχέση. Δυστυχώς όμως είναι ακόμη πιο δύσκολο να ξεπεράσει τον πόνο της νεκρής κόρης και να θελήσει να ξαναγίνει μητέρα («μητέρα σε αδράνεια» τη χαρακτηρίζει κάπου η συγγραφέας και μου άρεσε πολύ). Έτσι στο παρόν βιβλίο η Ντιάν έρχεται αντιμέτωπη με αυτό το δύσκολο πρόβλημα.
Ο γιος του Έντουαρντ είναι ένα χαρούμενο, έξυπνο παιδί, που σχεδόν φοβάται τον πατέρα του, κυρίως από άγνοια, μιας κι εκείνος παραμένει ένας κλειστός χαρακτήρας και δε δίνει χρόνο ούτε στον εαυτό του ούτε στο παιδί του να γνωριστούν. Η Ντιάν αρχίζει να δένεται με αυτό το παιδί και πετραδάκι πετραδάκι πλησιάζει εν αγνοία της να επουλώσει και άλλο ένα τραύμα της. Μήπως όμως όλη αυτή η δοκιμασία θα επαναφέρει τα συναισθήματα που είχαν ο Έντουαρντ και η Ντιάν; Κι αν ναι, τι θα απογίνει ο Ολιβιέ που της φέρθηκε άψογα, όπως ακριβώς περίμενε να της φερθεί ένας άντρας; Και τι μέλλον θα μπορούσε να έχει μια σχέση εξ αποστάσεως, μιας και το Παρίσι δεν είναι και πολύ κοντά στην Ιρλανδία;
Η συγγραφέας όχι μόνο ασχολείται με τους προβληματισμούς της Ντιάν και στήνει ένα έξυπνο ερωτικό γαϊτανάκι, μας δείχνει πως μπορεί να κάνει απονεννοημένες κινήσεις, που προσωπικά θα μου ήταν δύσκολο να τις χειριστώ, επομένως η κοπέλα είναι ένας σωστά και αληθοφανώς σκιαγραφημένος χαρακτήρας, με τα ελαττώματα και τα προτερήματά του, τις ανασφάλειές του, τα προβλήματά του, τα ψυχολογικά του αδιέξοδα. Εδώ ακριβώς φάνηκε η ιδιότητα της συγγραφέως ως ψυχολόγου να στήσει στέρεα την προσωπικότητα της Ντιάν και να εξελίξει ανοδικά τη ζωή της. Για τον λόγο αυτόν παίρνω πίσω όσα έγραφα για το προηγούμενο βιβλίο της. Παρ’ όλ’ αυτά, έχω αντίρρηση για τον τίτλο, μιας και η ζωή δεν είναι εύκολη, απλώς στη διευκολύνουν οι άνθρωποι που θα επιλέξεις να συμπορευτείτε.
Το δεύτερο μυθιστόρημα της Agnes Martin-Lugand είναι ένα αρμονικό συγκέρασμα ρομαντικού μυθιστορήματος και ψυχολογικής καταγραφής, με γρήγορη, κινηματογραφική εξέλιξη και μια γλυκιά ευαισθησία απέναντι σε θέματα γυναικείας κυρίως ψυχολογίας, που με βοήθησε να καταλάβω πόσο μεγάλη προσοχή και τύχη χρειάζεται για να προχωρήσεις στη ζωή σου και να κλείσεις οριστικά τα τραύματα του παρελθόντος, χωρίς βιασύνες και λάθη (κι αυτά, βέβαια, μες στη ζωή είναι). Το τέλος ήταν ρηξικέλευθο, ήρθε όμως ως φυσικό επακόλουθο, και αγάπησα την Ντιάν για την ειλικρίνειά της όχι μόνο απέναντι στον εαυτό της αλλά κυρίως απέναντι στους άλλους. Τέλος, η μετάφραση αυτού του βιβλίου μου φάνηκε κάπως βελτιωμένη από το προηγούμενο.
0 Σχόλια